Η σιλουέτα της Αθηναίας βελτιώθηκε; Τι λένε οι ειδικοί…
Είμαστε στο 1938 και οι ρεπόρτερ του «Έθνους» έχουν πάρει τους δρόμους, ρωτώντας ειδικούς και μη για τη σιλουέτα της Αθηναίας. Μ’αυτά και μ’αυτά, ανέβαιναν οι κυκλοφορίες των εφημερίδων. Πάρτε γεύση:
«Η ανδρική αισθητική ικανοποιείται σήμερα απολύτως από το αποτέλεσμα της θηλυκής ιερουργίας μπροστά στον καθρέπτη. Οι διατάξεις της μόδας, οι απαιτήσεις της γυναίκας και η γκρίνια του πληρώνοντος συζύγου ή φίλου έχουν βρεθή σε μια γραμμή εκπλησσούσης συμφωνίας.
Αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε. Ξέρετε πχ πως ήθελε την γυναίκα ένας ρωμαντικός ποιητής των προ πεντηκονταετίας Αθηνών;
Ωχράν την θέλω και λευκήν
Ως νεκρικήν σινδόνα
Με είκοσι φθινόπωρα
Και Άνοιξιν καμμίαν
Μ’ ολίγον σώμα –άνεμον σχεδόν- ολίγην κόνιν
Εάν ενεφανίζετο σήμερα στους αθηναϊκούς δρόμους μια τέτοια σιλουέττα οι μόνοι τους οποίους θα κατάφερνε να την προσέξουν θα ήσαν τα μέλη της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών.
Αλλά ποιοι είνε οι λόγοι της βελτιώσεως αυτής; Για ν’ απαντήση κανείς με ακρίβεια πρέπει να έχη την αισθητική καλλιέργεια ενός γλύπτου ή την διεισδυτική πείρα ενός γηραιού συγγραφέως ή το αυστηρό γούστο του κυρίου που εγέρασε στην κοσμικότητα ή τέλος τον επαγγελματικό προσανατολισμό μιάς καλλιτέχνιδος ράπτριας.
Κι’ επειδή δεν διαθέτομε συγκεντρωμένες όλες αυτές τιε ιδιότητες θα κάνωμε κάτι ανάλογο με τον παληό δεσπότη στον οποίον οι κανονισμοί ώριζαν να πάρη υπηρέτρια «τιμίαν, εργατικήν και ευπαρουσίαστον, ηλικίας 60 ετών» Ο σοφός κληρικός πήρε τρεις, μίαν τίμιαν, μίαν εργατικήν και μίαν ευπαρουσίαστον. Εφρόντισε μάλιστα να είνε ηλικίας 20 ετών καθεμία, ώστε να ικανοποιήται και ο αριθμός 60!
Κάθε μία λοιπόν ιδιότητα θα την ζητήσουμε σ’ έναν ειδικό. Είνε αλήθεια πως δεν καταλήγουν όλοι σε ίδιες διαπιστώσεις. Αλλά και δεν είνε δύσκολο μες απ’ τις διασταυρούμενες γνώμες να βρή κανείς την σωστή για το αν πραγματικά εμφανίζεται ή όχι βελτιωμένη και καλαισθητικώτερη η σιλουέττα της σημερινής Αθηναίας.
Ο καθηγητής της Σχολής Καλών τεχνών γλύπτης κ. Μιχ. Τόμπρος βρίσκει αναμφισβητήτως εύστοχη την προσαρμογή της Αθηναίας στις γραμμές που της ταιριάζουν.
-Οι απαλές γραμμές του περιβάλλοντος, μας είπε, από την αρχαίαν εποχή, διεμόρφωσαν ανάλογα την αισθητική αντίληψι του Έλληνος. Την αντίληψί του αυτή μετέφερε και στην τέχνη και την έλαβε ασφαλώς υπ’ όψιν του όταν εκύτταζε τη γυναίκα και σαν φυσιολογικό οργανισμό. Η Ευρώπη αργότερα παιδεύτηκε πολύ ώσπου να βρή την ανάλογη καλαισθητική μορφή. Η μόδα του 1900 περίπου ήταν σχεδόν γελοία (φούστες, κορσέδες, καπέλλα). Και έγινε καλή όταν άρχισε να αντλή τα φώτα της από την κομψότητα των αρχαίων αγαλμάτων και σχεδίων.
»Στο δικό μας κλίμα λοιπόν ήταν επόμενο η σημερινή Ελληνίς να προσαρμόζη πολύ καλλίτερα κι’ από μία Ευρωπαία τη σύγχρονη καλαισθησία της μόδας η οποία απορρέει από την παράδοσι της αρμονίας και της καλής τεχνικής των αρχαίων.
»Άρα η Ελληνίς από την κληρονομιά που πολύ-λίγο κλείνει μέσα της, στο ίδιο αμετάβλητο περιβάλλον, βρίσκει ωραία ατμόσφαιρα να πλαισιώνεται.
-Εκτός από την μόδα και την κληρονομικότητα προσωπικό γούστο δεν υπάρχει;
-Βεβαίως και υπάρχει! Και το λέμε αυτό γιατί τα πρώτα χρόνια του ελευθέρου μας βίου η μάζα δεν είχεν αποκτήση αυτό που λέγεται γενική μόρφωσι και καλαισθησία. Ο 20ς αιώνας όμως βρήκε και τον Έλληνα και την Ελληνίδα προετοιμασμένους όχι μόνον για μιμήσεις αλλά και για αισθητικές προαγωγές από προσωπικό γούστο. Τώρα μάθαμε τι είνε σχέδιο, τι μορφή, συγκερασμός αρμονίας χρωμάτων και σχημάτων. Και η Ελληνίδα προπαντός έμαθε όλα αυτά τα στοιχεία να τα χρησιμοποιή κατά τρόπον όχι ευρωπαϊκόν αλλά ομολογουμένως μεσογειακόν. Πράγμα που της προσδίδει περισσότερη χάρη.
Ο συγγραφεύς κ. Δαραλέξης έχει φυσικά άλλας αντιλήψεις:
-Εγώ σ’ όλα αυτά που λέτε βρίσκω μόνον μίαν τάσιν. Να δημιουργηθή και τρίτον γένος, ουδέτερον που είνε πολύ διαφορετικόν και εις τους τρόπους και εις τα αισθήματα. Ένα γένος που τείνει να αγοροποιηθή χωρίς και να το κατορθώνη.
-Και πως βρίσκετε το θήλυ του τρίτου αυτού γένους;
-Ίσως να είνε κομψόν αλλά δεν έχει χάρι.
-Υπάρχει διαφορά μεταξύ κομψότητος και χάριτος;
-Ασφαλώς. Η κομψότης είνε κάτι ακίνητο. Ενώ η χάρις εκδηλώνεται και σε μια κουβεντούλα και σε μια απλή κίνησι. Οι σημερινές Αθηναίες εκτός από τη χάρι δεν έχουν ακόμα και γούστο. Ενώ αντιθέτως έχουν ένα απαίσιο προσόν: δεν φοφούνται την ασχημίαν. Γι’ αυτό και αναγκαζόμεθα να τις υφιστάμεθα ως πλαδαρά σχήματα εκτεθειμένα στις πλαζ.
-Επομένως εσείς προτιμάτε την παληά σιλουέττα της Αθηναίας παρά τη σημερινή;
-Βεβαίως.
Η μοδίστρα δνις Μάσικα Κωνσταντίνου δεν έχει την ίδια γνώμη.
-Η σιλουέττα της σημερινής Αθηναίας έχει φτάση εις ένα σημείο εμφανίσεως απόλυτα ικανοποιητικό. Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνη επειδή η μόδα της εποχής τυχαίνει να της ταιριάζη καλλίτερα. Το προσωπικό της γούστο φαίνεται να παίζη περισσότερο ρόλο. Για να εμφανισθή κάπου η σύγχρονη Αθηναία με αξιώσεις να την προσέξουν και να τη θαυμάσουν, έχει ζητήση τη συνεργασία της μοδίστρας, της καπελλούς, της κομμωτρίας της, του διδασκάλου γυμναστικής αν έχη, και δεν ξέρω πόσων άλλων. Αλλά τις γνώμες όλων αυτών δεν τις αποδέχεται αβασανίστως.
»Η ίδια έχει διαπιστώση τις γραμμές που της πηγαίνουν, τα χρώματα που της προσθέτουν χάρι, τη σιλουέττα προς την οποίαν πρέπει να τείνη. Και προσπαθεί πάντα, έστω και τροποποιώντας τη μόδα, να καταφέρη ένα σύνολο περισσότερο προσωπικό και γι’ αυτό περισσότερο χαριτωμένο.
»Ρωτήστε και μας τι τραβάμε. Κάθε πέντε λεπτά εννοεί να εφαρμόση μια δική της έμπνευσι. Ώσπου να τελειώση ένα φόρεμα γίνονται συμβούλια και διαβούλια. Κι’ ίσως γι’ αυτό της πηγαίνει και καλά.
Συναντούμε και τον γνωστό στους κοσμικούς κύκλους κ. Ν. Λάσκαρη.
-Βρίσκετε πως η σιλουέττα της σύγχρονης Αθηναίας εβελτιώθη;
-Δεν βρίσκω τίποτε.
-Γιατί;
-Η γυναίκα μου μού απηγόρευσε από δεκαετίας να βλέπω άλλη σιλουέττα εκτός απ’ τη δική της.
-Και πριν δέκα χρόνια πως ευρίσκατε τις σιλουέττες;
-Λαμπρές. Θαυμάσιες.
-Τώρα;
-Μα δεν σας είπα; Η γυναίκα μου μού απηγόρευσε να βλέπω άλλες σιλουέττες εκτός από τη δική της…».