Συνεντεύξεις από έναν αιώνιο Ρωμηό (μέρος 1ον)
Ο Μίλτος Λιδωρίκης δημοσίευσε το 1927 στην εφημερίδα Πολιτεία μία σειρά συνεντεύξεων με τον «αιώνιο Ρωμηό». Απολαύστε το πρώτο μέρος…
«Απεφάσισα να επιδοθώ σε κάτι που ποτέ μου δεν το σκέφθηκα σοβαρώς. Να παίρνω και να δίνω συνεντεύξεις. Τας συνεντεύξεις που θα πάρω τας αρχίζω από τον αιώνιο κομπέρ μου, τον Ρωμηόν τας φιλοσοφικάς ιδέας του οποίου σκοπόν έχω να μεταδώσω παγκοσμίως.
Τον μέγαν φιλόσοφον Ρωμηόν μου ευρήκα ξαπλωμένον.
-Μη σηκώνεσθε, του είπα πλησιάζοντας τον.
-Σκοπόν δεν τώχω, μου απήντησεν και τα σμιλευμένα άκρα του, χονδρά σαν γυμναστικές κορώνες, τεντώθηκαν κατακτητά του πέριξ χώρου.
-Φρονείτε; Ηρώτησα, ότι …
-Δεν φρονώ, διέκοψεν, περιφρονώ τους πάντας και τα πάντα. Αφήνω να λέγουν. Ζε λαίς ντίρ.
-Είσθε βλέπω πεσιμίστας.
-Και γιατί να μην είμαι; Μου απήντησεν και τα φρύδια του ηνώθησαν.
-Ήθελα να μάθω…
-Θα το μάθης, διέκοψε.
-Ποιο; Τον ηρώτησα.
-Αν ο πόλεμος είνε ανάγκη;
-Πως το εννοήσατε;
-Γελοίε. Εγώ εννοώ, εκείνο που θέλω να μην εννοείς εσύ και ο κόσμος όλος.
-Αλήθεια, αυτή τη στιγμή, εξοχώτατε Ρωμηέ, δεν εννοώ τίποτε.
Εμειδίασε ειρωνικώς, έξυσε τη μύτη του, έβγαλε μίαν οδοντογλυφίδα μελαγχροινή, εκαθάρισε τα δόντια του, την πέρασε στ’ αυτιά του, την ξανάκρυψε, πήρε το μανδήλι του τίναξε τα παπούτσια, το ξανάβαλλε στη τσέπη του, μου ζήτησε σιγαρέτο, φωτιά και δανεικό ένα εβδομηνταπεντάρι, έφτυσε, εβλαστήμησε, προσποιήθηκε το σοβαρό και μου είπε.
-Ναι! Εγώ είμαι το κράτος. Ο Ρωμηός είμαι εγώ!
-Και ο πόλεμος;
-Η τροφή του ανθρωπίνου γένους. Να μου φας το μάτι, να σου φάω το μάτι.
-Λόγου χάριν;
-Ο πόλεμος της Αστυνομίας των Πόλεων και της Χωροφυλακής. Ο πόλεμος του «Ντελίς» με το «Καπρίς». Ο πόλεμος του Ταξί και του Μονίππου, του Δήμου με το Κράτος, του τσάρλεστον και του φοξ, των εγκυκλοπαιδικών λεξικών μεταξύ των, των τρισμυρίων περιοδικών προς άλλα τόσα και πλήθος άλλων πλιατσικολόγων πολέμων.
-Θα σας ρωτήσω και κάτι άλλο. Νομίζετε ότι υπάρχει φοβερώτερον από τας πολεμικάς παρασκευάς;
-Υπάρχουν αι Παρασκευαί της Ελληνικής εβδομάδος κατά τας οποίας ο καλός και άριστος καθ’ όλα Υπουργός Επισιτισμού δεν εννοεί ν’ αφίση τον Ρωμηό να φάη. Αλλά κατ’ αυτών των μέτρων εγώ θ’ αντιτάξω όπλον ακατανίκητον δια τον μεταξύ του στομάχου και της Αγορανομίας πόλεμον.
-Το οποίον; Εξοχώτατε.
-Τον φαρσισμόν!
-Τι εστίν ούτος;
-Το συνολικόν περίβλημα των ιδεωδών αρχών.
-Πόθεν παράγεται η λέξις αυτή;
-Εκ του φάρσα και έχει συνώνυμον τον μπλοφισμόν, παραγόμενον εκ του μπλόφα.
Αίφνης ο συνομιλητής μου εσίγησε. Τα μάτια του εστράφησαν προς δυσμάς, αι χείρες του προς την ανατολήν, τα πόδια του προς βορράν και ο στόμαχός του προς νότον.
Ετρόμαξα. Σε λίγο όμως επήρα θάρρος και τον ηρώτησα.
-Τι επάθατε;
-Δεν είμαι καλά. Νομίζω πως όλα είνε δικά μου και θέλω να τ’ αρπάξω. Δυστυχώς όμως αι μηχαναί! Αχ! Αυτές ή μηχανές!
-Ποιες μηχανές;
-Του Σίγγερ καθώς και η αλωνιστικές που δεν αφίνουν τίποτε στο χωράφι μου, όπως και η ζιλέτ που θέλει να με ξυρίζει διαρκώς.
-Μπορείτε να μου πήτε τι ιδέαν έχετε περί ελευθερίας;
Μαζεύτηκε σαν ένα κουβάρι και μου απήντησεν.
-Διά το θέμα αυτό αποταθήτε εις τον κ. Πάγκαλον (σ.σ. αναφέρεται στον Θεόδωρο Πάγκαλο,1878-1952, στρατιωτικό και επίορκο κινηματία που αναδείχθηκε δικτάτορας πρωθυπουργός και πρόεδρος της Δημοκρατίας). Αυτός ριμάζοντας κάθε ελευθερία κατέληξε φυσικά να χάση και τη δική του.
-Τους καιρούς πως τους βλέπετε; Είνε καλοί σήμερον οι καιροί; Θάρθουν άλλοι καιροί και ποίοι;
-Θάρθουν κύριε, κακοί και ψυχροί. Διότι οι καιροί κατά τον φαρσισμόν είνε λαμπροί και άξιοι όταν κανείς ξέρει τι θέλει και τι χρειάζεται σ’ αυτούς. Άμα συμβαίνει το εναντίον, πάμε χαμένοι.
-Περί γυναικός τι ιδέαν έχετε;
-Σε παρακαλώ, μη με μπλέκεις με γυναίκες.
-Σας ικετεύω. Το ωραίον φύλον ποθεί να μάθη την γνώμην του Ρωμηού περί αυτού.
-Εν τοιαύτη περιπτώσει πέρασε αύριο.
Υπεκλίθην και ανεχώρησα»
Στο επόμενον: Αι γυναίκες, η γρίππη και η φτώχεια κακά τρία
«Πολιτεία», 1927, υπογράφει ο Μίλτος Λιδωρίκης