Μια τελωνειακός του 1936 αποκαλύπτει

«Καλύτερα να με ρωτήσετε πού δεν τα κρύβουν…»

Ας δούμε τη φυσική συνέχεια του ρεπορτάζ για το τελωνείο (στην «Επιχείρηση του μήνα» μας). Τι δήλωσαν κάποιοι τελωνειακοί στον ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις», σχετικά με τη δουλειά τους.

Ο ρεπόρτερ εκπλήσσεται με το διαχωρισμό, κατά τον τελωνειακό έλεγχο, μεταξύ των επιβατών πρώτης και τρίτης θέσης:

«-Αλλ’ η καλή εμφάνισις παρατηρούμε στον αρμόδιο υπάλληλο,  πού μας δίδει αυτές τις πληροφορίες,  δεν λέει και μεγάλα πράγματα στην εποχή μας…

-Σωστά, μας απαντά. Αλλά τι θέλετε να γίνη; Πώς να υποβάλη κανείς σε συστηματική έρευνα έναν κύριο πού φαίνεται πολύ καθώς πρέπει και πού τίποτα στο παρουσιαστικό του δεν σας επιτρέπει να σχηματίσετε την παραμικρότερη υποψία;

-Έπειτα, μας εκμυστηρεύεται, το επάγγελμά μας είνε , πώς να σας πώ, πολύ κακορίζικο. Όλος ο κόσμος τα έχει μαζί μας, μ’ όλο πού φροντίζουμε να εφαρμόζουμε τις διατάξεις του νόμου με όλη τη δυνατή επιείκεια. Φαντασθήτε τι θα γινόταν αν δειχνόμαστε κάπως αυστηροί. Θα εγύρευαν να μας κρεμάσουν.

Η ίδια κατάταξις πού ισχύει για του ς άνδρες ισχύει και για τις γυναίκες. Μόνον ότι η εξαιρέσεις είνε εδώ ελάχιστες, επειδή η γυναίκα θεωρείται και είνε απείρως πονηρότερη και εφευρετικώτερη από τον άνδρα.

Με το «Ντέτσια» είχεν έλθει προχθές από την Αλεξάνδρεια μια νέα, ως είκοσι πέντε χρόνων, πού, εκτός του ότι εταξίδευε στην πρώτη θέσι, φορούσε ακόμη και μονόκλ. Αλλ’ ούτε αυτό την έσωσε. Δεν εξηρέθη από τον έλεγχον, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες της.

-Μά σας βεβαιώ πώς δεν έχω τίποτε! Εφώναζε με κινήσεις πού απειλούσαν να καταστρέψουν την μονυελοφορούσαν σοβαρότητά της.

Αλλ’ ο αρμόδιος υπάλληλος παράμενε ασυγκίνητος.

-Αυτό θέλουμε κ’ εμείς να εξακριβώσουμε! Γιατί φωνάζετε, αφού δεν έχετε τίποτε;

-Μά θα μού λερώσετε τα πράγματα μου.

-Μπορείτε να τα βγάλετε μόνη σας, αν θέλετε.

Και η μονυελοφορούσα δεσποινίς υπεβλήθη με αρκετή υπομονή εις όλον αυτό τον κόπο. Πολυτελή φορέματα, μεταξωτά ντεσσόν, παπούτσια, καπέλλα, χίλια δύο άλλα πράγματα, ανεσύρθησαν ένα-ένα μέσα από τα μπαούλα και απλώθηκαν επάνω στους πάγκους του Τελωνείου. Εις το τέλος απεδείχθη ότι η δεσποινίς είχε δίκηο.

Έπειτα ήλθε η σειρά της σωματικής ερεύνης.

Η δεσποινίς από την Αλεξάνδρειαν παρεδόθη εις την ειδικήν υπάλληλον πού την ωδήγησε εις ένα ιδιαίτερον διαμέρισμα της «Αιθούσης». Εβγήκαν και η δύο μαζί έπειτα από λίγα λεπτά. Και η δευτέρα αυτή έρευνα δεν είχε φέρει τίποτα εις φώς.

Συναντήσαμε την ειδικήν αυτή υπάλληλο και της αναφέραμε το επεισόδιον:

-Έτσι γίνεται πάντα να μην βρίσκετε τίποτε;

-Καθόλου. Η γυναίκες έχουν πάντοτε τον πειρασμόν να κρύψουν κάτι, ακόμη κι’ όταν είνε πλούσιες. Γι’ αυτό σπανίως πηγαίνει χαμένος ο κόπος μας.

-Κάνετε σωματική έρευνα σ’ όλες τις γυναίκες;

-Όχι, μόνον όταν έχουμε υπόνοια.

-Ποιες έχουν το ρεκόρ ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες πού περνούν από δώ;

-Η Πολίτισσες και η Δωδεκανήσιες… Τις πιο πολλές φορές τα πράγματα πού κρύβουν είνε μεταξωτά υφάσματα κλπ.

-Και πού τα κρύβουν;

Η συνομιλήτρια μας γελά.

-Θα ήταν καλύτερα να με ρωτήσετε πού δεν τα κρύβουν, μας λέγει. Παντού!... Ότι και να σας πω δεν θα με πιστεύσετε… Εμένα μού έτυχε να βρω ολόκληρο ύφασμα για φόρεμα, από λεπτότατο και ακριβέστατο μεταξωτό, πού είχε μεταβληθή σε μια απλούστατη κομπιναιζόν, με δύο μπρετέλλες και μια μικρή ζώνη στη μέση. Θαυμάσια κρύπτη είνε επίσης το μεταξύ της φόδρας ενός παλτού και του υφάσματος μέρος, καθώς και ο γιακάς. Για να την ανακαλύψη όμως κανείς πρέπει να έχη ειδικευθή και να έχη λεπτοτάτη αφή, γιατί μας απαγορεύεται να ξηλώσουμε τη φόδρα. Μεταξωτά υφάσματα ευρήκαμε επίσης κρυμμένα και μέσα εις άλλα γυναικεία εσώρουχα…

-Ψάχνετε παντού;

-Φυσικά. Γι’ αυτό άλλως τε έχουν εμπιστευθή τη δουλειά αυτή σε γυναίκες.

-Εκτός από μεταξωτά και υφάσματα δεν βρίσκετε τίποτε άλλο;

-Κυρίως αυτά. Τα άλλα είνε ασήμαντα.

-Κοσμήματα αίφνης;

-Δεν είμαι αρμοδία γι’ αυτά. Μπορείτε όμως να ρωτήσετε τον κ. Τελώνη.

Ο Προϊστάμενος της «Αιθούσης» μας δέχεται εις το γραφείο του και μας εξηγεί τον τρόπον της λειτουργίας της. Ο σκοπός μας, μας λέγει, είνε να ανακαλύπτουμε εκείνους πού προσπαθούν να εισαγάγουν αφορολόγητα αντικέιμενα, αλλά, από το άλλο μέρος, να το επιτυγχάνουμε χωρίς να δημιουργούμε παράπονα και δυσαρέσκειες.

-Και το κατορθώνετε;

-Αυτό τουλάχιστον προσπαθούμε. Υπάρχουν ταξιδιώται πού υποβάλλονται πρόθυμα σε οποιονδήποτε έλεγχον. Αφήνουν και να τους ψάξης και να τους ανοίξης τα μπαούλα τους. Είνε άλλοι όμως πού βάζουν αμέσως τις φωνές.

-Θα είνε εκείνοι πού είνε λιγώτερο έν τάξει.

-Όχι πάντοτε. Αυτό υποπτευόμεθα κ’ εμείς και γι’ αυτό επιμένουμε στον έλεγχο.  Οι άνθρωποι αυτοί είνε εκ φύσεως ιδιότροποι και το θεωρούν πραγματική βεβήλωσι ν’ αγγίξης τα πράγματά τους. Εκείνοι πού θέλουν να κρύψουν κάτι είνε συνήθως πιο ήρεμοι και πιο ατάραχοι. Προσπαθούν τουλάχιστον να φαίνωνται. Αλλά μια νευρική κίνησις, ένα βεβιασμένο χαμόγελο προδίδει κάποτε.

Καθώς ζητούμε μερικές πληροφορίες ακόμη, ένας γηραιός υπάλληλος του Τελωνείου μας πλησιάζει και μας λέγει:

-Να σας πώ εγώ πού βλέπω χρόνια τώρα τι γίνεται. Εκείνοι πού περνούν από δώ –εννοεί το δικαστήριον- λιγόστεψαν πολύ τον τελευταίο καιρό. Έμαθαν βλέπεις την τέχνη…

-Και ποια είνε αυτή η τέχνη;;

-Δεν φέρνουν πια υφάσματα. Φέρνουν φορέματα ραμμένα. Μόνο πώς τα κάνουν πιο ευρύχωρα για να μπορούν να μεταποιηθούν εύκολα. Τα φορούν μια φορά και τα περνάνε έπειτα από το Τελωνείον, χωρίς να μπορής να πής τίποτε. Το ίδιο γίνεται με τα παπούτσια και με χίλια δύο άλλα πράγματα.

-Και συμβαίνει συχνά αυτό;

Ο γέρος απομακρύνεται μισοκλείνοντας το μάτι…. Θέλει να μας πή πώς κάτι περισσότερα ξέρει αυτός από τους άλλους. Και είνε τόσον γέρος και πρέπει τα μάτια του να έχουν ιδή τόσα πολλά, πού δεν δυσκολευόμαστε να τον πιστεύσουμε».