ΟΙΝΟΠΩΛΕΙΟΝ: η παλιότερη ταβέρνα του Ψυρρή (1928)

«Φέρε μου απ’το καλό!»

Είναι δύσκολο για κάποιον που κάνει βόλτες σήμερα στα στενάκια του Ψυρρή να ξεχωρίσει τις αυθεντικές παλιές ταβέρνες από τις σύγχρονες. Εδώ που τα λέμε, δε μείνανε και πολλές. Όλες οι νεόκοπες ταβέρνες ή ψησταριές, προσπαθούν με το κατάλληλο ντεκόρ να μιμηθούν παλιές καλές εποχές. Είναι αυτό, βλέπετε, που προσελκύει τους τουρίστες οι οποίοι κατακλύζουν την περιοχή.

Δίπλα στη πλατεία του Ψυρρή, ξεκινά η οδός Αισχύλου. Εκεί, στον αριθμό 12 μην κάνετε το λάθος να προσπεράσετε το μαγειρείο ΟΙΝΟΠΩΛΕΙΟΝ. Είναι η πιο παλιά ταβέρνα όλης της συνοικίας. Από το 1928!

Εδώ, τις καλές εποχές, πουλούσε ο Σπύρος Μάρκου το κρασί που έφτιαχνε ο ίδιος στα Σπάτα. Γι’αυτό κι ο κόσμος την αποκαλούσε Σπατανέικη Μάντρα. Και φυσικά η κεχριμπαρένια ρετσίνα ήθελε και τη συντροφιά της∙ ξύλα και κάρβουνα. Τα βράδια, η μάντρα φιλοξενούσε τα κάρα με τους ντορήδες τους. Στο καζάνι έβραζε πάντα η λαχταριστή φασουλάδα για τους αμαξάδες. Απίθανο σκηνικό, που τόσο δύσκολα μπορεί να φανταστεί ο βιαστικός περιπατητής.

Η καλύτερη ρετσίνα

Ο κυρ-Σπύρος είχε δικά του αμπέλια στα Σπάτα και ήξερε να φτιάχνει καλό κρασί. Η φήμη του είχε απλωθεί σ’όλα τα Μεσόγεια και φυσικά, δεν άργησαν να τον μάθουν και στην πρωτεύουσα. Πρόεδρος των βαρελοφρόνων της Παλιάς Αθήνας ήταν τότε ο μπάρμπα-Θανάσης. Έφτιαχνε βούρτσες σ’ένα υπόγειο της μικρής συνοικίας, είχε όμως τη φήμη ότι «μυριζότανε» την ταβέρνα που έφτιαχνε την καλύτερη ρετσίνα. 

Η ιστορία λέει ότι ο πρόεδρος έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στη μάντρα, που εν τω μεταξύ είχε μετονομασθεί σε «Ταβέρνα των Σπαταναίων» και είχε εμπλουτίσει το «μενού» με όλους τους μεζέδες που συνόδευαν το καλό κρασί. Η μάντρα γνώριζε πλέον νέες πιένες. Δεν υπήρχε  κρασοπατέρας να τιμά το παρατσούκλι του, που να μην κάνει ένα πέρασμα από την οδό Αισχύλου. Τα επίσημα, μάλιστα, μέλη του «κόμματος των βαρελοφρόνων» ξεκινούσαν την ημέρα με το πρωινό κρασί, όπως το αποκαλούσαν! Όλη η ατμόσφαιρα χαρακτηριζόταν από το ότι έβρισκε κανείς εκεί καλή παρέα.

Η σημασία της Παρέας

Θα πρέπει οπωσδήποτε ο σημερινός αναγνώστης να καταλάβει την σημασία της λέξης «παρέα» για εκείνη την εποχή. Η συνοικία του Ψυρρή ήταν πολύ μικρή σε έκταση, πολυάριθμη όμως σε βιοτεχνίες και μαγαζιά. Η συνοικία ήταν το πρώτο αγοραστικό κέντρο, όχι μόνο για τους Αθηναίους αλλά και τους επαρχιώτες. Εδώ ο ένας μάστορας δούλευε όλη την ημέρα παρέα με τον διπλανό μάστορα ή μαγαζάτορα. Αυτό σμίλευε άλλες ανθρώπινες σχέσεις που συνεχίζονταν στη σχόλη, στα πολυάριθμα ταβερνάκια της περιοχής.

Το κρασί του Μάρκου

Με τη βοήθεια πλέον των δύο αγοριών του, Βασίλη και Γιώργο, ο ανήσυχος κυρ-Σπύρος έχτισε το 1940 το κτίριο που βλέπουμε σήμερα. Το κρασί του Μάρκου πουλιόταν όλο και περισσότερο σε όλο το κέντρο της Αθήνας, ακόμη και σε άλλες ταβέρνες και καπηλειά, μιας και η ανώτερη ποιότητα του, του χάριζε μεγάλη φήμη. Μετά από μερικά χρόνια, ο γιος του Βασίλης αναγκάζεται λόγω ζήτησης ν’αγοράσει κι άλλα αμπέλια, δίπλα σε αυτά του πατέρα του, τριπλασιάζοντας έτσι την παραγωγή.

«Ευφραίνεστε και Υγιαίνεστε»

Το 1983, τα παιδιά του κ. Βασίλη, Σπύρος και Κώστας, ιδρύουν στην Παιανία μια σύγχρονη οινοποιητική μονάδα παραγωγής και εμφιάλωσης με υψηλές προδιαγραφές, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής, και διπλασιάζουν την έκταση του αμπελώνα τους στην Αττική, επεκτείνοντάς την στην Νεμέα Πελοποννήσου. Η παραγωγή περιλαμβάνει έτσι και κόκκινα κρασιά.

Παραμένοντας μικροί παραγωγοί, και με σύνθημα «Ευφραίνεστε και Υγιαίνεστε» ανακαινίζουν το οινοπωλείο του προπάππου τους και του πατέρα τους στην παλιά γειτονιά των βιοτεχνιών, από όπου ξεκίνησαν, και το επαναλειτουργούν (2011).

Το όραμά τους για την ταβέρνα: Ένας φιλόξενος χώρος, όπου σερβίρεται καθαρό και απλό φαΐ και όπου μπορούν να διατίθενται τα υψηλής ποιότητας κρασιά της παραγωγής τους.

Ανήσυχα τα εγγόνια του κυρ-Σπύρου λειτουργούν στο οινοποιείο τους στα Μεσόγαια ένα φιλόξενο κελάρι για τους φίλους του καλού κρασιού, ενώ για τους θαμώνες στην ταβέρνα τους στου Ψυρρή, οργανώνουν συστηματικά βραδιές ζωντανής μουσικής. Η έννοια της παρέας στο ζενίθ της…

Η 4η γενιά

Αυτά θυμάται και μου διηγείται η Χριστίνα Μάρκου –τέταρτη γενιά:

-Θυμάμαι που με έπαιρνε ο πατέρας μου στις επισκέψεις του στους βιοτέχνες και εμπόρους της περιοχής. Δεν ήμουνα ούτε 8 χρονών, αλλά καταλάβαινα ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια άλλη σχέση μεταξύ τους. Θυμάμαι ακόμη τις κόντρες που είχαν οι «τροβαδούροι» –έτσι αποκαλούσαν τότε τους καλλίφωνους τραγουδιστές- με τους ψάλτες που άφηναν κι’ αυτοί τις εκκλησίες για ένα ποτήρι κρασί. Ωραίες κόντρες συνοδεία κιθάρας που δεν έβγαζαν νικητή, αφού όλοι έτσι διασκέδαζαν. Θυμάμαι ακόμη την αυστηρή εντολή των κρασοπατέρων προς τον κάπελα: Φέρε μου απ’ το καλό!

Τη σκυτάλη στη κουβέντα μας παίρνει ο πατέρας της Σπύρος:

«Που λες, ο μπάρμπα-Θανάσης, σαν Πρόεδρος των Βαρελοφρόνων όπως λέγανε περιπαικτικά τότε τους κρασοπατέρες, συνοδευότανε υποχρεωτικά από τον κολλητό του Γιάννη, τον τυπογράφο, ο οποίος εκτελούσε και χρέη υπασπιστού του. Ένα από τα βασικά του καθήκοντα ήταν να γυρίζει από ταβέρνα σε ταβέρνα, για να εκτιμήσει την ποιότητα της ρετσίνας. Απόλυτο κριτήριο επιλογής ήταν το κρασί να είναι φρέσκο και όχι σώσμα, διαφορετικά η ταβέρνα πέρναγε στην καραντίνα!

Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι η ταβέρνα μας ήταν πάντα γεμάτη. Ο μπάρμπα-Θανάσης εκτιμούσε ιδιαίτερα τις οινοποιητικές ικανότητες του κυρ-Σπύρου. Μια τέτοια βραδιά και ενώ το κέφι ξεχείλιζε, κάποιος μερακλώθηκε ιδιαίτερα και άρχισε τα κεράσματα. Άρχισε λοιπόν να βάζει κρασί στα ποτήρια της παρέας, γεμίζοντάς τα –όπως συνηθιζότανε-έως τις καμάρες, δηλαδή περίπου στα ¾. Το δικό του όμως «κατά λάθος» το γέμιζε μέχρι επάνω. Την «λανθασμένη» του κίνηση συνόδευε πάντα το σχόλιο «ου! γαμώ τη μάνα μου».

Η σκηνή επαναλήφθηκε 4-5 φορές, πάντα με το ίδιο σχόλιο. Κάποια στιγμή λοιπόν, ο μπάρμπα-Γιάννης δεν άντεξε και του είπε σοβαρά-σοβαρά: «Δεν γίνεται να γαμήσεις  και τη δική μας μάνα;».

Τέτοιου είδος ειρωνείες κινούντο στα όρια του επιτρεπτού. Δεν ήταν λίγες οι φορές, όμως, που τα πράγματα ξεφεύγανε του ελέγχου.

Σου είπα πώς γεμίζανε τα ποτήρια. Τα μισόκιλα όμως τα γεμίζανε ξέχειλα. Αν «κατά λάθος» ο κάπελας  άφηνε κανένα δαχτυλάκι, άκουγε το σχόλιο: «Έχει κολάρο το μισόκιλο» και έπρεπε φυσικά να επανορθώσει αυθωρεί και παραχρήμα!

Ένας τακτικός θαμώνας του μαγαζιού, αρχές δεκαετίας του ’50, ήταν και ο γνωστός τραγουδιστής του ρεμπέτικου, Τσαουσάκης. Την ταβέρνα μας τη χρησιμοποιούσε συστηματικά και για τα πονηρά του ραντεβού. Βλέπεις, τότε, οι σύζυγοι δεν διανοούντο να αναζητήσουν τον άντρα τους στην ταβέρνα. Το μέρος παρείχε έτσι πλήρη διπλωματική ασυλία! Μια μέρα ήρθε ντυμένος στην τρίχα∙ τα παπούτσια του καθρέφτης… Περίμενε την γκόμενα, βλέπεις. Παιδί εγώ, έτρεχα μέσα στο μαγαζί μες στην τρελή χαρά. Κάποια στιγμή του πάτησα και του λέρωσα το παπούτσι. Το ατόπημα σοβαρότατο, γι’ αυτό και η φάπα αναμενόμενη. Αυτό που δεν περίμενα ήταν η αντίδραση του πατέρα μου. Τον σκέπασε απειλητικά με τον όγκο του και του είπε: «Πρόσεξε, γιατί τα μικρά πατάνε όπου θέλουνε, ενώ εμείς οι μεγάλοι ξέρουμε πού πατάμε…».  

Ο κ.Σπύρος είναι πηγή ανεξάντλητη, αλλά όχι το ίδιο και ο χρόνος. Βάζουμε λοιπόν για σήμερα μια τελεία. Κάτι μου λέει όμως ότι δεν συνοδεύεται από παύλα.

Εσείς μπορείτε να επισκεφθείτε την καλόγουστη ιστοσελίδα της ταβέρνας:

http://www.oinopoleio.gr/index.php/el/

και για να γίνουμε πιο ατμοσφαιρικοί, ακούστε το ζεϊμπέκικο «Δυο μάγκες με βαρέσανε» του Κ. Σκαρβέλη, πιο γνωστού σαν «Παστουρμά» (1934)



καθώς και το θεσσαλικού ύφους «Μπεράτια», με τον «γιατρό» Γρηγόρη Χατζηλυμπέρη στο κλαρίνο

και τα δύο παιγμένα στην ταβέρνα της οδού Αισχύλου.