Συνέντευξη με τον Σπύρο Μελά

Πώς έβλεπε την Αθήνα του 1926 ένας ξενιτεμένος Αθηναίος…

Ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς έδωσε συνέντευξη στο Κυριακάτικο Ελεύθερο Βήμα, την εποχή που ζούσε στο Παρίσι. Οι παρατηρήσεις του για την Αθήνα του 1926 και τους κατοίκους της έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

«Νοσταλγός, Αθηναίος έως το κόκκαλο, ο θεατρικός συγγραφεύς κ. Σπ. Μελάς επωφελήθη μιας δημοσιογραφικής ευκαιρίας για να περάση λίγες μέρες στην Αθήνα, ύστερα από απουσίαν δύο σχεδόν ετών στο Παρίσι. Ο Μελάς ήλθεν, είδε και απήλθεν, σαν σε όνειρο –γιατί τώρα πια έχει ξαναφύγη πάλι και είνε ήδη τρυπωμένος στη φωλίτσα του της Μοντμάρτρης, από την οποίαν δεν σκέπτεται, καθώς μας έλεγε, να το κουνήση για πολύν καιρό.

Τον συνελάβαμεν σε μίαν στιγμήν εξαιρετικού κεφιού, και τον εβάλαμε κάτω να μας εκθέση τας εντυπώσεις του περί Αθηνών και Αθηναίων, όπως μας είδε τώρα στη βιαστική του επίσκεψη. Και ο Μελάς μας έδωσε πράγματι μια χιουμοριστικωτάτη συνομιλία, ανθισμένη με όλο το σπινθιροβόλο χιούμορ του. Ειρωνικός, πειραχτικός, ωραίος, αρνητής πάντα, ευρήκε τόσα και τόσα χαριτωμένα πράγματα να μας πή.

Την συνέντευξίν του παραδίδομεν επι λέξει χάριν του αναγνωστικού κοινού της «Κυριακής».

Προτιμότερον από το να μας πή ο κ. Σπύρος Μελάς τι είδε στο Παρίσι ήτο βέβαια να μας εκθέση τας εντυπώσεις του από την Αθήνα, που ξαναείδε έπειτα από τόσον καιρό.

Και η πρώτη ερώτησις που του αποτείναμεν ήτον αυτή:

-Πως βρήκατε την Αθήνα, κύριε Μελά; Νομίζετε ότι προώδευσε πολύ κατά το διάστημα που ελείπατε;

-Ξαναείδα, μας απήντησε, με μεγάλη χαρά την Αθήνα και λυπούμαι ότι φεύγω τόσο γρήγορα. Περιττό να σας πώ πως παίρνω μαζύ μου φεύγοντας, κλεισμένο στην καρδιά μου, το θείο φως της Αττικής. Ξαναείδα με λαχτάρα –εκυκλοφόρησα περισσότερο τη νύχτα- αυτές τις μικρές φλόγες που χορεύουν στο διάστημα τα άστρα της νύχτας μας. Το φως δυστυχώς στους δρόμους είνε τόσο λίγο, ώστε δεν μπόρεσα να διακρίνω καθαρά τας μεγάλας προόδους που έκαμεν η πόλις κατά το διάστημα της απουσίας μου. Εν τούτοις και στραβός θα τις διέκρινε. Θα προσπαθήσω να σας τις απαριθμήσω.

»Είνε μια πρώτης τάξεως πρόοδος, που δεν υπάρχει σε καμμιά πόλη της γης, αυτή η αφάνταστος ποικιλία χρωμάτων και σχημάτων που έχουν τα μέσα της συγκοινωνίας. Εκεί βλέπει κανείς τον ατομισμόν και την δαιμονίαν πρωτοβουλίαν του Έλληνος. Κανενός το όχημα δεν ομοιάζει με του διπλανού του εις τίποτε. Μόνον εις ένα σημείον συναντώνται: εις την έλλειψιν ανέσεως. Αλλ’ αυτό δεν είνε τίποτε, δεδομένου, ότι εμείς οι Έλληνες ευχαρίστως καθόμαστε ο ένας απάνω εις τον άλλον ακόμη και όταν δεν είμεθα μέσα σ’ ένα λεωφορείο. Επίσης μου αρέσει υπερβολικά και αυτή η ιδέα να έχουν το καθένα το όνομά του. Έτσι μπορεί να θέτη κανείς εύκολα τας ιδέας του, τας προτιμήσεις του, τα αισθήματά του στην μεγάλην κυκλοφορίαν.

»Η πρόοδος των κυριών είνε ακόμη μεγαλυτέρα από την πρόοδον των λεωφορείων. Σας βεβαιώ ότι έχουν ξεπεράση τις παρισινές τουλάχιστον κατά είκοσι εκατοστά γυμνού ποδός. Και πολλές φορές μου ήλθε να επαναλάβω το ατείο του Σασά Γκιτρύ, ο οποίος ηρώτησε στο μετρό μια δεσποινίδα με τη φούστα έως το μέσον του μηρού αν δεν την στενοχωρή που αυτός φορεί ακόμη το παντελόνι του. Παντού σήμερα αι γυναίκες δεν απευθύνονται πλέον εις το αίσθημα, αλλά εις τας αισθήσεις των ανδρών.

»Τα ζαχαροπλαστεία και τα κέντρα ενθυμίζουν μπαίν-μίξτ. Θα είχατε μεγάλο άδικο να με περάσετε για ηθικολόγο. Είμαι απλώς ένας φιλάνθρωπος. Εθαύμασα επίσης την μεγάλης διάδοσιν της κομψότητος εις το ανδρικόν φύλον. Στο Παρίσι δεν υπάρχουν τόσοι δανδήδες.

-Στο θέατρο μας παρατηρείτε καμμίαν μεταβολή στο καλύτερο ή στο χειρότερο;

-Μεγίστη πρόοδος στο χειρότερο είνε η αποχώρησις και των δύο πρωταγωνιστριών από την σκηνήν. Η Κυβέλη και η Μαρίκα εφρόντιζαν τουλάχιστον να σχηματίζουν ένα ανεκτόν βάθρον επι του οποίου επεδείκνυον κάθε βραδιά το καλλιτεχνικό των ανάστημα. Αλλά μαζύ με την αποχώρησίν των, εθεωρήθη και αυτό εντελώς περιττόν. Έτσι αι παραστάσεις γίνονται άνευ πρωταγωνιστριών, άνευ συνόλου, άνευ σκηνογραφιών, άνευ σκηνοθετών και άνευ κοινού, πράγμα που ευρίσκω πολύ φυσικόν.

» Η κρίσις του θεάτρου  πρέπει να αναζητηθή, νομίζω, εις την απουσίαν και της ελαχίστης προσπαθείας. Και είνε προς τιμήν των Αθηναίων ότι δεν πηγαίνουν στα θέατρα, διότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτε που ν’ αξίζη να παρακολουθήσουν. Προτιμούν τα ντάσινγκ. Εκεί τουλάχιστον οι Αθηναίοι έχουν την ευκαιρίαν θετικωτέρων απολαύσεων. Και όταν ακόμη δεν συντρικυμίζουν τα μέλη των με τα ημίγυμνα τοιαύτα κυριών και δεσποινίδων πολύ καθώς πρέπει εις ένα τσάρλεστον –το οποίον δεν είδα να χορεύεται κατ’ αυτόν τον εξωφρενικόν τρόπον παρά μόνον κατά τας μεταμεσονυκτίους ώρας μερικών ειδικών  καμπαρέ- έχουν την ευκαιρίαν να βλέπουν περιφερείας λίαν ευτραφείς να τρέμουν ως πύργοι τζελατίνας επί ορχουμένου δίσκου.

»Το μόνο που βρίσκω άτοπον είνε ότι οι επιχειρηματίαι των θεάτρων, που παραπονούνται δια την κρίσιν, δεν σπεύδουν να οργανώσουν τοιούτους χορούς με ακριβό εισιτήριο, που αξίζει τον κόπο να ταξειδέψη κανεις δια να έλθη να τους χαρή.

»Πρέπει να ομολογήσω ότι από όλας αυτάς τας απολαύσεις προτιμώ την πατροπαράδοτον του Αθηναίου –και ευτυχώς υπάρχουν άπειροι που επιμένουν σ’ αυτήν- του παρά την ακτήν τσιμπουσίου. Το φαγοπότι παρά την ακτήν του Φαλήρου είνε ακόμη, κατά την κρίσιν μου, η μόνη διασκέδασις του Αθηναίου. Μόνον που και εις αυτό το σημείον επροοδεύσαμεν  πολύ με την εισαγωγήν ψαριών από την Ρωσσίαν.

»Πολύ με εξέπληξεν η πρόοδος αυτή, σας ομολογώ, ένα βράδυ στου Κρητικού, όπου μας προσεφέρθησαν ψάρια της Οδησσού, εννοείται φρεσκότατα. Κάποιος φίλος μου την επομένην υπέφερε από γαστρικάς διαταράξεις σοβαράς. Αλλά κατά κοινήν εκτίμησιν απεδόθησαν εις την… ντομάτα. Αι αθροίσεις των ρεστωράν προώδευσαν και αυταί επίσης τόσον πολύ, ώστε τα μέσα βαλάντια να μην αντέχουν.

»Με συγχωρείτε πάρα πολύ διότι αυτά τα σημεία που έθιξα στη συνομιλία μας είνε πολύ πεζά. Θα ήθελα να σας μιλήσω και για την πνευματικήν κίνησιν του τόπου. Αλλά ποία είνε; Δεν βλέπω τίποτε…».

«Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος», 1926, Φ. Γιοφύλλης