Εκείνοι που επιστρέφουν από τις θερινές διακοπές...
«Πληθύνονται οι επανακάμπτοντες. Είνε οι ευτυχείς θνητοί, όπως συνηθίζομεν να τους λέγωμεν, οι οποίοι επέρασαν το καλοκαιράκι των μακράν των Αθηνών, εις ταξείδια, εις λουτρά, εις βουνά, εις ακτάς, εις νήσους, εις δάση. Είνε ευχρωμοι, ευδιάθετοι, ευκίνητοι, πρόθυμοι διά κουβεντολόγι, δι’ αφηγήσεις πως επέρασαν ζωήν χαρισάμενην. Και όταν δεν φλυαρούν ως γαλιάντραι δια τα αγαθά του θέρους εις την εξοχήν, λέγουν τα μάτια των, τα μάγουλά των, αι κινήσεις των: «Σας βλέπομεν σαν μυίγες σας τους άλλους, οι οποίοι δεν το εκουνήσατε από την βρωμόπολιν!».
Αλλά μεγαλοπρεπέστεροι είνε οι εξ Ευρώπης επανελθόντες. Αυτοί πλέον μας βλέπουν ως σκνίπες. Αλλοίμονόν μας δε όταν αρχίζουν τας αφηγήσεις των περί των θαυμασιοτήτων, τας οποίας είδον. Και μας ελεεινολογούν:
«Πφ! Ζωή είνε και αυτή που ζήτε σεις εδώ! Πρέπει να ζήσετε εις την Ευρώπην να δήτε τι θα πή ζωή!».
Ετόλμησε βέβαια να ερωτήση κάποιος ένα των φλύαρων τούτων:
«Και τώρα πως θα ζήσετε του λόγου σας μαζί μας αυτήν την αθλίαν μας ζωήν εδώ;»
-«Με τας αναμνήσεις μου» απήντησε μεγαλοπρεπώς. «Κλείνω διαρκώς τα μάτια μου όταν βλέπω τας αηδίας εδώ και πηγαίνει αμέσως ο νούς μου εις την πλατείαν της Ομονοίας των Παρισίων. Έ, ρέ, μεγαλείον! Και εκείνα τα βουλεβάρτα! Μονάχα να βλέπη κανείς γύρω του ευφραίνεται η ψυχή του. Μάλιστα τα βουλεβάρτα, κύριοι, τα βουλεβάρτα. Απορώ πως είνε δυνατόν να ζήση άνθρωπος αλλού και μάλιστα εδώ στην κακομοιριά μας, όταν είδε τα παρισινά βουλεβάρτα. Άχ! Τα βουλεβάρτα!»
Τέλος τον επωνόμασαν «βουλεβάρτον» και εξηφανίσθη. Φεύ! Όχι εις τα βουλεβάρτα. Εις την συνοικίαν του, η οποία έμεινε και αυτή ήσυχος, διότι έφθασε το παρατσούκλι του μέχρις εκείνης. Δεν τολμά να ξεμυτίση και του φωνάζουν: ‘Καλώς τον βουλεβάρτον!».
Παρόμοια παθαίνουν και οι χωρικοί εκείνοι, οι οποίοι επιστρέφοντες από τας Αθήνας εις το χωρίον των αφηγούνται εις τους συμπατριώτας των τα θαυμάσια των Αθηνών. Εις κάποιαν επαρχιακήν πόλιν συνήντησα άνθρωπον τον οποίον έλεγαν «ο Ζάππειος». Εγλύτωσαν οι συμπολίται του από τας βασανιστικάς φλυαρίας του περί των Αθηνών και ιδίως περί της μεγαλοπρεπείας του Ζαππείου βαπτίσαντές τον «Ζάππειον». Έκτοτε έγινε κυνηγός.
Και εις ένα χωρίον της Αττικής κάποιος Κόλιας μετεβαπτίσθη εις Μπονζούρ και του απέμεινε πλέον το παρατσούκλι ως όνομα, διότι όταν επανήλθε εις το χωρίον του ύστερα από μακράν απουσίαν συνήθιζε και εκαλημέριζε τους συγχωρικούς του γαλλιστί: «Μπον ζουρ, κουμπάροι!». Μπον ζουρ μίαν φοράν, μπον ζουρ δύο, δέκα, είκοσι, του εκόλλησαν το επίθετον: «Καλώς τον Μπονζούρη τον κουμπάρο».
Εις την ιδίαν αφορμήν οφείλεται και το επίθετον Μπρούκληδες, το τόσον πολύ διαδιδομένον πλέον εις την Πελοπόννησον. Μερικοί, οι οποίοι είχαν πάη εις την Αμερικήν, «κουνημένοι» όπως λέγουν τους εξωκεανιζομένους, διότι εκουνήθησαν εις τον ωκεανόν, όταν εγύρισαν εις την πατρίδα των, αφηγούντο διαρκώς τα θαυμάσια, τα έκτακτα της Αμερικής και ιδιαιτέρως επανελάμβανον κάθε τόσον:
-Και που να δήτε την γέφυραν του Μπρούκλιν! Έ ρε γέφυρα! Δεν υπάρχει άλλη γέφυρα εις τον κόσμον σαν αυτήν του Μπρούκλιν. Έ, μωρέ γέφυρα μία φορά η του Μπρούκλιν! Μπρούκλιν και πάλιν Μπρούκλιν!
Τους ωνόμασαν λοιπόν Μπρούκληδες και ησύχασαν!».
«Ημερήσιος Τύπος», 1929