Πετύχατε ποτέ μπακαλιάρο να μοσxοβολάει;!
Βρωμάει ο ευλογημένος, κι αυτό είναι το γούστο του. Μια σπαρταριστή συνέντευξη του Γρηγόριου Ξενόπουλου σε έναν μπακάλη…
Οι διαμαρτυρίες ενός τιμωρημένου μπακάλη
«-Διάβασες την καινούργια έκθεση των Αστυΐατρων;
-Ναι...
-Είδες; Πάλι ακάθαρτος ο κυρ' Γιάννης!
-Μα να μη βάζη ποτέ μυαλό αυτός ο άνθρωπος! Τον προστιμάρουν, τον κατασχέτουν, τον ρεζιλεύουν στης εφημερίδες... Τίποτα! Το χαβά του! Βρώμα και των γονέων!
-Δε βαρυέσαι! Αλλοί που τώχει η κούτρα του, παιδί μου!
Και με μειδίαμα χαιρεκακίας -θηρίον γαρ ο άνθρωπος- οι δυο φίλοι, νοικοκύρηδες της γειτονιάς, διηύθυναν σιγά-σιγά το βήμα προς το "οινοπαντοπωλείον" του κυρ Γιάννη δια να εντρυφήσουν εις την εντύπωσίν του, εκ της νέας εκθέσεως.
-Πάμε να τον κάμωμε χάζι...
Άμα έφθασαν εις την θύραν του μικρού μαγαζιού, όπου ο ιδιοκτήτης εστέκετο ρεμβός, κυττάζων αντίκρυ το ηλιοβασίλεμμα:
-Ε, τι χαμπάρια κυρ Γιάννη; του εφώναξαν∙ πως πάνε τα κέφια;
-Ε, απεκρίθη ο κυρ Γιάννης, συνερχόμενος ως να τον έσπρωξαν, ας τα λέμε καλά.
-Ως τόσο αυτοί οι αστυΐατροι δεν εννοούν να βάλουν γνώσι... Τα είδαμε πάλι τα χάλια τους!
-Μη μου τους θυμίζετε! Είπεν ο κυρ Γιάννης, κοκκινίζων όλος από φούρκαν. Είναι ανυπόφοροι! Μου κατέσχεσαν πάλι τρεις οκάδες μπακαλιάρο, πως ήταν τάχα "εν αποσυνθέσει". Και τι θα πη αυτό; Μπακαλιάρος παρακατιανός, που θα τον έτρωγε όμως ο κοσμάκης και θα δόξαζε το Θεό. Ωχ αδελφέ! Πρώτη φορά φάγαμε και μεις από δαύτον; Τι πάθαμε;
-Έλα ντε!
-Βρωμάει λέει. Μα σας παρακαλώ. Είδατε ποτέ σας μπακαλιάρο να μοσκοβολάει σαν τριαντάφυλλο; Βρωμάει ο ευλογημένος, βρωμάει, κι' αυτό είναι το γούστο του. Ψέμματα;...
-Βρήκαν αράχνες στο μαγαζί μου. Ε και τι είναι η αράχνες; Πανούκλα; Πιάνουν και της μύγες. Μα στο θεό σας, σεις που έρχεσθε κάθε μέρα, είδατε ποτέ καμμιά ακαθαρσία στο μαγαζί μου; Ορίστε, ορίστε! Λάμπει όλο! Κι' επιτέλους μπακάλικο είναι, ταβέρνα είναι. Δεν είναι αρωματοπωλείο!
-Έχεις δίκιο κυρ' Γιάννη! Περίεργο πράγμα να μην το κόβη το μυαλό αυτών των ανθρώπων...
-Μα είναι, σου λέω, άνω ποταμών. Δεν βρίσκει κανείς άκρη μαζί τους. Ορίστε! Ιδέστε τα τραπέζια μου, τα βαρέλια μου, της λεκάνες μου, τα ποτήρια μου όλα! Γίνεται μεγαλειτέρα καθαριότης;
Και ο κυρ' Γιάννης επεδείκνυε το μαγαζί του, επικαλούμενος την διαμαρτυρίαν των γειτόνων του δια την αυστηρότητα των αστυΐατρων.
Και όμως, κάθε άλλο παρά να αστράπτη από καθαριότητα το "οινοπαντοπωλείον" του. Όπως πάντοτε και σήμερον, ήτο από τα ρυπαρώτερα που ειμπορεί κανείς να ιδή εις τας συνοικίας των Αθηνών.
-Μα είναι ζήτημα τώρα κυρ' Γιάννη. Τη δουλειά σου συ να κάνης και ας τους να κουρεύονται!
Και οι δυο φίλοι απεμακρύνθησαν κρυφογελώντας με την πεποίθησιν πλέον, ότι ο κυρ' Γιάννης είναι μουρντάρης αδιόρθωτος.
-Μα να μην βλέπη τίποτα! Να μην το καταλαβαίνη! Να σου δείχνη το πιο βρώμικο μαγαζί και να σου λέη πως είναι το καθαρώτερο του κόσμου!
Υποθέτω ότι ο κυρ' Γιάννης αυτός δεν είναι μοναδικός ούτε εις τον κόσμον ούτε εις τας Αθήνας. Τέτοιοι ασυνείδητοι -με την έννοια που μεταχειρίζεται την λέξιν η επιστήμη- είναι πολλοί. Η καθαριότης δεν επιβάλλεται, δυστυχώς, ούτε με πρόστιμα, ούτε με κατασχέσεις. Πρέπει "να τόχη ο άνθρωπος", να είναι το φυσικόν του, το ένστικτόν του».
(Γράφει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος τον Οκτώβριο του 1913 στην "Εφημερίδα" του Δ. Κορομηλά.)