Τι εστοίχισε η Πρωτοχρονιά του 1929
Ένας εύθυμος και ολίγον… οικονομικός απολογισμός
Ένας ασυνήθιστος απολογισμός μιας Πρωτοχρονιάς στην Παλιά Αθήνα, που αποκαλύπτει πού πήγαιναν τα λεφτά των προγόνων μας.
«Το 1929 λοιπόν επέρασε και αυτό με τη σειρά του εις την αιωνιότητα. Το βράδυ της παρελθούσης Τρίτης όταν το ωρολόγιον εσήμανε την δωδεκάτην, οι συμπολίται παντός φύλου και πάσης ηλικίας συγκεντρωμένοι γύρω από την στρογγύλην τράπεζα προέπεμψαν τον σεβαστόν πρεσβύτην εις την τελευταίαν του κατοικίαν εις το παρελθόν με όλας τας επιβαλλομένας τιμάς.
Ας επιχειρήσωμε τώρα και τον απολογισμόν της τελευταίας ημέρας του 1929 η οποία όπως κάθε χρόνον υπήρξε και εφέτος δια το Πανελλήνιον πλουσία εις συνταρακτικά γεγονότα, συγκινήσεις εξαιρετικάς και συμπεράσματα διδακτικώτατα …
Από της προτεραίας ακόμη της παραμονής το λεπίδι του μακελάρη εδούλευεν υπεράνθρωπα και ακατάπαυστα. Αρνάκια του γάλακτος εσφάγησαν ανηλεώς αλλά και κριάρια Σέρβικα και γαλοπούλες τρυφερές.
Μελομακάρουνα, κουραμπιέδες, βασιλόπητες παρεσκευάσθησαν και κατεβροχθίσθησαν, αντιστάσεως μη ούσης εν μία νυκτί και μόνη, ενώ η σαμπάνια τα λικέρ αλλά και η ρετσίνα και το λαϊκώτατον κοκκινέλι έρρευσαν εις ποταμούς και χειμάρρους όταν μέσα εις την παγεράν σιγήν της αποφράδος εκείνης νυκτός της παρελθούσης Τρίτης προς την Τετάρτην ηκούσθη ο δωδέκατος κτύπος του εκκρεμούς που εσήμαινεν αργά και επιβλητικά το μοιραίον τέλος του 1929.
Και όλοι μας τότε ερρίφθημεν απαρηγόρητοι εις το πόκερ, εις την πόκαν, τον μπακαράν.
Εάν λοιπόν υπολογίσωμεν τον πληθυσμόν της πρωτευούσης και του Πειραιώς μετά των προαστείων των εις 750 χιλιάδας ψυχάς και 150 χιλιάδας οικογενείας θα συναγάγωμεν κατά τεκμήριον τους ακολούθους αριθμούς όσον αφορά τον απολογισμόν του Νέου Έτους εις αίμα και εις χρήμα.
Ας αρχίσωμεν από τα τρόφιμα:
Αι 150 χιλιάδες οικογένειαι κατηνάλωσαν την παραμονήν και ανήμερα το Νέον έτος τουλάχιστον 150 χιλιάδες κουραμπιέδες και άλλες τόσες μελομακάρουνα τα καθιερωμένα και πατροπαράδοτα γλυκίσματα της πρωτοχρονιάς που δεν λείπουν ούτε και από το τελευταίο πτωχόσπιτο.
Διετέθησαν δηλαδή διά 150 χιλιάδες οκάδες κουραμπιέδες προς 60 δραχμάς κατά μέσον όρον κατ’ οκάν, 9 εκατομμύρια δραχμαί και δια μελομακάρουνα προς 40 δραχμάς κατ’ οκάν άλλα 6 εκατομμύρια. Εάν εις αυτά προσθέσωμεν και 4 ακόμη εκατομμύρια δι’ απρόβλεπτα… γλυκίσματα έχομεν ένα συνολικόν ποσόν 25 εκατομμυρίων που διετέθησαν διά λιχουδιές και μόνον την παραμονήν του σωτηρίου έτους 1930.
Αι τριακόσιαι χιλιάδες οκάδες κουραμπιέδες και μελομακάρουνα μας κάνουν 375 τόννους με τους οποίους θα μπορούσαμε να φορτώσουμε μίαν εμπορικήν αμαξοστοιχίαν του Λαρισσαϊκού με 25 φορτηγά βαγόνια.
Όσον αφορά τα τρόφιμα, εάν υποθέσωμεν ότι κάθε οικογένεια διέθεσε διά το έκτακτον τραπέζι της Πρωτοχρονιάς κατά μέσον όρον 300 δραχμάς φθάνομεν εις το συμπέρασμα ότι δια το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι διετέθη υουλάχιστον το ποσόν των 45 εκατομμυρίων. Εάν δε υπολογίσωμεν ότι κάθε σπίτι διέθεσε κατά μέσον όρον και πάλιν το ολιγώτερον 200 δραχμάς εις την αγοράν των απαραιτήτων μποναμάδων ευρίσκομεν ότι το κονδύλιον των πρωτοχρονιάτικων δώρων προσεγγίζει τον αριθμόν των 30 εκατομμυρίων δραχμών.
Συνοψίζοντες έχομεν διατεθέντα εις γλυκίσματα 25 εκατομμύρια, εις τρόφιμα εν γένει 45 εκατομμύρια, εις δώρα 30 εκατομμύρια, φθάνομεν αισίως με άλλους λόγους εις το στρογγυλόν αριθμόν των 100 εκατομμυρίων, χωρίς εννοείται να τελειώνη εδώ ο οικονομικός απολογισμός της παραμονής του Νέου Έτους.
Διότι είνε και το χρυσίον που εκύλησεν υπό μορφήν πολυχρώμων κοκκαλίνων μάρκων «για το καλό του χρόνου» εις την πράσινη τσόχα των δημοσίων και ιδιωτικών χαρτοπαικτικών συγκεντρώσεων της παραμονής… Τα πακέτα των κολλαριστών χαρτονομισμάτων που μετήλλαξαν κυριότητα από μιάς στιγμής εις την άλλην με την απρόοπτον παρέμβασιν ενός «φλός ιμπεριάλ» ή ενός γερού πόντου εις την μπάγκαν του μπακαρά ή του σεμέν ντε φερ…
Βεβαίως ούτε όλοι οι συμπολίται διέθεσαν χιλιόδραχμα για να δοκιμάσουν την τύχην τους ούτε ίσως και όλοι έπαιξαν. Υπήρχαν σπίτια εις τα οποία ο «τζίρος» περιεστράφη γύρω από μερικάς δεκάδας νικελίνων κερμάτων της μιάς και των δύο δραχμών. Αλλά υπήρξαν και συγκεντρώσεις κατά τας οποίας τα χιλιόδραχμα εστροβιλλίζοντο και εσαρώνοντο από το φτυαράκι της μπάνκας όπως ο χαρτοπόλεμος την τελευταία Κυριακή της Αποκρηάς.
Εάν λοιπόν υπολογίσωμεν κατά μέσον όρον διακοσίας δραχμάς «τζίρου» για κάθε σπίτι, αριθμόν δηλαδή κάθε άλλο παρά υπερβολικόν, καταλήγωμεν εις το συμπέρασμα ότι το βράδυ της παραμονής περιήλθον από θυλακίου εις θυλάκιον δια να κατασταλλάξουν τελικώς περί τας πρωϊνάς ώρας της Τετάρτης εις τα πορτοφόλια των ευνοουμένων της Τύχης το ολιγώτερον 20 εκατομμύρια δραχμών.
Τώρα εάν εις όλα αυτά προσθέσωμεν και άλλα 20 εκατομμύρια δι’ ένα σωρό έκτακτα έξοδα, μεταφορικά, καπνόν, άλλας μικροδαπάνας που δεν είνε εύκολον να καθορισθούν, πολύ δε ολιγώτερον να υπολογισθούν φθάνομεν εις το τελικόν αποτέλεσμα ότι εις τας Αθήνας και τον Πειραιά την παραμονήν του Νέου έτους εκυκλοφόρησαν τουλάχιστον 150 εκατομμύρια δραχμών, ποσόν ιλιγγιώδες σχετικώς με την πολυθρύλητον στενότητα του χρήματος, δια την οποίαν τόσα έχουν λεχθή και γραφή τον τελευταίον καιρόν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ανωτέρω ποσόν θα ήτο κατά πολύ μεγαλείτερον εάν επεδεικνύετο περισσοτέρα γενναιοδωρία εκ μέρους των κυρίων εκείνων που κρατούν εις τας χείρας των τας τύχας και την ζωήν των ατόμων και των λαών. Εάν δηλαδή οι εργοδόται επεδείκνυο έναντι των εργατών και των υπαλλήλων των μεγαλειτέραν γαλαντομίαν εις το ζήτημα του επιδόματος των εορτών, το οποίον άλλως τε οι ίδιοι επρόκειτο να απορροφήσουν δυνάμει των νόμων που διέπουν την κυκλοφορίαν του ρευστού χρήματος».
«Ημερήσιος Τύπος», 1930. Ν. Ταβ.