Ακαταμάχητα επιχειρήματα εις το κρεοπωλείον

Γιορτινές μέρες, και δύο επαγγελματίες έχουν την ιδιαίτερη τιμητική τους: οι ζαχαροπλάστες και οι κρεοπώλες.

Θυμάμαι όταν πηγαίναμε με τη μητέρα μου να ψωνίσουμε κρέας, τη μάχη που έδινε με τον κυρ-Νίκο να μη της βάλει μεγάλο κόκαλο. Όλες οι γαλιφιές που του έκανε πριν ανοίξει το ψυγείο και βγάλει το κρέας, μεταμορφωνόντουσαν σε ένα ελεγχόμενο υβρεολόγιο –αφού ήμουν ακόμη μικρός και δεν έκανε να μαθαίνω κακές λέξεις- όταν τελικά φεύγαμε γεμάτοι κόκαλα και κρέας.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά, σαν έπεσε στα χέρια μου η χαριτωμένη αυτή στιχομυθία από το «Εξέλσιορ» του 1932:

«Οφείλομεν ν’ αποκαλυπτόμεθα εμπρός εις το πνεύμα ακόμη και όταν το βρίσκουμε μέσα εις το κρεοπωλείον.

Μία κυρία είχε πιάσει συζήτησιν με τον κρεοπώλην διά το αιώνιον ζήτημα των κοκκάλων.

-Θα σου πληρώσω κρέας, διαμαρτύρεται και θα μου δώσης κόκκαλα;

-Αγοράζεις ποτέ σου εληές, κυρά μου; Την ερώτησε ο χασάπης.

-Αγοράζω, του είπε η κυρία. Τι θέλεις να μου πής μ’ αυτό;

-Θέλω να σου πώ, γιατί δε λές και στο μπακάλη να σου βγάλη τα κουκούτσια και να σου δώση καθαρή εληά; Κι’ εκεί εληά πληρώνεις, δεν πληρώνεις κουκούτσια! Ωστόσο παίρνεις και τα κουκούτσια μαζί με τις εληές και δε μιλάς. Και κάποτε μάλιστα το κουκούτσι είνε περισσότερο από την εληά.

Προ της ακαταμαχήτου λογικής του απλοϊκού ανθρώπου, η κυρία παρέλαβε κρέας και οστά και ανεχώρησε χωρίς να συγχαρή τον έξυπνον άνθρωπον διά το πνεύμα του».