Το Μαγιάτικο στεφάνι

Το ότι οι πρόγονοί μας ήταν τετραπέρατοι και ξεπερνούσαν με την ευφυΐα τους κάθε εμπόδιο, σας είναι ήδη γνωστό. Καμιά φορά, όμως, και το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται…

«Ο κ. Αρνιαδάκης είνε νέος καθ’ όλα εν τάξει. Αξιοπρεπής, σοβαρός όταν πρέπει και εύθυμος επίσης όταν πρέπει, γενναίος όταν δεν πρέπει και το αντίθετον όταν πρέπει, ευήθης όπου πρέπει και ευφυέστατος όπου δεν πρέπει, γαλαντόμος όπου δεν πρέπει και σφιχτοχέρης όπου πρέπει, και κατακτητής όταν πρέπει και δεν πρέπει. Κατόπιν όλων αυτών των χαρισμάτων είνε φυσικόν ο κ. Αρνιαδάκης να διαπρέπη, να έχη φίλας και να κάνη μεγάλην ζωήν. Τίποτε άλλο. 

Ο κ. Αρνιαδάκης την παραμονήν της πρωτομαγιάς είχεν ελαφράς στενοχωρίας καθ’ όσον διέθετε ερωμένην μεγάλων διαστάσεων (τρόπος του λέγειν) προς την οποίαν υπεσχέθη να φέρη μεγαλοπρεπή Μάην. Ατυχώς όμως αι υποθέσεις του ολόκληρον την ημέραν δεν επήγαν καλώς, ανωμαλίαι πολλαί του συνέβησαν και κατόρθωσε το βράδυ της πρωτομαγιάς να μείνη με ένα μόνον τάλληρον.

Γνωρίζετε τι τραγωδία είνε αυτή, φίλοι μου δι’ ένα άνθρωπον καθώς πρέπει, που σέβεται τον εαυτόν του, την ερωμένην του και τας παραδόσεις.

-Θα είνε μεγάλος ο Μάης; Του είχε πή η φίλη του.

-Μεγάλος αγάπη μου, της είχεν απαντήσει ο κ. Αρνιαδάκης ολίγον μελαγχολικός.

-Πολύ μεγάλος;

-Τεράστιος!

***

Και τώρα ο καθ’ όλα εν τάξει νέος κατετρύχετο υπο αγωνίας καθ’ όσον δεν εύρισκε κανένα τρόπον να πραγματοποιήση την δοθείσαν υπόσχεσιν.

Ευτυχώς που λόγω αδιαθεσίας η εκλεκτή του δεν του επρότεινε να πιάσουν ομού τον Μάην. Διότι ο δυστυχής θα τα εύρισκε φοβερά σκούρα.

Συμβαίνει όμως το εξής όταν ο άνθρωπος έχη ολίγην φαντασίαν και καλάς εμπνεύσεις: Δεν χάνεται ποτέ. Και επειδή ο άνθρωπος διέθετε και τα δύο εσκέφθη ότι θα ημπορούσε να προσφέρη εις την εκλεκτήν του τον καλλίτερον Μάην της γειτονιάς χωρίς να καταβάλη πεντάραν.

Επήρε λοιπόν αργά περί το μεσονύκτιον τους δρόμους, εκύτταζε ψηλά τις πόρτες των σπιτιών όπου υπήρχε ποικίλον δειγματολόγιον μαγιάτικων στεφανιών. Το πρόγραμμα του ήτο να φυλάξη την κατάλληλον στιγμήν και να βουτήξη το βαρυτιμότερον. Και δεν εχρειάσθη πολύς κόπος. Ο κ. Αρνιαδάκης αφού περιεφέρθη επί ημίσειαν ώραν και εξήτασε όλα τα στεφάνια κατέληξεν εις ένα πραγματικώς πολυτελές και τεράστιον, που εκρεμάτο επάνω εις μίαν μεγάλην σιδηράν θύραν.

-Αυτό θα της προσφέρω!... εσκέφθη. Θα τρελλαθή από την χαράν της.

Και αφού ο φιλότιμος νέος έκοψε μερικές βόλτες για να βεβαιωθή ότι δεν τον έβλεπε κανείς, εσκαρφάλωσε στην πόρτα, ξεκρέμασε με μυρίας προφυλάξεις το στεφάνι και έλαβε την άγουσαν προς την οικίαν της ερωμένης του.

Ένας πόλισμαν που τον είδε στον δρόμο του έκανε μίαν σύστασιν:

-Κύριε, μην το κρεμάτε το στεφάνι σας απόψε. Είνε πολύ ωραίο και κάτι παληόπαιδα που γυρνάνε αυτή τη νύχτα συνήθως μπορεί να σας το κλέψουν!

-Όχι, όχι!... μην ανησυχήτε, κύριε…

***

Η φίλη του κ. Αρνιαδάκη μόλις είδε τον μεγαλοπρεπή Μάην επήδησεν εκ χαράς.

-Χρυσέ μου! Αγάπη μου! Τι Μάης ειν’ αυτός. Τι ωραίος! Τι ωραία τριαντάφυλλα! Θα τρελλαθώ! Μά, μά, μά… -είνε ο θόρυβος των φιλημάτων τα «μά». Αχ θα τον κρεμάσω τώρα, τώρα!

Ο γαλαντόμος κ. Αρνιαδάκης ερρίγησε.

-Να τον κρεμάσης στην μέσα πόρτα.

-Στην μέσα; Αστειεύεσαι; Στην εξώπορτα, να τον δη ο κόσμος!

Ο καλός φίλος επέμενε:

-Μα όχι, όχι!... Θα μας τον κλέψουν!

-Αστειεύεσαι, χρυσέ μου; Τέτοιο στεφάνι και να το σκλαβώσω; Θα το κρεμάσω και τώρα μάλιστα. Έτσι κάνομε κάθε φορά για το καλό του χρόνου. Μην ανησυχής. Δεν μας το κλέβει κανείς. Τόσο ταπεινοί και βρωμεροί λωποδύτες να κλέβουν στεφάνια, δεν μπορεί να υπάρξουν!

Ο κ. Αρνιαδάκης εξεροκατάπινε:

-Όπως θέλεις…

Και αφού ησπάσθη τρέμων την ερωμένην του την εβοήθησε και κρέμασαν εις την εξώπορτα το κλοπιμαίον στεφάνι.

-Φτού να πάρη ο διάβολος –είπεν μέσα του ο κ. Αρνιαδάκης. Να τώχα παρμένο τουλάχιστο από άλλη γειτονιά… Τώρα ο Θεός να βάλη το χεράκι του!

***

Το πρωί της Κυριακής το σπίτι της εκλεκτής του ανεστατώνετο από νευρικά χτυπήματα. ‘Εντρομος η φίλη του κ. Αρνιαδάκη ετινάχθη και έβγαλε την κεφαλήν εκ του παραθύρου. Δύο άνδρες αγριωποί και μια κατσαριδούλα ωρύοντο:

-Παληοκλέφτες! Παληολωποδύτες! Δεν ντρεπόσαστε! Δεν έχετε φιλότιμο! Να κλέβετε τα στεφάνια από τα ξένα σπίτια Φτού σας!

Η γυναίκα έμεινε κατάπληκτος. Η γειτονιά αγουροξυπνημένη άνοιξε τα παράθυρα και παρακολουθούσε τους μαινομένους ανθρώπους.

Ένας πόλισμαν κατέφθασε:

-Να το στεφάνι μας κύρις πόλισμαν! Δικό μας είνε! Χθες το βράδυ το αγοράσαμε και το κρεμάσαμε! Μας το κλέψανε αυτοί οι λωποδύται την νύκτα.

Και υπό την γενικήν καζούραν το στεφάνι εξεκρεμάσθη. Η φίλη του κ. Αρνιαδάκη εδικαιολογήθη εις τον πόλισμαν ότι ήτο εν αγνοία του κρεμάσματος του στεφανιού. Όσον για τον κ. Αρνιαδάκην, αυτός πληροφορηθείς τα διατρέξαντα δεν ετόλμησε ακόμη να εμφανισθή εις το σπίτι της ερωμένης του…».

«Αθηναϊκά Νέα», 1932, Ο Λέων