Κουβεντούλες, ένα βράδυ στην οδό Αθηνάς
Είμαστε στο 1914 και η Αθήνα μας έχει μορφοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Η οδός Αθηνάς δικαιολογεί απόλυτα τη φήμη της ως εμπορικός δρόμος και δέχεται καθημερινά μεγάλο μέρος του πληθυσμού που ψωνίζει τα αναγκαία από τη Βαρβάκειο Αγορά. Η εφημερίδα «Αθήναι» θα παρατηρήσει σχετικά:
« Η οδός Αθηνάς δεν απέβαλεν εισέτι ολοτελώς τον χρωματισμόν εμπορικής οδού ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουσιν ακόμη τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οίτινες εκθέτουσιν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει ένδον το κατάστημά των [...]».
Όταν αρχίζει να σουρουπώνει όμως όλα μεταμορφώνονται ως δια μαγείας. Καφέ-Σαντάν και Καφέ-Αμάν προσκαλούν με τα προκλητικά τραγούδια και με τους αμανέδες τους, με τις κάθε λογής και πολλά υποσχόμενες καλλιτέχνιδες, όλους αυτούς που δεν τους περιμένει η ενάρετη οικογένεια. Περαστικούς από την Αθήνα που ήρθαν κάτι να αγοράσουν η κάτι να πουλήσουν. Περιθωριακούς και αργόσχολους. Χωρικούς από την γύρω Αττική η ακόμη πιο πέρα που ήρθαν, διψασμένοι για περιπέτειες και διασκέδαση, λίγες μέρες στην πρωτεύουσα.
Είναι Ιούνιος και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Σκριπ» ετοιμάζεται για ένα ρεπορτάζ πόλεως. Η Αθηνάς τον περιμένει …
«-Α... απόψε δεν έχει ξενύκτι, είπα μέσα μου. Και αποφασιστικός επλήρωσα τον πέμπτον ήδη καφέν μου, που έπινα από το πρωί, δια να υπάγω να κοιμηθώ.
Εις την γωνίαν του δρόμου, συνήντησαν φίλον ηθοποιόν και γνωστότατον ξενύκτην. Ταυτοχρόνως σχεδόν είπαμε και οι δύο:
-Α, δεν έχει απόψε ξενύκτι...
Έπειτα εδώσαμε τα χέρια και ανταλλάξαμε τυπικάς λέξεις.
-Πάμε ως το κιόσκι, μου είπε, της Ομονοίας ν'αγοράσω ένα γραμματόσημο και χωριζόμεθα αμέσως.
-Καλά, αλλά ως το κιόσκι μόνον.
-Μόνον.
Επροχωρήσαμε. Μιλήσαμε για το φεγγάρι, για την ωραία βραδυά και για τας επιθεωρήσεις. Ασυνειδήτως τον συνώδευσα εις την οδόν Αθηνάς.
-Ε, τι λες, μου είπεν έξαφνα.
-Τι, τι λέω;
-Καθόμαστε να πιούμε έναν καφέ εδώ;
Και μου υπέδειξεν ένα καφενεδάκι εις το μέσον της οδού Αθηνάς;
-Α, διεμαρτυρήθην, αν ήτο να καθήσουμε ακόμα, ήτο προτιμότερον να μείνωμε εις την Ομόνοιαν.
-Δεν έχεις δίκηο, μου απήντησε. Η οδός Αθηνάς έχει πολύ ιδιαίτερον κουλέρ λοκάλ, ιδίως την ώραν αυτήν.
Ομολογώ ότι ήτο η πρώτη φορά που θα εκαθόμουν εις καφενείον της οδού αυτής.
-Καλά, του είπα, αλλά δια πέντε μόνον λεπτά.
-Σύμφωνοι.
Απέναντί μας εκάθηντο τρεις άνθρωποι που εμιλούσαν για μια Κατερινούλα. Τι ήσαν, νομίζετε; Καλλιτέχναι και αυτοί. Δηλαδή παίκται σαντουριών. Αυτό μόνον ημπορεί να τους ζωγραφίση. Ολίγον αργότερα, εις λαντώ λουσόζο, έφθασαν υπερήφανοι τέσσαρες άλλοι, που είχον όψιν χασισοπότου.
-Φαντάσου, φίλε μου, μου είπεν, εσύ κ'εγώ να συλλογιζώμεθα να πάρουμε ένα μόνιππο κι'αυτοί να παίρνουν λαντώ.
-Μα τι είνε αυτοί οι άνθρωποι; τον ηρώτησα.
-Τι είνε; Αγαπητικοί, φίλε μου. Δεν βλέπεις το τακουνάκι των, της αφέλειές των, το ύφος των, το λάδωμα των μαλλιών των;
-Και τι ζητούν εδώ;
-Μα η οδός Αθηνάς είνε γεμάτη από καφέ-σαντάν.
Εδώ και εις τας παρόδους είνε το κέντρων των.
Επρόσεξα περισσότερον τότε τον δρόμον αυτόν, ο οποίος μου είνε ο αντιπαθητικώτερος δρόμος των Αθηνών.
Από ένα ηλεκτροφωτισμένον υπόγειον απέναντι, ήρχοντο αι βραχναί φωναί των θυγατέρων της χαράς. Ετραγουδούσαν ένα σμυρνιώτικο τραγουδάκι και έπειτα ένα αμανέ.
Επί της ιδίας σειράς, διέκρινα ένα σταυρόν.
-Μα δεν είνε εκκλησίτσα αυτή εκεί;
-Ναι, φίλε μου. Εκκλησίτσα και νεοβυζαντινού τύπου. Φαντάσου να επιτρέπεται ένα καφέ-αμάν κοντά σε μια εκκλησία.
Τι παράξενος δρόμος, αλήθεια. Άλλοτε θα εθεωρείτο, ίσως, από τους μεγαλύτερους και ωραιότερους της πρωτευούσης. Σήμερον, η οδός που ενθυμίζει συγχρόνως τουρκομαχαλά και δρόμον επαρχιωτικής πόλεως. Έχει στυλ και χρώμα ανατολίτικον ή με άλλους λόγους θλιβερόν και αξιοδάκρυτον. Και δια να γείνη δρόμος Αθηναϊκός, χρειάζεται να κλεισθούν από εκεί μερικά καφενεδάκια, όπως αυτό, εις το οποίον είχα την τιμήν να μείνω με τον φίλον μου, ηθοποιόν, ως τας τρεις το πρωί.
Δεν έλειπε παρά μία λατέρνα δια να έχω πλήρη την εντύπωσιν, ότι ευρίσκομαι εις το Κάιρον.»