Εορταστικοί διάλογοι: Πρωτοχρονιάτικες υποχρεώσεις
«Η Κυρία. -Κ’ εγώ νομίζω πως πρέπει να τους στείλουμε κάποιο δώρο μεθαύριο την πρωτοχρονιά.
Ο Κύριος. –Τι να κάμωμεν. Είναι υποχρέωσις.
Η Κυρία. –Βέβαια. Αφού μας εφιλοξένησαν τρείς φορές στην Κηφισιά το καλοκαίρι.
Ο Κύριος. –Φυσικά. Εφάγαμε τρείς φορές στο σπίτι τους. Κάτι πρέπει να ξοδέψουμε και ’μείς τώρα, να μη μας πάρουν για χωριάτες.
Η Κυρία. –Σαν τι όμως;
Ο Κύριος. –Χμμ! Ξέρω κ’ εγώ;
Η Κυρία. –Κάτι που να φαντάζη, να κάμη εντύπωση. Εγώ λέω ένα βραχιόλι για την κυρία.
Ο Κύριος. –Δηλαδή υπόθεσις τριακοσίων δραχμών. Χμμ! Σαν πολύ της είναι.
Ο Κύριος. –Τι να γίνη; Αφού εγευματίσαμε τρείς φορές στο σπίτι τους…
Ο Κύριος. –Και να ήσαν τουλάχιστον γεύματα της προκοπής χαλάλι τους.
Η Κυρία. –Πφφφ! Μα τη λογαριάζεις κι’ αυτή για νοικοκυρά; Μάτι να μην την πιάση.
Ο Κύριος. –Εκείνο μάλιστα το τελευταίο γεύμα με το λασπωμένο πιλάφι και το τσικνισμένο ψητό, το θυμάμαι και μούρχεται αναγούλα.
Η Κυρία. –Καλά λες. Κ’ εμένα το ίδιο… τι αηδία!
Ο Κύριος. –Λοιπόν;
Η Κυρία. –Κάτι φθηνότερο. Ένα δαχτυλίδι.
Ο Κύριος. –Πάλι τους ακριβοπληρώνομε τα τρία γεύματα. Κάτι τι καλέ που να μη κοστίζη και πολύ.
Η Κυρία. –Άααα! Το ηύρα! Μια ομπρέλλα.
Ο Κύριος. –Καλά λες. Θυμάμαι στο τελευταίο της γεύμα…
Η Κυρία. –Πφφφ! Μην μου το θυμίζης. Μας είχαν ταΐσει όλο χορταρικά σαν νάμαστε κατσίκες.
Ο Κύριος. –Όχι, είχαν και κρέας, μα ήταν σαν παληοτσάρουχα. Θυμάμαι πού άρχισε να ψιχαλίζη και δεν είχαν μια ομπρέλλα να μας δώσουν.
Η Κυρία. –Αλήθεια! Και μου χάλασε το φόρεμα η βροχή.
Ο Κύριος. –Κ’ εμένα το ψαθάκι μου.
Η Κυρία. –Και για το ευχαριστώ να ξοδέψουμε τώρα 50 δραχμές να της πάρωμε, λέει, ομπρέλλα της κυρίας! Μάτια μου. Ας της λείπη καλέ! Κάτι φθηνότερο.
Ο Κύριος. –Τότε να της πάρουμε κανένα χρυσοδεμένο βιβλίο.
Η Κυρία. –Χα, χα, χα! Ας γελάσω! Μπά σε καλό σου! Και πού καταλαβαίνει αυτή από βιβλία;
Ο Κύριος. –Τότε ένα μπουκέτο.
Η Κυρία. –Μούτρα για άνθη! Τι λόγος! Τρυφερά ύπαρξις βλέπεις! Και μόνο τα άνθη της λείπουν. Δεν με συχωρνάς. Γυναίκα που τσακώνεται κάθε λίγο με τον άνδρα της.
Ο Κύριος. –Μπα! Και δεν μου το λες τόση ώρα! Συζητούμε τι δώρο να της κάνουμε, για να μας παρεξηγήση κι’ ο άντρας της πως πάμε με το μέρος της!
Η Κυρία. –Καλέ, να βρούμε και μπελάδες δηλαδή!
Ο Κύριος. –Εγώ λέω να της στείλουμε μόνο της κάρτες μας.
Η Κυρία. –Κι’ αυτό πολύ της είναι! Φτάνει που τους τιμήσαμε τόσες φορές κ’ εφάγαμε στο σπίτι τους.
Ο Κύριος. –Ούφ! Μπελά που τον ηύραμε να τους πάρη ο διάολος! Φασκέλωσέ τους!».
«Αθηναϊκόν Σικ», 1922