Επιστροφή στην πατρίδα από το Ημερολόγιο ενός Ταξιδιώτη
Στον «Αριστοφάνη» του 1882 ανακαλύψαμε ένα συγκινητικό ημερολόγιο ενός νέου, που ζούσε στη Μασσαλία. Ακολουθούν αποσπάσματα από την επιστροφή του στην γλυκιά πατρίδα:
15 Οκτωβρίου
Οποία συγκίνησις! Μετά τοσαύτας περιπλανήσεις εις την ξένην, μετά τοσούτων μηνών απουσίαν, επιστρέφω εις την Πατρίδα. Οποία συγκίνησις, οποία χαρά. Θα μ’ ενθυμούνται ακόμη εκεί; Θα ενθυμούνται τας εσπέρας εκείνας; Ώ Βιργινία!...
Αλλ’ ας αφήσωμεν το παρελθόν. Ήδη έχομεν ενώπιόν μας τόσα πράγματα δια τα οποία χρειάζονται σκέψεις … Αύριον αναχωρώ.
16 Οκτωβρίου
Ηγέρθην την πρωίαν μελαγχολικός άμα και χαίρων. Μελαγχολικός μεν διότι εσυλλογίσθην την προ ολίγον ελευθέραν και χρυσήν εκείνην ζωήν ήτις θα αντικατασταθή μεθ’ ολίγας ημέρας υπό μονοτόνου και πληκτικής! Χαίρω δε, διότι προβλέπω τον ενθουσιασμόν των φίλων μου, τας παρασκευαζομένας υποδοχάς, την κίνησιν, τα καλώς ώρισες κλπ, κλπ.
Αλλά τι σημαίνουν ταύτα; Και όμως σημαίνουν. Το ομολογώ, είμαι φιλόδοξος, είμαι εγωιστής.
-Και κατά ποίαν ώραν θα αναχωρήσωμεν; Ά, ενθυμήθην… έχει ήδη προσδιορισθή, το απόγευμα αναχωρώ, δια να ευρεθώ εις την αγαπητήν μου πατρίδα καθ’ ην ημέραν ο κόσμος τρέχει εις τους δρόμους και τοιουτοτρόπως δύναται να με ίδη…
Αγαπώ τας επιδείξεις. Ετηλεγράφησα εις τους φίλους μου να μη κάμουν τίποτε το ιδιαίτερον. Αλλά είχα τον σκοπόν μου. Ενδομύχως απεδοκίμαζα την πράξιν μου. Αλλά πώς να έκαμνα; Το ατμόπλοιον είνε έτοιμον…
18 Οκτωβρίου
Εβαρύνθην τόσας ημέρας. Τι πλήξις είνε τα ταξείδια! Έπειτα να μη μπορή κανείς να ομιλήση όπως θέλη και ό τι θέλει. Να έχης έμπροσθέν σου αυτούς τους βλάκας, τους ηλιθίους με τας εθιμοτυπίας των, με τας κολακείας των. Πόσο τους βαρύνομαι! Είμαι δυστυχής. Εις μερικάς στιγμάς νομίζω ότι είμαι ο δυστυχέστερος των θνητών. Αγνοώ το διατί…
19 Οκτωβρίου Εσπέρα.
Το ατμόπλοιον πλήττει την ήρεμον θάλασσαν. Ευρίσκομαι μόνος εντός του κιτώνος μου. Αναλογίζομαι τι θα γίνεται κατά την άφιξήν μου. Είμαι ευτυχής. Ουδείς εμού ευτυχέστερος. Τι λαμπρά ζωή. Τόσος κόσμος να σε υποδέχεται, τόσοι να κλίνουν ενώπιόν σου!
Είνε ώρα πλέον να κοιμηθώμεν. Διάβολε, και αυτά τα κρεββάτια των βαποριών! Να μη μπορή κανείς να κοιμηθή συντροφιά, και στο κρεββάτι μόνος. Ώ πλήξις!...
20 Οκτωβρίου
Ώ λαμπρά ημέρα, την οποίαν τοσούτον χρόνον ονειροπώλουν. Χαίρε ώ χρυσή ημέρα, καθ’ ην θέλω πατήσει το ευώδες της πατρίδος μου χώμα.
Υποδοχάς, κρότους, ενθουσιαμούς, υποκλίσεις, πόσα και πόσα έχομεν σήμερον.
Αλλ’ ας ενδυθώμεν, ας είμεθα έτοιμοι, ας αναλάβωμεν την πρέπουσαν θέσιν. Καλλιτέρα στολή είναι η ναυτική. Αυτήν πρέπει να προτιμήσω, η οποία μου φαίνεται ότι μου μοιάζει και περισσότερον των άλλων.
Αλλά το ατμόπλοιον πλησιάζει. Βλέπω τα προσφιλή όρη, τα ιερά μνημεία…
Ας κυττάξωμεν στον καθρέπτην διότι πλησιάζομεν. Το πρόσωπό μου σήμερον έχει κάποιαν μεγαλειότητα. Το μουστάκι, ο διάβολος δεν στέκει καλά…
Ας ανέλθωμεν επί του καταστρώματος…
Μπα! Εφθάσαμεν!
20 Οκτωβρίου Εσπέρα.
Τα επερίμενα. Τα επερίμενα μάλιστα!
Τι κόσμος, τι κίνησις εις την φίλην πατρίδα.
Αλλά και η υποδοχή μου είχε κάτι το έκτακτον. Φαίνεται εφέτος οι φίλοι μου με επεθύμησαν περισσότερον. Εις την αποβάθρα περίφημα και εις την άμαξαν αριστούργημα. Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό ουδέποτε το έπαθα. Ησθανόμην συνεχώς πολλήν συγκίνησιν, αλλά και οι φίλοι δεν ημπόρεσαν να αποκρύψουν την ιδικήν των.
Όλα λαμπρά, ωραία, περίφημα! Επέστρεψα!...».