Συνέντευξις μεθ’ ενός καθίσματος του Άντρου των Νυμφών

Πάμε στον Ιλισσό και το Βατραχονήσι -την πιάτσα των καφέ-σαντάν-, για να μάθουμε τις μεγάλες αλλαγές που έφεραν στην περιοχή οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896.  

«Ώρα 2 μ.μ. ήλιος, βορριάς, σκόνη. Ο Ιλισσός δακρύων πού και πού, ενώ είς όνος κοιμάται μακαρίως επί της κοίτης του. Η ξυλίνη γέφυρα τρίζουσα υπό το βάρος των βημάτων μου, αν και δεν έχω κανένα λόγον να είμαι ούτε βαρύς, ούτε παχύς.

Το Άντρον των Νυμφών προβάλλει εις το βάθος. Η σκηνή και τα παρασκήνια του εις το βάθος έρμαια του ανέμου και της σκόνης, τα καθίσματά του σωρηδόν, διεσκορπισμένα, το καφενείον του ερείπιον, η χλόη του παχεία και ακατάστατος, τα πεύκα του καμπουριασμένα και μουρμουρίζοντα με συνεχές παράπονον.

Παραπέρα δύο μικροί έχουν δέσει ένα σχοινί από ένα κλάδον και αιωρούν εκβάλλοντες χαράς νίκης και θριάμβου, με τα υποκάμισά των και τα πανταλόνια κυμαινόμενα.

Κάμνω ένα βήμα και βγάζω συνεσταλμένος το καπέλλο μου.

-Επιτρέπετε;

-Ά! Μπά! Ελεύθερα, ορίσατε. Πώς ήταν αυτό το ευτύχημα;

Και ένα μακρύ, χωλόν και ξεβαμμένον κάθισμα προσφέρεται εν αξιοδακρύτω καταστάσει.

-Περνούσα, αγαπητόν μου, και εμβήκα. Αλλά μήπως σας ενοχλώ, σας βλέπω κάπως αδιάθετον.

-Ίσως θέλετε να πήτε βρωμερόν, σπασμένον.

-Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να πώ αυτό.

-Και τι δουλειά κάνετε;

-Είμαι δημοσιογράφος.

-Ά! Ναι απ’ εκείνους που μπαίνουν τζάμπα στα θέατρα; Τους ξέρω, ας είνε, βλέπετε αυτά έχει ο κόσμος. Ημείς εδώ μόνον το καλοκαίρι περνούμε κάπως καλά, τον χειμώνα υποφέρομεν φρικτά. Μας εγκαταλείπουν όλοι οι ποιηταί κι αυτός, ξέρετε, ο κ. Παράσχος...

-Ο κ. Παράσχος!

-Ναι, που μας έψαλε. Πως δεν γνωρίζετε τους στίχους:

Ώ! Να το Άντρον των Νυμφών, ώ! Να το μονοπάτι

Όπου εκείνη άλλοτε μαζί μου επεριπάτει.

-Ναι!... ναι!... ενθυμούμαι αμυδρώς.

-Λοιπόν όλοι μας εγκαταλείπουν. Κοιμούμεθα με τας αναμνήσεις μας. Ενίοτε τρομάζομεν με την σκιάν του Πέρβελη, ξέρετε, ή γελούμε με το όραμα του μακαρίτου Κωστάκη. Άχ! Τι λαμπραί ημέραι, τι θαυμάσιοι καιροί. Τί γέλοια, καλέ, τί γέλοια. Δεν μπορούμε να κρατήσουμε την κοιλιάν μας ακόμη.

Έπειτα αι αναμνήσεις των ιπποδρομιών, ο κ. Πρίντεζης, η ωραία εκείνη Μαρή που εδάμαζε τόσους αρειμανίους ίππους, ο αγαθός εκείνος Πιερότος, μη λησμονείτε και τον κ. Μοντενέγρον, αυτός τώρα, νομίζω, κάπου εδώ παρακάτω κάθηται γιατί ακούω τα λιοντάρια να μουγκρίζουν. Θεέ μου, ένα μούγκρισμα! Φαίνεται ότι δεν θα περνούν και πολύ καλά. Τι λέγαμε λοιπόν;

Ά! Ναι, ζούμε με τας αναμνήσεις μας. Κάποτε έρχονται και μας κάνουν συντροφιά από το Βατραχονήσι η κυρά Μαριέττα. Αξιόλογος γυναίκα αυτή η κυρά Μαριέττα κι’ έχει κάτι κοφίνια θεόρατα κι’ όλα γεμάτα. Έρχεται τρείς φορές την εβδομάδα, κάποτε και κάθε μέρα και απλώνει τα ρούχα της, κι’ αν θελήση να ζυγώση κανείς στέκει με το κοντόξυλο και του μπαίνει...

-Αλλοιώς πώς περνάτε;

-Τι εννοείτε αλλοιώς; Μα, σας είπα, είνε χειμώνας τώρα, κωμειδύλλια δεν γράφουν, κόσμος δεν έρχεται,  καμμιά κλαπαδόρα δεν αντηχεί...

-Ά! Ναι! Μά τι συμβαίνει εκεί κατά τον Παράδεισον;

-Τι συμβαίνει;

-Δεν ακούετε ήχους μουσικής, πά-δε-κάτρ, αν δεν απατώμαι...

-Πά-δε-κάτρ με τη Σαρακοστή, δεν το πιστεύω!

-Και όμως προσέξατε, σας παρακαλώ...

-Έχετε δίκαιον... Φαίνεται πως θάνε οι δούλες από το Βατραχονήσι. Ξέρετε τώρα είνε χειμώνας και η αίθουσα του Παραδείσου είνε αδειανή. Ο περιβολάρης εδώ πά δεν κάθεται ποτέ μέσα, κάθεται στη σκηνή από πίσω, την ξέρετε: εκεί που παρίστανε το περασμένο καλοκαίρι ο κ. Χρυσάφης, που εδόθη η «Φρύνη», το «Λευκόν Δράμα».

Λοιπόν σ’ αυτή τη σάλα μαζεύονται οι δούλες, παίζει μια απ’ αυτές φυσαρμόνικα και χορεύουν οι άλλες ορίστε, περάστε, θέλετε να δήτε...

-Μερσί... εξακολουθήσατε, μου κάνετε τόσην ευχαρίστησιν σείς!

-Τι να εξακολουθήσω, δεν έχω τίποτε άλλο να σας πώ, αν κουρασθήκατε...

-Αρκετά. Τώρα να σας πώ κι’ εγώ κάτι τί αρκετά σοβαρόν.

-Σοβαρόν;

-Μάλιστα! Αύριο μεθαύριο σας πετούν απ’ έδω πέρα.

-Πώς; Μας πετούν; Αυτή είνε αναισθησία! Ποιός; Τι σας κάμαμε; Δια τας πληροφορίας ίσως που σας έδωσα δια να γεμίσετε το φύλλον σας; Ά! Σεις οι δημοσιογράφοι είσθε αχάριστα όντα!

-Όπως αγαπάτε. Αλλά η αλήθεια είνε πικρά πάντοτε. Εν τούτοις πώς να σας το πώ. Αύριο μεθαύριο σας πετούν απ’ εδώ. Κάτω η σκηνή, τα καφενεία, τα πάλκα, η κυρά Μαριέττα, ξέρετε, που απλώνει τις μπουγάδες της... όλα, όλα. Ιδού τι συμβαίνει: Η επιτροπή των Ολυμπίων απεφάσισε να σας αγοράση.

-Να μας αγοράση από τώρα;. Το καλοκαίρι καλέ. Τώρα δεν έχομεν θέατρον.

-Μη με παρεξηγήτε. Θα σας αγοράση διά βίου.

-Μ’ αυτό είνε φρικτόν!

-Τι να γείνη. Εν τούτοις ακούσατε. Θα σας ενώση με το Ζάππειον και θα σας κάμη ένα μεγάλον, όμορφον κήπον με παιδάκια και παραμάνες την ημέρα, με φανάρια και ειδύλλια την νύκτα. Θα γείνετε πολύ όμορφοι όλοι εδώ, θα λείψη η σημερινή αηδία σας, μη συγκινήσθε. Σείς αίφνης θα γείνετε ένα κομψόν σιδηρούν κάθισμα. Η επιτροπή θα εργασθή, είνε φιλόκαλος και γι αυτά όλα θα εξοδεύση πολλά χρήματα...

-Πολλά χρήματα; Σαν πόσα;

-24.000 δρ.

Εις το άκουσμα αυτό το ξεβαμμένον και συντετριμμένον κάθισμα εσηκώθη επί των χωλών του ποδών και ήρχισε να ρυθμίζεται, έξαλλον από χαράν με τους αντηχούντας από την αίθουσαν του Παραδείσου ήχους του Πά-δε-κάτρ, από την γλυκύφθογγον φυσαρμόνικαν των δουλικών. Εν τω μεταξύ δε η κυρά Μαριέττα εθεάθη κατερχομένη αγριωπή εκ του λόφου του Βατραχονησίου κι εγώ το έσκασα».

«Άστυ», 1894, «Μποέμ»