Πάσχα εις τα αστυνομικά τμήματα
Ο Δημήτρης Γιαννουκάκης με τη γλαφυρή πένα του μας μεταφέρει στα αστυνομικά δρώμενα, ανήμερα Πάσχα. Ένα απίστευτα ενδιαφέρον ρεπορτάζ με τα μικρά ή μεγάλα προβλήματα μιας γιορτινής ημέρας.
«Η σκηνή εις το γραφείον του υπαστυνόμου της υπηρεσίας εις ένα των αστυνομικών τμημάτων της πρωτευούσης. Ένας πιτσιρίκος δώδεκα-δεκατριών ετών, έχει οδηγηθή κλαίων προ του υπαστυνόμου:
-Γιατί βρε, έρριχνες βαρελόττα;
-Ένα είχα κυρ’ αστυνόμε... Και επειδή φοβόμουνα να το κρατάω, το πέταξα. Εκείνο έπιασε από μόνο του.
-Που το βρήκες;
-Στο δρόμο. Το βρήκα χάμω και το πέρασα για καραμέλλα μεγάλη τυλιγμένη σε χαρτί... Πως δεν το έφαγα κι’ όλας!...
-Αλήθεια λες;
-Να μου βγουν τα μάτια κυρ αστυνόμε...
-Τι δουλειά κάνεις;
-Υπάλληλος παντοπωλείου...
-Μπακαλόγατος;
-Υπάλληλος παντοπωλείου. Γιατί με λέτε μπακαλόγατο; Έχομε και σωματείο...
-Πολύ πονηρός είσαι. Ώστε ένα είχες;
-Ένα μόνο!
-Ψάξτε τον.
Ο «υπάλληλος του παντοπωλείου» ερευνάται και αποκαλύπτεται ψευδόμενος καταφώρως. Οι τσέπες του είνε γεμάτες βαρελόττα. Ο πιτσιρίκος θα ημπορούσε να λάβη μέρος εις το συμβούλιον της αμύνης της χώρας.
-Τώρα τι να σου κάνω;
-Δεν το ξανακάνω κυρ αστυνόμε!...
Τα δάκρυα του μικρού πολλαπλασιάζονται. Επάνω εις το γραφείον του υπαστυνόμου σχηματίζεται η λίμνη του Μαραθώνος εν μικρογραφία φυσικά.
Ο μικρός ταραξίας απάγεται υπο αστυφύλακος και κρατείται εις το τμήμα. Θα περάση το Πάσχα μέσα...
***
Σε άλλο τμήμα, τα πράγματα είνε σοβαρώτερα. Έχει προσαχθή ένα εκκωφαντικόν γραμμόφωνον, το οποίον ευρίσκεται προ του γραφείου του αστυνόμου, αναμένον την τύχην του. Δύο άνθρωποι το περιβάλλουν με βλέμματα στοργής.
-Λοιπόν, συνεχίζει ο ανήρ της τάξεως, τουτέστιν ο αστυνόμος αυτοπροσώπως.
-Καθόμουνα σ’ ένα εξοχικό καφενείο κυρ αστυνόμε με τη γυναίκα μου και το παιδί μου και εκάναμε Πάσχα... Να σου και περνάει ο λεγάμενος.
-Ποιος είνε λεγάμενος;
-Εγώ, κυρ αστυνόμε, απαντά ο έτερος άνθρωπος.
-Λοιπόν;
-Είμαι επαγγελματίας μουζικός. Το λοιπόν, μου λέει ο κύριος απ’ εδώ. Έχεις να βαρέσης το Χριστός Ανέστη για το καλό της ημέρας; Μπράβο του λέω. Κουρδίζω το όργανο...
-Ποιο όργανο;
-Το φωνογράφο... Κοτσάρω το Χριστός Ανέστη και ξαφνικά τον βλέπω τον κύριο να εξάπτεται... Λέω μέσα μου: Μπας και είνε Εβραίος και θυμώνει που αναστήθηκε ο Χριστός;
-Γιατί εθυμώσατε εσείς με το Χριστός Ανέστη;
-Διότι έκανε η πλάκα τσακ-τσακ-τσακ-τσακ...
-Λοιπόν;
-Ανεγνώρισα από το χάλασμα της πλάκας, ότι ήτανε μια δική μου πλάκα που μου είχανε κλέψη πρόπερσυ...
-Και με είπε κλέφτη κυρ αστυνόμε... Είμαι τίμιος άνθρωπος, επαγγελματιάς μουζικός...
-Βρε τι μουσικός και ξεμουσικός. Τι όργανο παίζεις για να είσαι μουσικός;
-Φωνογράφο τέλειο!
-Τέλος πάντων, αυτή η πλάκα ισχυρίζεσαι ότι είνε δική σου;
-Δική μου κυρ αστυνόμε και θα το επιμένω μέχρι Δευτέρας Παρουσίας.
-Είνε η δική μου!... Λωποδύτη!...
-Δική μου είνε...
Οι δύο άνθρωποι σεβόμενοι τον αντιπρόσωπον της εξουσίας δεν αρπάχτηκαν. Άρπαξαν όμως τον ατυχή δίσκον του γραμμοφώνου και τον διεξεδίκησαν εμπράκτως. Καταστροφή!... Ο δίσκος δεν κατώρθωσε ν’ ανθέξη εις τον διαπληκτισμόν και ηυτοκτόνησε, χωρισθείς εις δύο μαθηματικώς ίσα μέρη.
Ο αστυνόμος έβγαλε στεναγμόν ανακουφίσεως:
-Δικαιοσύνη εγένετο... είπεν απλώς!...
***
Η σκηνή εις άλλο αστυνομικόν τμήμα. Προσάγεται μία αμφιβόλου ηλικίας κυρία, διαμαρτυρομένη σθεναρώς:
-Γιατί με φέρνετε μέσα; Ας μου κάνη μήνυσι αν θέλη...
Εις το γραφείον του αστυνόμου περιμένει μία άλλη κυρία, επίσης αμφιβόλου ηλικίας και καταστάσεως. Το σώμα του εγκλήματος, ένα κακόμοιρο, κιτρινιάρικο κεράκι της Αναστάσεως, κατέκειτο περιδεές εις το γραφείον.
-Τι συμβαίνει λοιπόν; Εφθέγξατο ο αστυνόμος.
-Η κυρία απ’ εδώ εκρατούσε χθες το βράδυ το κερί της τόσο αδέξια στην Ανάστασι, που εφοβήθηκα μη στάξη απάνω στη γούνα μου και μου την λεκιάση...
-Χαράς τη γούνα!... επενέβη η άλλη.
-Είνε ρενάρ!...
-Είνε μαδημένο γατί!...
-Σιωπή!... Δεν μας ενδιαφέρει το ζώον από το οποίον προήλθε η μηλωτή...
-Μάλιστα. Ήτανε χαμηλωτή κυρ αστυνόμε και το κεράκι μου...
-Λοιπόν έσταξε το κερί;
-Δεν έσταξε. Μου έκαψε τη μισή γούνα... Ορίστε!...
Η παθούσα επιδεικνύει την παθούσαν μηλωτήν, η οποία έχει πράγματι τα χάλια της.
-Τι θέλετε να γίνη; Ερωτά ο αστυνόμος.
-Να με απεζημιώση!...
-Μωρέ, τι μας λες! Να μου κάνης μήνυσι...
-Και βέβαια θα σου κάνω... μήνυσι επί εμπρησμώ... έτσι δεν το λένε κυρ αστυνόμε;
-Έτσι!...
-Θα σε κάψω μωρή. Θα σε κάψω όπως έκαψες εσύ τη γούνα μου...
-Εξ αμελείας, κυρ αστυνόμε. Αφού είνε εξ αμελείας... Ο δικηγόρος μου μού είπε ότι ήτανε εξ αμελείας.
-Ψέμματα! Εβρυχήθη η άλλη. Και αν θέλης κυρ αστυνόμε να μάθης την αλήθεια...
-Υπάρχει και αλήθεια;
-Βέβαια. Εμείς είμαστε πρώτα φιλενάδες και συνάδελφες...
-Συνάδελφοι; Πως;
-Είμαστε μαμήδες. Αλλά εγώ της έχω πάρη όλη την πελατεία της γειτονιάς, γιατί έχω χέρι πολύ ελαφρό...
-Ψέμματα. Θυμάσαι το παιδί της Κοντοκώσταινας που παρά τρίχα να το...
Απειλούνται αποκαλύψεις. Ο αστυνόμος βαρύνεται τρομακτικά. Κτυπά ένα κουδούνι και λέγει προς τον εμφανιζόμενον αστυφύλακα:
-Πάρε τις απ’ εδώ! Αν θέλη να υποβάλη μήνυσι η μία της άλλης κράτησε τα στοιχεία τους και κάνε τη μήνυσι. Πηγαίνετε!
Η παθούσα εξωργίσθη:
-Δεν θα πάη φυλακή;
-Όχι!...
-Γιατί την υποστηρίζετε; Μήπως σας είπε να σας φέρη καμμιά; Γιατί κάνει και τέτοιες δουλειές...
-Ού να χαθής πρόστυχη... που είμαι γυναίκα με στεφάνι τιμή και δόξα!... Τους αγαπητικούς σου να κυττάς πού... Άχ θα το πω στη γειτονιά!...
Απειλούνται νέαι αποκαλύψεις. Το κεράκι της Αναστάσεως προώρισται να διαιρέση μια συνοικία ολόκληρη!...
***
Προσάγεται ένας μαραγκός με την κατηγορίαν των «ασκόπων πυροβολισμών».
-Γιατί πυροβολούσες;
-Από ενθουσιασμό κύριε αστυνόμε.
-Τι είδους ενθουσιασμό;
-Καταλαβαίνεις... αναστήθηκε ο Χριστός μας... να μη ρίξω και μιά στον αέρα;
-Πρώτα-πρώτα γιατί οπλοφορείς;
-Είμαι ξυλουργός, κύριε αστυνόμε.
-Και οι ξυλουργοί οπλοφορούνε;
-Όχι όλοι. Αλλά καμμιά φορά μας χαλάει η ματικάπη...
-Ποια;
-Η ματικάπη. Το εργαλείο που ανοίγει τρύπες στις τάβλες... Τότε χρησιμοποιώ το ρεβόρβερον και το εκπυρσοκροτώ!...
-Τράβα μέσα για να μάθης να μη χαλάη η ... πως το είπες;
-Η ματικάπη!...
-Αυτή!...
***
Ειλικρινώς, διεσκέδασα πολύ περνώντας το Πάσχα εις τα αστυνομικά τμήματα. Βαρελότα, τρακατρούκες, άσκοποι πυροβολισμοί, κεράκια που στάζουν... τόσα πράγματα!... Και ύστερα παραπονούμεθα πως η ζωή δεν έχει ποικιλία!...».
«Αθηναϊκά Νέα», 1938, Δημ.Γιαννουκάκης