Ο δοξασμένος Σπύρος Λούης περιγράφει τις μεγάλες στιγμές του 1896
1936. Λίγο πριν φύγει για τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, όπου τιμήθηκε όσο κανένας άλλος, ο Σπύρος Λούης έδωσε μια μοναδική, πολύ συγκινητική συνέντευξη στο νεαρό, τότε, ρεπόρτερ των «Αθηναϊκών Νέων», Δημήτρη Ψαθά. Ξετρυπώσαμε το ενδιαφέρον αυτό κείμενο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου της Αθήνας και σας το παρουσιάζουμε.
«Έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε που ο Σπύρος Λούης κέρδισε τον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (σ.σ. 1896) και διηγείται τα κατορθώματά του σαν να ήταν χθες:
-Πόσες φορές τα έχεις πει όλα αυτά Λούη;
-Πέντε χιλιάδες!
-Και μία τώρα;
-Πέντε χιλιάδες μία. Κομμάτια να γίνη. Παίρνετε ένα κρασάκι;
-Πρωί-πρωί;
-Αν θέλης την υγειά σου, τέτοια ώρα να παίρνης το κρασάκι σου. Δεν με βλέπεις εμένα; Ντούρος!
Δεν θα δυσκολευθήτε να τον βρήτε. Πάντα ήταν ο γνωστότερος τύπος του συμπαθητικού Μαρουσιού. Οποιονδήποτε ρωτήσετε, θα προθυμοποιηθή να σας δείξη, με υπερηφάνεια, τον γηραιό αλλά ευσταλή Μαρουσιώτη, με το λεβέντικο κορμί και την ακόμη πιο λεβέντικη μουστάκα. Αυτός θα τερματίση τον μεγαλείτερον Μαραθώνιον, τον οποίον εγνώρισεν ποτέ ο κόσμος, για να μεταφέρη τη φλόγα της Ολυμπίας στο στάδιο του Βερολίνου.
Βρισκόμαστε λοιπόν με τον θαλερό Μαραθωνοδρόμο σε μια μικρή ταβέρνα του Μαρουσιού, όπου ο Λούης παίρνει το πρωινό του ρόφημα μαζί με τον αχώριστο φίλο του Γιάννη. Μπροστά, ένας αχνιστός πατσάς και ένα κατοσταράκι ρετσίνα.
-Λοιπόν Λούη;
-Ό,τι θέλετε.
-Να μας πεις για τον Μαραθώνιο αν δεν βαρέθηκες.
-Εγώ; Δεν τα βαριέμαι αυτά. Δουλειά μου έγινε και λιγάκι. Σε ρωτάνε. Μπορείς να μην πεις; Δεν επιτρέπεται. Λοιπόν πάρτε τα ποτηράκια σας να τα ξαναπούμε.
Ήταν που λες Μεγάλη Παρασκευή του 1896. Έτρεχε ο Παπασυμεών από το Μαρούσι και ο Καράς ο καφετζής από το Χαλάντρι. Έτρεχαν όλοι για να δουν αν θα τα βγάλουν πέρα και για να έχουν το δικαίωμα να πάρουν μέρος στον Μαραθώνιο. Εγώ κι’ ένας Μαριέτης τους πήραμε στον δρόμο από πίσω. Ο Παπασυμεών έμεινε στο δρόμο, ενώ ο Καράς ο Χαλαντραίος εμπήκε στο Στάδιο. Καταλαβαίνεις τώρα τι έγινε. Οι Χαλαντραίοι το βράδυ που γυρνούσαμε μας πήραν στη γιούχα. Πάρε μεζεδάκι.
-Ευχαριστώ. Λοιπόν;
-Λοιπόν που λες πάμε την Κυριακή του Πάσχα στον Μαραθώνα. Το πήραμε φιλότιμο οι Μαρουσιώτες. Τι διάβολο να μας πάρουν τον αέρα οι Χαλαντριώτες; Δεν θάχαμε μούτρα να τους δούμε. Έρχεται μαζί μου που λες ο φίλος μου από δώ ο Γιάννης ο Πέππας, ο Μασούρης, ο Παπασυμεών, ο Λαυρέντης. Μπήκαμε σε μια παληοσούστα μ’ ένα μουλάρι της κακιάς ώρας. Γρουσούζικο και τζαναμπέτικο. Κλώτσαγε στο δρόμο το αφιλότιμο. Θυμάσαι Γιάννη;
-(Γιάννης:) Θυμάμαι λέει. Ανήμερα το Πάσχα. Άλλοι πήγαν με τα πόδια. Πάλι καλά που είχαμε τη σούστα…
-Ναι. Επήγαμε στο σπίτι του Δημάρχου. Μας φίλεψε. Καλοί άνθρωποι στον Μαραθώνα.
Την Δευτέρα του Πάσχα είμαστε μαζεμένοι καμμιά εβδομηταριά να τρέξωμε δοκιμή που λέει ο λόγος. Μπήκαμε στη γραμμή. Ένα ποτήρι γάλα μας έδωσαν και λίγο ψωμί.
Ξεκινάμε. Πρώτος ερχόταν ο Λαυρέντης. Εγώ τέταρτος. Πέμπτος ο Γιάννης. Άμα μπήκαμε στο Στάδιο πιαστήκαμε. Είμαστε χάλια. Κουτσοί, δεν μπορούσαμε να πατήσωμε στα πόδια μας. Μια φορά όμως το πήραμε απόφασι να βγούμε ασπροπρόσωποι.
Την Πέμπτη πάλι με τη σούστα στον Μαραθώνα. Οι ξένοι είχαν πάει μ’ αμάξια. Εμείς τη δουλειά μας. Μουλάρι που κλώτσαγε και τα ρέστα.
Την Παρασκευή που ήταν ο Μαραθώνιος ακόμη πιασμένοι. Στη μιάμιση, αφού μας είδε όλους ο γιατρός, μας βάζουν στη γραμμή και ρίχνουν τη πιστολιά.
Φεύγουμε. Οι ξένοι κάνανε πέρα σαν τα πουλιά. Εμείς τρέχαμε με ρέγουλα. Αργήσαμε λιγάκι. Τους λέω, δεν φεύγουμε λίγο βρε παιδιά; Ανοίγουμε. Είμαστε κοντά με τον Γρηγορίου. Φτάνω στο δρόμο της Ραφίνας κι’ ως που να πάω στο Πικέρμι τους έχασα. Ο Γρηγορίου έπεσε κάπου εκεί. Στον Μαντρίγκο έφτασα τον Βασιλάκο που τον είχαν όλοι σίγουρο, και σ’ αυτόν έλπιζαν γιατί ήταν ο καλλίτερος της εποχής. Τον παρακολούθησα εφτά ως οκτώ χιλιόμετρα. Τέταρτος εγώ, πέμπτος ο Βασιλάκος. Σιγά-σιγά τον περνούσα.
Φτάνω στον Σταυρό, πίνω μια πορτοκαλάδα. Του λέω: Βασιλάκο εγώ φεύγω, έρχεσαι; Δεν τα πολυκατάφερνε. Τραβάω μπροστά. Ο Τερμιζώ έπεσε στην Αγιά Παρασκευή. Από κει και πέρα τους περνούσα τους ξένους έναν-ένα.
Ερχόμουν δεύτερος. Μπροστά πήγαινε ο Αυστραλός. Ανοίγω με τρόπο. Τον φτάνω στη σχολή Χωροφυλακής. Ώμο με ώμο παλαίψαμε πολλή ώρα, ώσπου στο τέλος έπεσε κι’ αυτός. Διακόπτει ο Γιάννης:
-(Γιάννης:) Δεν είχε πιή βλέπεις κρασί μαρουσιώτικο. Εις υγείαν παιδιά.
-Στην υγειά σας. Αυστραλός και ρετσίνα; Που να την δουν τα μάτια του; Τραβάω λοιπόν κατά κάτω. Με βλέπει πρώτον ο κακομοίρης ο ταγματάρχης ο Παπαδιαμαντόπουλος και τον πιάνει το μεράκι. Τραβάει το πιστόλι και μπαμ-μπουμ απ’ τον ενθουσιασμό! Ίσα μου λέει Λούη και τους φάγαμε. Τους φαγωμένους λογαριάζεις του λέω. Θάρρος μου λέει. Μωρέ τι θάρρος! Τώρα πια; Ένα μαντήλι δώσε μου του λέω. Μου δίνει ένα μαντήλι και τραβάω κάτω.
Φτάνω σιγά-σιγά. Ανοίγω. Στου Θων μου δώσανε κρασάκι. Φτάνω Ηρώδου του Αττικού. Από κοντά ο Παπαδιαμαντόπουλος με τ’άλογο. Το κουράγιο; μου λέει. Πρώτης! του απαντώ.
Μόλις έφτασα έξω από το Στάδιο, χαλάει ο κόσμος. Ζήτω η Ελλάς! Μπαίνω μέσα. Πέφτει επάνω μου ο Διάδοχος και με αγκαλιάζει. Σύρε και κόψε τη κλωστή μου λέει. Μωρέ τι κλωστή; Σκοινί να βάλετε να το κόψω! Ε ρε νειάτα! Θυμάσαι Γιάννη εποχή;
-(Γιάννης:) Θυμάμαι λέει…
-Κόβω που λες την κλωστή. Φέρνω και μια βόλτα τον γύρο του Σταδίου για ασικλίκι! Τ’άλλα τα ξέρετε…
Σήμερα, πλέον, ο μαραθωνοδρόμος του Μαρουσιού μ’ αυτή την ανάμνησιν ζη. Τώρα ετοιμάζεται για το Βερολίνον. Δεν έχει ταξιδέψη άλλη φορά παρά μονάχα κάποτε, προ πολλών ετών, στην Αλεξάνδρειαν. Έχει κάνη και τις ετοιμασίες του.
-Δυο φουστανέλλες λεβεντιά. Σε δυο βαλίτσες τις έχω. Έχεις δη το περιστέρι που βγαίνει από το αυγό του;
-Δεν έτυχε…
-Ε λοιπόν, αν τώβλεπες θα καταλάβαινες. Έτσι άσπρος σαν το περιστέρι θα μπω στο στάδιο του Βερολίνου να τους δώσω τη φωτιά. Την Δευτέρα φεύγω.
-Καλό ταξείδι.
-Ευχαριστώ παιδιά. Θα το βγάλομεν πάλι ασπροπρόσωπο το Μαρούσι! Ασφαλώς και οι Χαλαντριώτες για μιάν ακόμη φοράν θα σκάσουν από το κακό τους.
~
Μερικές μέρες μετά, αγαπητοί φίλοι, η ελληνική αντιπροσωπεία άνοιγε την μεγάλη παρέλαση των αθλητών στο κατάμεστο στάδιο του Βερολίνου. Προηγείτο ένα παιδί που κρατούσε την πινακίδα GRIECHENLAND. Ακολουθούσε η ελληνική σημαία και μετά ο περήφανος Μαρουσιώτης, ο περήφανος Έλληνας, φορώντας την άσπρη του φουστανέλα και το σκούρο του γιλέκο, κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι. Όλοι οι θεατές σηκώθηκαν για να τιμήσουν έναν μεγάλο ήρωα.
Αν θέλετε να ζήσετε τις απίθανες στιγμές του 1896 πατήστε εδώ: