Η πρώτη συνέντευξη που έδωσαν τα «Καλουτάκια» εν έτει 1928

Σας παρουσιάζω σήμερα την πρώτη «συνέντευξη»  που έδωσαν τα «Καλουτάκια» το 1928, στον θεατρικό κριτικό της εφημερίδας «Εβδομάς».

«Ο αρχισυντάκτης της «Εβδομάδος» μούδωσε, όταν πήγα στο γραφείο ναφήσω τη συνεργασία μου, ένα γράμμα. Τ’ ανοίγω και διαβάζω:

Κύριε Πιμπρινέτ, παρακολουθούμε όλοι μας την «Εβδομάδα» και σας συγχαίρομεν για την ωραίαν σας έμπνευσι να ασχολήσθε με τας καλλιτεχνίδας μας. Με το αναγνωστικό θάρρος θα σας παρακαλέσωμε να μας κάνετε τη χάρι και να διαθέσετε μίαν σας σελίδα και για τα αγαπημένα μας, δημοφιλέστατα Καλουτάκια.

Σας ευχαριστούμε

(έπονται δεκαπέντε υπογραφές).

Ας μη χαλάσω λοιπόν το χατήρι των καλών μου αναγνωστών κι’ ας διαθέσω μίαν σελίδα για τα Καλουτάκια, τα οποία μου είναι πολύ-πολύ συμπαθή, όπως και σ’ όλο τον κόσμο που παρακολουθεί το θέατρο.

Αλλά που να τα βρώ; Πού να δουλεύουν; Προ ολίγων μηνών τάβλεπα κάθε βράδυ στο θέατρο Κοτοπούλη, στου Αρντάτωφ, μα τώρα που ο επιχειρηματίας ο καϋμένος φαλήρισε και ο θίασος άλλαξε φίρμα, πρόσωπα και επιχειρηματία, τάχασα κ’ εγώ…

Δεν είνε πολλές μέρες που ένα πρωϊ στο «Στέμμα» συνήντησα την μαμά Καλουτά και μου ανήγγειλε τον καταρτισμόν του νέου θιάσου Καλουτά εις το θέατρον Κωστάκη στην λεωφόρον Συγγρού.

-Ελάτε σας παρακαλώ να μας δήτε στην πρεμιέρα να μας γράψετε και κάτι.

Ας πάω στην πρεμιέρα. Πρώτη εμφάνισις του θιάσου της κ. Καλουτά τη συνεργασία των μικρών αδελφών Καλουτά, Μαρίας και Άννας, με την νέαν επιθεώρησιν του κ.Γιαννουκάκη το «Μυστικό της γειτονιάς». Πολύς κόσμος στο θέατρο, καλλιτεχνικά κουτσομπολιά άφθονα, πολλοί τζαμπατζήδες κριτικοί από κάτω και εγώ στη σκηνή ολίγα λεπτά προ της ώρας που θα ανέβη η αυλαία.

Σκαρφαλώνω σ’ ένα μεγάλο μπαούλο, γκρεμίζομαι κάτω από κάτι σανίδες και τέλος φθάνω στο καμαρίνι της κ. Καλουτά όπου τα μικροσκοπικά μας αστέρια ντύνονται. Είναι γεμάτα κέφι και όρεξι που θα παίξουν. Η Μαρίκα τραγουδάει και η Άννα πετάει από τη χαρά της. Με χαιρετούν με πολλή χαρά και με παρακαλούν να καθίσω.

-Έχουμε πολύν κόσμο; Με ρωτάει η Άννα.

-Πολύ.

-Τι καλά. Πρεμιέρα φίνα.

Η Άννα είνε έτοιμη ντυμένη φαντάρος και η Μαρία δουλίτσα «πρώτη εξαδέλφη» κατά την γνωστήν έκφρασιν του φαντάρου.

-Είμαι εθελοντής, μου λέει η Άννα. Ντύθηκα νωρίς για να τελειώνω μια ώρα αρχήτερα.

-Και σε ποιο σώμα ανήκεις; Τη ρωτάω.

-Στο γυναικείο, μ’ απαντάει με ύφος στραταρχικό.

Η μαμά τους μας διακόπτει και επεξηγεί τον σκοπό της επισκέψεώς μου.

-Θέλει να σας πάρη συνέντευξι ο κύριος. Θα σας βάλη στην «Εβδομάδα».

-Στην «Εβδομάδα»; Ρωτάει η Άννα με έκπληξι. Μα εμείς δεν έχουμε ερωτικά επεισόδια, ούτε ωραία ανέκδοτα. Τι θα πούμε;

-Σας παρακολουθούν μου λέει η μαμά τους. Σας διαβάζουν κάθε βδομάδα. Διαβάζουν ξέρετε όλα τα περιοδικά. Όταν, εννοείται, τελειώση το διάβασμα του μαθήματος. Πηγαίνουν σχολείο και τα δυό. Είνε πρώτες μαθήτριες, κάνουν πρόβες, διαβάζουν τα μαθήματά τους, τους ρόλους τους, εφημερίδες και περιοδικά, παίζουν τα παιχνίδια τους και το βράδυ παίζουν και στο θέατρο.

-Πάμε και στον Καραγκιόζη! Προσθέτει η Μαρία.

-Τρελλαίνονται για τον Καραγκιόζη και τα δυό, μου λέει η Κα Καλουτά.

-Και εγώ για τον κινηματογράφο, διακόπτει η Άννα. Το όνειρό μου είνε να παίξω στον κινηματογράφο.

-Πόσο χρονών είνε τα παιδιά; Ρωτάω την κ. Καλουτά.

-17 ½ μου λέει η Άννα.

-Δεκαεπτάμιση;

-Μάλιστα. Είμαστε δεκαεπτάμιση χρονών και η δυό μαζί. Εννηάμιση η μια και οχτώ η άλλη. Δεν κρύβουμε τα χρόνια μας γιατί ακόμα δεν είνε καιρός! Και για να δήτε ότι λέω την αλήθεια, ορίστε ένα πρόγραμμα που τα λέει καθαρά και ξάστερα τα χρόνια μας.

Η Άννα προχώρησε αριστερά στο τραπέζι της γωνίας, ανακάτεψε κάτι κουκλόπανα και διάφορα παιχνίδια και μούδωκε ένα περισυνό πρόγραμμα της τιμητικής τους: «Τιμητική των μικρών αδελφών Καλουτά διά τας περαιτέρω καλλιτεχνικάς σπουδάς των». Και παρά κάτω: «Αι μικραί αδελφαί Μαρίκα και Άννα Καλουτά ανήκουν εις παλαιάν θεατρικήν οικογένειαν. Εις την σκηνήν ανήλθον διά πρώτην φοράν κατά το έτος 1923, έκτοτε δε έπαιξαν εις διάφορα έργα. Πέρισυ εθαυμάσθησαν δια τον δραματικόν των τάλαντον εις την «Στοργήν» του Μπατάϊγ με την οποίαν έδωσε την τιμητικήν της η Κυρία Κοτοπούλη. Πολλάς επιτυχίας έχουν σημειώση εις το ελαφρόν μουσικόν θέατρον, όπου έπαιξαν εις διαφόρους επιθεωρήσεις, εφέτος ιδίως καθ’ όλην την θερινήν περίοδον εις το Κεντρικόν. Σήμερον είναι ηλικίας 8 και 7 ετών».

Χτυπάει το πρώτο κουδούνι. Θα αρχίση η παράστασις.

-Για να τελειώνη η συνέντευξίς μας, έχετε να μου πήτε κανένα ωραίο επεισόδιο για τα παιδιά; Ρωτάω την Κα Καλουτά.

-Επεισόδια πολλά και νόστιμα έχω να σας πώ, αλλά το καλλίτερο και το πιο ενδιαφέρον είναι η εξαφάνισις της Μαρίας.

-Η εξαφάνισις;

-Ναι.

Η Κα Καλουτά άνοιξε ένα συρτάρι του τραπεζιού και μούβγαλε μια παλαιά εφημερίδα του 1923, την οποίαν και μου έδωσε.

-Διαβάστε και θα πληροφορηθήτε.

Το δεύτερο κουδούνι χτυπάει. Παίρνω την εφημερίδα και κατεβαίνω στην πλατεία.

Θέλετε να μάθετε για την εξαφάνισι της Μαρίας; Σας σερβίρω επί λέξι το σχετικό κομμάτι της εφημερίδος:

«Μία περιπετειώδης μικρούλα. Θα ενθυμούνται βεβαίως οι Αθηναίοι πόσος λόγος έγινε το καλοκαίρι διά την απώλειαν της εξαετούς θυγατρός του ζεύγους των ηθοποιών Καλουτά εις τα βουνά της Μ. Ασίας. Το ζεύγος Καλουτά συνέπραττεν εις τον θίασον του Μετώπου πέραν του Αφιόν Καραχισάρ, όταν συνέβη η υποχώρησις του στρατού μας και η γνωστή καταστροφή η οποία συνεπήρε και τους ηθοποιούς. Επειδή η μικρούλα Μαρία δεν ημπορούσε να παρακολουθή τους φεύγοντας γονείς της ανά τα Μικρασιατικά όρη, ένας ευσπλαχνικός λοχίας του ιππικού προσεφέρθη να της δώση θέσιν εις το άλογό του. Έκτοτε οι γονείς και η κόρη εχωρίσθησαν. Ο λοχίας συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τούρκους και μαζί με αυτόν και η προστατευόμενή του.

Η σύζυγος Καλουτά έφθασε μόνη εις Σμύρνην όπου ματαίως επερίμενε και τον άνδρα της, συλληφθέντα αιχμάλωτον και τον λοχίαν με την μικρούλα. Απελπισμένη έφυγε και ήλθε εις τας Αθήνας. Επέρασε πολύς καιρός χωρίς να γίνη γνωστόν τι απέγινε το μικρό κοριτσάκι.

Υπήρχαν μόνον πληροφορίαι ότι ο λοχίας που την παρέλαβε εφονεύθη. Τούτο δεν ήτο ακριβές. Διότι εις το μέρος όπου εκρατείτο αιχμάλωτος ο λοχίας επέρασεν ισχυρόν τμήμα του ελληνικού στρατού το οποίον ελευθέρωσε τους ολίγους εκεί Έλληνας αιχμαλώτους. Η μικρούλα ελεύθερη πλέον αλλά και φοβισμένη, διότι εις την επακολουθήσασαν φυσικά ταραχήν ο προστάτής της λοχίας είχεν εξαφανισθή, έτρεχεν μέσα εις το πλήθος και εφώναζε: «μαμά μου, μαμά μου».

Ένας στρατοδίκης την ήκουσε, την επλησίασε, την είδε ωραία και χαριτωμένη, ερώτησε και έμαθε ότι είναι Ελληνοπούλα και την έφερε μαζί του εις την Ελλάδα.
Επέρασαν μήνες, όταν προχθές ο κ. Στρατοδίκης παρακολουθών την παράστασιν του θεάτρου Παπαϊωάννου, είδε εις το πρόγραμμα το όνομα Καλουτά. Θυμήθηκε πως κάποτε η μικρούλα προστατευόμενή του του είπε το όνομα αυτό. Όταν εγύρισε σπίτι την ηρώτησε:

-Πως την λέγουν την μαμά σου;
-Καλουτά.

-Και πως είναι η μαμά σου; Υψηλή, χοντρή;

Η μικρούλα περιέγραψε την μητέρα της και ήταν εκείνη ακριβώς που είδε ο στρατοδίκης εις το θέατρο. Και η μικρά Καλουτά μετά την τραγικήν πράγματι περιπέτειάν της ευρίσκεται πλέον στην αγκαλιά του μπαμπά της, επιστρέψαντος προ εβδομάδων μετά των αιχμαλώτων εκ της Μικράς Ασίας, και της μαμάς της».

Ας θυμηθούμε τις Αδελφές Καλουτά μέσα από ένα πασίγνωστο τραγουδάκι εκείνης της εποχής: