Η ιστορία ενός ατυχήματος
Ακόμη και ένα απλό ατύχημα μπορεί να μας δώσει αφορμή για πολλές παρατηρήσεις γύρω από την καθημερινή ζωή της πόλης…
Το συμβάν
7 Οκτωβρίου 1901 (απόσπασμα από την εφημερίδα «Οι Καιροί»)
«Ολίγον προ της 3 μ. μ. ώρας χθες ο κ. Δηλιγιάννης διέταξε τον γνωστότατον ακόλουθον του Δημήτρην να φέρη μίαν άμαξαν αγοραίαν. Ο ακόλουθος έσπευσεν αμέσως εις την πλατείαν της Ομονοίας και έφερεν ένα ωραίον καινουργιές λοντόν, υπ’ αριθ. 240, ανήκον εις τον κ. Αλέκον Ξηροτάγαρον και του οποίου αμαξηλάτης ήτο ο Χρ. Κατωπόδης.
Ο κ. Δηλιγιάννης κατήλθε μετ’ ολίγον της οικίας του ενδεδυμένος μακράν ρεδιγκόταν και φορών μέλαινα υψηλόν πίλον και επέβη της αμάξης χαρίεις και θαλερός, ως πάντοτε, και πολύ ευπροσηγόρως μειδιάσας προς τον Δημήτρην, ο οποίος ασκεπής εκράτει ανοικτήν την θυρίδα και την έκλεισεν αμέσως μετά την ανάβασιν του κ. Προέδρου. Της αμάξης το έμπροσθεν μέρος ήτο ανοικτόν, ενώ το όπισθεν κουβούκλιον ήτο σηκωμένον.
Ο Δημήτρης επήδησε και εκάθησε παρά τον αμαξηλάτην προς τον οποίον είπε να τραβήξη έξω δια της οδού Γ΄Σεπτεμβρίου. Η άμαξα εξεκίνησεν ενώ αντιθέτως συρίζουσα ήρχετο η αμαξοστοιχία. (σ.σ. Στην πλατεία Λαυρίου είχε την αφετηρία του το «Θηρίο» που πήγαινε Κηφισιά και Λαύριο)
Ο οδολάτης του σιδηροδρόμου Λαυρίου Παν. Φίλιος, ο οποίος έχει έργον να επιτηρή την γραμμήν και να εγλείη την συγκοινωνίαν της οδού όταν έρχεται ή φεύγη η αμαξοστοιχία είχεν ήδη τοποθετήσει την άλυσσον εις την οδόν Σολωμού και έτρεχε δια να τοποθετήση αυτήν και εις την παραπάνω. Εκεί ιστάμενος είδε την ερχομένην άμαξαν τον επίσημον επιβάτην της οποίας εμάντευσεν από τον γνωστόν του Δημήτρην, ο οποίος εκάθητο παρά τον αμαξηλάτην.
Είδε λοιπόν, μόλις η άμαξα είχε φθάσει εις την διασταύρωσιν των οδών Γ΄Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου τους ίππους αναταραχθέντας και τον αμαξάν μαστίζοντα αυτούς δια να τους τιθασεύση. Ο αριστερός όμως ίππος παρέμενεν ατίθασσος και μόλις κατέφθασεν η αμαξοστοιχία ερρίφθη προς τα εμπρός συμπαρασύρας και τον άλλον ίππον.
Ο κίνδυνος επέκειτο πλέον προφανής. Ο δεξιός ίππος είχεν ανέλθει ήδη επί του πεζοδρομίου επί του οποίου ανήλθεν και ο εμπροσθινός δεξιός τροχός, χωρίς όμως να συνταραχθή και θραυσθή η άμαξα. Ο αμαξηλάτης σύρει με δύναμιν το αριστερόν ηνίον δια να μη προσκρούσουν οι ίπποι επί του φανού, αλλ’ ο αριστερός ίππος αναστρέφεται και προσπαθεί να χωρήση προς την σιδηροδρομικήν γραμμήν, ενώ ο δεξιός πεισμόνως δεν θέλει να εγκαταλείψη την επί του πεζοδρομίου πορείαν του. Εννοείται ότι πάντα ταύτα εγένοντο εντός δευτερολέπτων.
Επί τέλους ο αριστερός ίππος παρασύρει τον δεξιόν και προς στιγμήν εφάνη ότι θα τον παρέσυρε μέχρι της σιδηροδρομικής γραμμής. Ο τρομερός κίνδυνος της συγκρούσεως με την εγγύτατα κατερχομένην αμαξοστοιχίαν επέκειτο.
-Δεξιά, αμαξά, λέγει τότε ο κ. Δηλιγιάννης.
Ο αμαξηλάτης αφ’ ού δεν ήτο άλλως δυνατόν να γείνη στρέφει τους ίππους δεξιά δια να εισέλθη εις την οδόν Σολωμού, αλλ’ η οδός ήτο αλυσσόδετος εκείνην την στιγμήν και επήλθε το δυστύχημα. Μόλις οι αφηνιασμένοι ίπποι εστράφησαν προς την οδόν Σολωμού προσέκοψαν εις την άλυσσον η οποία εθραύσθη. Τότε οι ίπποι εγονάτισαν, είτα ανεπήδησαν, η άμαξα ανετινάχθη και ο αμαξάς κατεκρημνίσθη προς το αριστερόν και ο Δημήτρης προς δεξιά.
Ο κ. Δηλιγιάννης ηγέρθη τότε όρθιος ενώ οι ίπποι από ρυτήρος διήλαυνον δια της οδού Σολωμού, άνευ ηνιόχου πλέον, αλλά μόνον με τον κ. Πρόεδρον, ο οποίος ψύχραιμος ανέμενε το αποβησόμενον.
Πλείστοι ήδη έτρεχον όπισθεν της αμάξης από της οδού Γ΄Σεπτεμβρίου αντιληφθέντες τα διατρέξαντα, αλλά ποίος ηδύνατο να καταφθάση τους ούτω τρέχοντας ίππους;
Εις την δεξιάν προς την οδόν Πατησίων καμπήν της οδού Σολωμού ο δεξιός ίππος ανήλθε πάλιν εις το πεζοδρόμιον και παρέσυρε και τον αριστερόν και την άμαξαν. Αλλ’ ο χάνδαξ του πεζοδρομίου δεν ήτο επιχωματωμένος και οι τροχοί συνεκρούσθησαν προς το λίθινον περίζωμα, η άμαξα συνεκλονίσθη και έτριξε και εφάνη πλέον ότι δεν θ’ αντίσχη.
Ο κ. Δηλιγιάννης τότε ήνοιξε την θύραν και εκρατείτο έτοιμος δια να πηδήση έξω. Ο δεξιός όμως ίππος ευρέθη προ του φανού και πτοηθείς ώθησε τον αριστερόν πάλιν προς την οδόν. Οι αριστεροί τροχοί τότε κατεκρημνίζοντο επί του πεζοδρομίου, ενώ ο πρώτος δεξιός κατεβυθίζετο εις τον λάκκον του παρά τον φανόν δένδρου. Η άμαξα υπέστη τότε μεγάλην ταλάντευσιν η οποία ηυξήθη από την επί του δένδρου πρόσκρουσιν. Ο αριστερός ίππος κατέπεσε, η άμαξα ανετράπη αυθωρεί.
Ο κ. Δηλιγιάννης τότε κατέπεσε και επί μικρόν ευρισκόμενος κατά το ήμισυ εντός της αμάξης και κατά το ήμισυ έξω αυτής, εσύρθη εις την οδόν, ότε ως εκ θαύματος ηλευθερώθη της αμάξης θραυσθείσης και συρθείσης πέραν. Τόση δε ήτο η ορμή της αμάξης κατά την ώραν της ανατροπής, ώστε οι τροχοί οι οποίοι ευρέθησαν οριζόντιοι προς το έδαφος εστρέφοντο επ’ αρκετά λεπτά. Ο κ. Δηλιγιάννης προσεπάθησε τότε να εγερθή και προς τούτο εστήριξε και τας δύο χείρας επί του εδάφους αλλ’ οι πόδες του εκλονούντο.
Συγχρόνως όμως ένας στρατιώτης του ιππικού, ο διευθυντής του έναντι μικρού ζαχαροπλαστείου και ένας ξυλουργός με τον εν τω μεταξύ προστρέξαντα ενωμοτάρχη Κουμουτσόπουλον έσπευσαν και τον ανήγειραν.
-Θάρρος κύριε Πρόεδρε, θάρρος του έλεγον οι προστρέξαντες.
-Δεν έχω τίποτε, τίποτε απολύτως απήντα ο σεβαστός ανήρ.
-Κύριε Πρόεδρε θέλετε ν’ αναπαυθήτε όλίγον;
-Ευχαριστώ πολύ δεν είνε ανάγκη. Ένα αμάξι μόνον δια να μεταβώ εις τον οίκον μου.
Όντως μετ’ ολίγον ο κ. Δηλιγιάννης επέβη αμάξης και ακολουθούμενος υπό του ενωμοτάρχου κ. Κουμουτσόπουλου μετέβη εις την οικίαν του όπου εδέχθη πρώτον τας περιποιήσεις των ιατρών κ.κ. Μητσοπούλου, Πεζοπούλου και Παπαδάκη.
Η συνέντευξη με τον ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής
Ο ενωμοτάρχης της χωροφυλακής κ. Κουμουτσόπουλος κατά την ώραν της ανατροπής της αμάξης του κ. Δηλιγιάννη ευρίσκετο εντός του προαυλίου της Διευθύνσεως της Αστυνομίας και ήτο αυτόπτης μάρτυς του επελθόντος δυστυχήματος, έσπευσε δε να παράσχη τας πρώτας βοηθείας εις τον κινδυνεύοντα αρχηγόν της αντιπολιτεύσεως.
Ως εκ τούτου ήτο ο μόνος αρμοδιώτερος να μας διηγηθή ακριβώς τι συνέβη την ώραν εκείνην. Εσπεύσαμεν όθεν και εζητήσαμεν παρ’ αυτού όλας τας λεπτομερείας τας οποίας ευηρεστήθη λίαν ευγενώς να μας παράσχη:
-Ήτο η τρίτη ώρα της μεσημβρίας ότε εκαθήμην μετά του αστυφύλακος κ. Δράκου εις το προαύλιον της Διευθύνσεως της Αστυνομίας, ήρχισε ο κ. Κουμουτσόπουλος, ότε αίφνης είδομεν εκ της οδού Σολωμού ελαύνουσαν μίαν άμαξαν από ρυτήρος άνευ αμαξηλάτου. Οι ίπποι της αμάξης εμαίνοντο κυριολεκτικώς, επήγαιναν πότε απ’ εδώ, πότε απ’ εκεί αφηνιασμένοι.
Η άμαξα κάμπτουσα την διασταύρωσιν των οδών Σολωμού και Πατησίων προσέκρουσεν επί του πεζοδρομίου αίφνης και ανετράπη μετ’ απαισίου τριγμού. Οι τροχοί εκτύπησαν επί των κρασπέδων του πεζοδρομίου. Η μία πόρτα της αμάξης έπεσε, το κάθισμα του αμαξηλάτου και οι φανοί εθρυμματίσθησαν εκσφενδονισθέντες μεθ’ ορμής. Μέσα εις αυτόν τον θόρυβον διέκρινα τότε έναν άνθρωπον, δεν εγνώριζα δε ότι ήτο ο κ. Δηλιγιάννης, ο οποίος εξεφενδονίσθη και ούτος εις τον δρόμον.
Ευτυχώς το αριστερόν άλογο της αμάξης εγονάτισε και ούτω η άμαξα εσταμάτησεν εκεί και ούτω προελήφθη μέγα δυστύχημα.
Αμέσως εσπεύσαμεν και ανεγείραμεν τον κ. Δηλιγιάννην αιμόφυρτον και ωχρόν, διατηρούντα όμως ψυχραιμίαν και απάθειαν. Του προσέφερα κάθισμα το οποίον εδέχθη ευχαρίστως και εκάθισεν. Αμέσως δε του εφέραμεν έν ποτήριον ύδατος το οποίον έπιεν. Ήτο προφανώς συγκεκινημένος καίτοι εδείκνυε ησυχίαν πολλήν. Τα αίματα έρρεον εκ των τραυμάτων του μετώπου του και τον ηρώτησα αν ήθελε να περάση ολίγον εις το γραφείον του Διευθυντού της Αστυνομίας.
-Όχι, ευχαριστώ παιδί μου, απήντησεν ο σεβαστός Πρόεδρος. Σε παρακαλώ να με οδηγήσετε σπίτι μου.
Έστειλα αμέσως τότε τον αστυφύλακα Δράκον όπως φέρη αγοραίαν άμαξαν ίνα οδηγήσωμεν τον κ. Δηλιγιάννην εις την οικίαν του.
Εν τω μεταξύ, εξηκολούθησεν ο κ. Κουμουτσόπουλος, κόσμος άπειρος συνεκεντρώθη και εζήτει πληροφορίας περί της καταστάσεως του κ. Προέδρου. Όταν δε μάλιστα μας είδον να επιβώμεν εντός της αγοραίας αμάξης ενόμισαν ότι επρόκειτο περί εγκλήματος τινός.
Δεν ηδύνατο ο κόσμος να εξηγήση την παρουσίαν εμού ενός ενωμοτάρχου παρά το πλευρόν του κ. Δηλιγιάννη καθημαγμένου. Και όλοι ενόμισαν ότι δολοφονική απόπειρα είχε λάβει χώραν. Μας έκαναν σωστή πολιορκίαν.
Εις μάτην ο κ. Δηλιγιάννης δια τψν νευμάτων προσεπάθει να καθησυχάση τον κόσμον. Ο κόσμος εξηκολούθει να τρέχη όπισθεν της αμάξης. Τα αστυνομικά όργανα εν τω μεταξύ έδιδον τας σχετικάς πληροφορίας εις τον κόσμον ο οποίος έτρεχεν αθρόος.
-Εις την άμαξαν εξηκολούθησεν ο κ. Κουμουτσόπουλος, εισηγάγομεν τον κ. Δηλιγιάννην, λάβόντες αυτόν εις τα χέρια με τον αστυφύλακα Δράκον, καθότι δεν ηδύνατο να σταθή εις τους πόδας του.
Καθ’ οδόν του είπον:
-Τι φοβερόν δυστύχημα κύριε Πρόεδρε...
-Δεν είνε τίποτε, παιδί μου, απήντησε με μειλιχίαν φωνήν σιγανήν.
Μοί εζήτησε το μπαστούνι του με την αργυράν λαβήν εις ήν ανεγράφοντο τα αρχικά στοιχεία του ονόματός του. Το προσέφερα αμέσως καθώς και το χρηματοφυλάσκιον του το εκ πολυτίμου δέρματος. Άμα εφθάσαμεν εις την οικίαν του αμέσως τον ανεβιβάσαμεν, όπου έντρομοι οι συγγενείς παρέλαβον τον σεβαστόν πρεσβύτην.
Η συνέντευξη με τον αμαξηλάτη
Τον αμαξηλάτην Χρήστον Καταπόδην τον είδομεν εις το υπόγειον κρατητήριον της Διευθύνσεως. Όταν τον εκαλέσαμεν από την μικράν θυρίδα ήτο εξηπλωμένος και εγερθείς επλησίασε χωλαίνων. Είνε ανήρ 36 ετών περίπου, μελαχροινός, ξυρισμένος, αναστήματος μετρίου και οστεώδης.
Τον ερωτήσαμεν πως συνέβη το δυστύχημα και μας απήντησεν:
-Εγώ ήμουν απ’ έξω από το ξενοδοχείον «Ελλάς» και ήρθε και με πήρε ο καμαριέρης του Γέρου. Το αμάξι είνε καινούργιο και τα άλλογα γερά, αλλά είνε λίγος καιρός που τα ζέψαμε. Λοιπόν επήγαμε και πήραμε τον Πρόεδρο και τραβούσαμε προς την οδόν Γ΄Σεπτεμβρίου. Αλλ’ έξαφνα εκεί που ερχότανε ο σιδηρόδρομος εσφύριξε και το αριστερό άλλογο ξαφνιάστηκε. Τραβώ τα ηνία, του δίνω κάμποσαις καμτσικαίς αλλά τίποτε. Η άμαξα ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, κυττάζω να την κατεβάσω ρίχνονται τα άλλογα κατά τας γραμμάς. Τι να κάνουμε τότες; Γυρίζουμε για την οδό Σολωμού, έτυχε η αλυσσίδα. Σκοντάβουν τα άλλογα, κόβεται η αλυσσίδα αναπηδούν και με πετάνε κάτω. Εγώ κρατούσα τα ηνία στα χέρια μου και κυττάζω να τα βαστάξω, αλλά τα άλλογα πήγαιναν προσβολή και μ’ έσερναν. Τότε παράτησα τα ηνία και σηκώθηκα και έτρεξα από πίσω από την άμαξα, αλλά, ότε έγινε το κακό μ’ έπιασαν οι αστυφύλακες και με φέρανε μέσα.
-Εχτύπησες πουθενά;
Το αριστερό μου πλευρό δεν το ορίζω. Από τον ώμον έως το γόνατο είμαι σακατεμμένος. Εχτύπησα και δώ πίσω απ’ το κεφάλι.
Ο επίλογος
Ο κ. Δηλιγιάννης ως φάρμακον επήρε μόνον μίαν λεμονάδα με κονιάκ και κατά συμβουλήν των ιατρών εκοιμήθη.
Ο ύπνος του ήτο εντελώς ήσυχος περί την εσπέραν επήρε ολίγον ζωμόν.
Το Εθνικόν Πρακτορείον και πάντες οι ενταύθα ανταποκριταί των Ευρωπαϊκών εφημερίδων έσπευσαν τηλεγραφικώς να καταστήσωσι γνωστόν το λυπηρόν γεγονός...».