Ένα είναι τ’όνομα: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ποιος δεν ξέρει την πλατεία Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου. Κάποτε pour le plaisir des yeux, ήταν πλημυρισμένη γλάστρες και λουλούδια, λίγο αργότερα pour le plaisir du gout προστέθηκε και ο γνωστός σε όλους τους κιμπάρηδες «Κώστας» με τα σουβλάκια του. Σήμερα, η πλατεία ανακαλύφθηκε από καφετέριες που την ζωντανεύουν με τη νεολαία τους και την «πνίγουν» με τα τραπεζάκια τους.
Και όμως, πίσω ακριβώς από το ιερό του ναού ορθώνεται ένα ζωντανό μουσείο. Το νεοκλασικό παραδοσιακό κτίσμα του 1838 με την επιβλητική του παρουσία και τις βιτρίνες μιας άλλης εποχής, μπορεί να περνά απαρατήρητο στη νεολαία που διασκεδάζει σε απόσταση αναπνοής, όχι όμως και στον αθηναιογράφο που, με σεβασμό και -γιατί να το κρύψουμε- λίγο τρακ, περνά το κατώφλι του.
Εδώ διακινήθηκε από το 1925 ό,τι σχετίζεται με το κέντημα, το πλέξιμο και το ράψιμο. Εδώ η Ελλάδα, από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη, γνώρισε τις γαλλικές κλωστές DMC, εδώ εταιρείες-θρύλοι από Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία παρακαλώ, όπως SCHIRER και PRYM, έστελναν τις καλύτερες συλλογές των προϊόντων τους. Ένα είναι τ’όνομα: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ. Ο ιδρυτής Ηλίας και οι άξιες κόρες του, Χρυσούλα και Μαρία.
Μοναδικό μαγαζί από κάθε άποψη! Κατ’αρχάς, αναρωτιέσαι, μπαίνοντας, σε πια περίοδο της Παλιάς Αθήνας βρίσκεσαι. Στην περίοδο του Όθωνα; Τα γαλόνια των στρατιωτικών σου θυμίζουν τις εντυπωσιακές στολές των Βαυαρών που τις πέρασαν και στους δικούς μας. Στην Ρομαντική περίοδο; Κάποιες batista από την Αυστρία υποκλίνονται μεγαλόπρεπα. Στην Belle Époque; Φυσικά αυτές είναι δαντέλλες valencienne. Και έρχονται κάποια μανικετόκουμπα του 1936 να σου θυμίσουν ότι υπήρχε και περίοδος Μεσοπολέμου. Ποιος νοιάζεται για χρονολογίες μπροστά σε χιλιάδες είδη που απλώνονται από το δάπεδο μέχρι το ταβάνι (πεντάμετρο παρακαλώ!);
Αφού περάσουν κάποια δευτερόλεπτα προσαρμογής, ψάχνεις να βρεις τις δυο αδελφές· αρχόντισσες μιας άλλης εποχής. Χωμένες μέσα σε βελονοσιδερικά, κουμπιά, κορδέλες και αμέτρητα άλλα είδη, σε υποδέχονται με ένα χαμόγελο γεμάτο ζεστασιά και ειλικρίνεια. Η σκέψη μου πετάει γρήγορα σε κάποιες διαφημίσεις της Παλιάς Αθήνας που παίνευαν την εντιμότητα του τάδε εμπόρου… κοσμητή της αγοράς, οι ευγενείς τρόποι του οποίου υποχρέωναν τον μουστερή (όπως έλεγαν τότε τον πελάτη). Ιδού λοιπόν και η προσωποποίηση του ορισμού του εμπόρου μιας άλλης εποχής.
Με αναλαμβάνει η κυρία Μαρία. Η κυρία Χρυσούλα είναι αφοσιωμένη στο laptop και προσπαθεί να βρει πώς ενεργοποιείται ο διαβολεμένος ήχος!
Αμέτρητα είδη…
Πρώτη ερώτηση: -Πόσα είδη έχετε σ’ αυτό το μαγαζί;
-(γελάει) μονολεκτική απάντηση: Αμέτρητα. Μέχρι και η εφορία πείστηκε και μας πιστοποίησε κάποιες απαλλαγές…
Το μάτι μου περιπλανιέται στην υποτιθέμενη αναρχία των δεκάδων χιλιάδων ειδών και παραλλαγών, έτσι όπως σκαρφαλώνουν τους ψηλούς τοίχους. Η κυρία Μαρία με «διαβάζει»…
-Είτε το πιστεύεις είτε όχι, επικρατεί απόλυτη τάξη. Δεν υπάρχει περίπτωση να μας ζητήσουν κάτι και να μη το βρούμε αμέσως.
Χαμογελώ. Ο νους μου πάει στην έκφραση: «Ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα». Η κυρία πάλι με διαβάζει και μου πιάνει μια βελόνα σχεδόν πιο ψιλή και από τρίχα. Για πολύ ψιλές χάντρες σχολιάζει, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Αφήνω τα χαμόγελα και καταγίνομαι με την ιστορία του μαγαζιού.
Η ιστορία του μαγαζιού
-Το μαγαζί του πατέρα μας ήταν πράγματι μοναδικό στο είδος του, γιατί εκπροσωπούσε τα καλύτερα εργοστάσια. Απασχολούσε 9 υπαλλήλους και μία ταμία κι εξυπηρετούσε μόνο πελάτες χονδρικής. Καθημερινά, το πολιορκούσαν γυναίκες που είχαν κατεβεί για ψώνια στην Ερμού και τα πέριξ, αλλά δεν αφήναμε να μπουν μέσα, γιατί θα γινόταν το απόλυτο αδιαχώρητο.
-Οι γυναίκες εκείνης της εποχές έμεναν πολύ στο σπίτι και ασχολούνταν με το κέντημα, το πλέξιμο και το ράψιμο. Ο πατέρας μας (στην παρέα μας έχει προστεθεί και η κυρία Χρυσούλα που έλυσε εντωμεταξύ το πρόβλημα του ήχου) είχε μια μονομανία με την ποιότητα. Πάντα ήθελε το καλύτερο και ει δυνατόν κατ’αποκλειστικότητα. Σχεδόν πάντα τα κατάφερνε, γιατί πλήρωνε.
-Θυμάμαι ακόμη, δεν ήμουν καλά-καλά 20 χρονών, και με έστειλε στην Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για αγορές. Ακόμη αναρωτιέμαι πώς με άφησε η αυστηρή μητέρα μας. Μοναδική οδηγία, να φέρω συλλογές κατ’αποκλειστικότητα. Με πολύ τρακ γύρναγα από περίπτερο σε περίπτερο και αντί άλλης εισαγωγής, ήθελα να βεβαιωθώ από τους έκπληκτους αλλά καθόλα χαμογελαστούς εμπόρους ότι μου έδιναν ό,τι πιο ακριβό. Φυσικά ο πατέρας μας όχι μόνο με συγχάρηκε, αλλά είχε να το λέει για το προχωρημένο γούστο μου!
-Μη τα βλέπετε όλα αυτά σαν ψιλολόγια, υπάρχουν π.χ. δαντέλες guipurt σε ύφασμα, που κοστίζουν 300 Ευρώ το μέτρο! Στη χονδρική, συμπληρώνει η κυρία Χρυσούλα.
Θωμάς Σιταράς: Για πέστε μου λιγάκι, τώρα που διευρύνατε το μαγαζί και στη Λιανική, τι πελάτες έχετε;
-Εκτός από τους μεμονωμένους πελάτες: οίκους μόδας, οίκους νυφικών και ενδυματολόγους θεάτρου και κινηματογράφου που βρίσκουν σε μας ό,τι χρειάζονται για να αναπαραστήσουν πειστικά περασμένες εποχές.
Θωμάς Σιταράς: (Η κυρία Μαρία γελάει ξαφνικά) Γιατί γελάτε;
-Θυμήθηκα, όταν γυριζόταν το φιλμ «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», οι παραγωγοί αφού σήκωσαν το μαγαζί και έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι, επέμεναν πιεστικά, σαν εξπέρ της Παλιάς Αθήνας που είμαστε, να τους βρούμε και τη Λατέρνα! Τους τη βρήκαμε τελικά κι’αυτή.
-Φαντάζομαι ότι, σαν γνήσιες Ατθίδες, γεννηθήκατε κάπου εδώ κοντά…
-Το πατρικό μας ήταν στου Ψυρρή, οδός Αγαθάρχου 7. Ένα τριώροφο αρχοντικό που, επειδή ξεχώριζε, το αποκαλούσαν το «Μέγαρο». Όλη η συνοικία είχε δυο «Μέγαρα»: το δικό μας και εκείνο του Καλημέρη, που είχε μάλιστα και ιδιωτικό εκκλησάκι, την Αγία Παρασκευούλα, όπως αποκαλούσαμε χαϊδευτικά την Αγία Παρασκευή.
Θωμάς Σιταράς: Μια τελευταία ερώτηση που ίσως ενδιαφέρει τους αναγνώστες: Τι επαγγέλλετο ο Κος Καλημέρης;
-(πλατειά χαμόγελα και απ’ τις δυο) Ψαρέμπορος!
Θωμάς Σιταράς: ΚΥΡΙΕΣ μου, σας ευχαριστώ γι’αυτή μας τη συνομιλία.