Αγορά μούστου άνευ καταβολής του αντιτίμου

Οκτώβριος, μήνας του κρασιού και του μούστου αλλά και των αλλεπάλληλων διαξιφισμών των αμπελουργών με τους ταβερνιάρηδες, όταν οι τελευταίοι «ποιούσαν την νήσσαν» περί την πληρωμή του μούστου.

Γεμάτο, λοιπόν, το Πταισματοδικείο της Αθήνας με εξαγριωμένους χωρικούς από όλη την Αττική. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου, μάλιστα, καθόντουσαν κι αρκετοί επειδή είχαν χειροδικήσει ή δημιουργήσει επεισόδια!

Παρακολουθήσαμε δύο υποθέσεις μαζί με τον πρακτικογράφο της εφημερίδας «Ο ΤΥΠΟΣ» (1935) και σας μεταφέρουμε επί λέξει τα διαμειφθέντα.

«Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει» λέγει μια λαϊκή παροιμία. Εκείνος το ηγνόει φαίνεται αυτό. Διότι άλλως, δεν δικαιολογείται πώς εδέχετο και διέθετε κάθε χρόνο τους μούστους του επί πιστώσει εις διάφορες ταβέρνες.

Οσάκις κατήρχετο εκ Μενιδίου διά να κάμη τας εισπράξεις της εβδομάδος, με άλλους λόγους να λάβη την εβδομαδιαίαν δόσιν ήτο αδύνατον να μη συμπλακή και με ένα ταβερνιάρη. Χθες ο άνθρωπος έκαμε τον γύρον όλων των ταβερνών, μετά των οποίων είχε δούναι και λαβείν και εν τέλει κατέληξεν εις το Πταισματοδικείον.

-Διατί κατηγορούμενε; Τι είχες και τα έβαλες με όλο τον κόσμο;

-Εν πρώτοις, κύριε πρόεδρε, δεν τα έβαλα με όλο τον κόσμο, αλλά μόνον με τον πατριώτη!...

-Ποιό πατριώτη; Είνε πατριώτης σου ο ταβερνιάρης;

-Όχι! Αν ήτο πατριώτης μου δε θα του μιλούσα έτσι!

-Μπά; Ώστε δεν θα του μιλούσες έτσι;

-Όχι, σας λέω. Δεν θα του μιλούσα, γιατί και αυτός δεν θα μου σκάρωνε τη δουλειά που μου σκάρωσε ο άλλος!

-Τι δουλειά σού σκάρωσε;

-Αγόρασε μούστους, κύριε πρόεδρε, τους έβαλε στα βαρέλια του, τους πούλησε, εμάζευσε τα λεφτά και μένα με έχει απλήρωτο ακόμη.

-Γιατί; Πώς αυτό;

-Ξέρω κι’ εγώ; Όλοι οι μπεκρήδες έχουνε μεθύσει με το κρασί μου και εγώ δεν έχω πάρει φράγκο μέχρι σήμερα.

-Καλά. Τι συμφωνία είχατε κλείσει, κατηγορούμενε;

-Είχαμε πή, κύριε πρόεδρε, να πάρη τους μούστους και κάθε εβδομάδα να μου δίνη έναντι. Εκείνος όμως ούτε έναντι μου δίνει αλλ’ ούτε και «απέναντι».

-Τι σου λέει; Πως δικαιολογείται;

-Ποιος τον λογαριάζει τι λέει, κύριε πρόεδρε. Εγώ θέ να πάρω τα λεφτά μου και ο κόσμος να καή!

-Τι σου πταίει ο κόσμος;

-Τίποτε! Λέω δηλαδή.

-Τι λες και ξελές; Φαίνεται πώς είσαι συστηματικός καυγατζής.

-Γιατί κύριε πρόεδρε; Διότι ζητάω τα λεφτά μου; Η υπόθεσις δεν παίρνει δεύτερη κουβέντα. Αυτός μου λέει πως τα κρασά χαλάσανε και τα έχυσε.

-Μπά; Έτσι ισχυρίζεται; Και πως έγινε το επεισόδιο, κατηγορούμενε;

-Επάνω στη συζήτησι, κύριε πρόεδρε. Λόγο στο λόγο πιαστήκαμε. Μόλις του ζήτησα τα λεφτά είπε στον ψυχογυιό του και μου έφερε ένα ποτήρι ξύδι.

-Πως; Σου προσέφερε ξύδι;

-Ναι. Μού έδωσε ξύδι και μου λέει: «Πιέ να δής πως έγιναν τα κρασιά σου»! Δεν βάστηξα λοιπόν και εγώ και του τα έχυσα στα μούτρα.

-Και τώρα τι σκέπτεσαι να κάνης; Πως θα εισπράξης τα χρήματά σου;

-Θα πάμε δικαστικώς, κύριε πρόεδρε. Θα φέρω μάρτυρας όλους τους Μενιδιάτες.

-Τι ξέρουν αυτοί για την υπόθεσίν σου;

-Δεν ξέρω! Μια φορά αυτοί θα έλθουν. Ξέρουν δεν ξέρουν θα έλθουν στο δικαστήριο, γιατί και εγώ χίλιες φορές πήγα στο δικαστήριο γι’ αυτούς.

-Ώστε έτσι λοιπόν; Όταν έχη ο ένας δίκη πηγαίνετε οι άλλοι ως μάρτυρες.

-Τι να κάνης κύριε πρόεδρε; Είνε καιρός τώρα να τρέχη κανείς για ψευδομαρτυρας; Δεν έχουνε το Θεό τους. Όταν μάλιστα σε καταλάβουν ότι τους έχεις ανάγκη από 50 που ζητάνε καταλήγουνε στις 100 δραχμές!

-Αρκετά. Το δικαστήριο σού επιβάλλει επιεικώς 100 δραχμών πρόστιμο».

Ο μούστος και η μουσταλευριά

«Η διαφορά των δεν ήτο και τόσον σοβαρά, ουχ’ ήττον όμως ουδεμία λύσις εδίδετο. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος υπεχώρει. Αμφότεροι υπεστήριζον την άποψίν των και απέκλειον κάθε άλλην συζήτησιν.

Εκείνος, ιδιοκτήτης «μεγαλοπρεπούς» ταβέρνας της Πλάκας, είχεν αγοράσει τους μούστους του άλλου και ηρνείτο να καταβάλη το αντίτιμον της ποσότητος δέκα μόλις οκάδων.

-Δεν θα σου δώσω δεκάρα! του έλεγε. Τις δέκα οκάδες μου τις εδώρησες διά να κάνω μουσταλευριά!

Η συζήτησις, κατόπιν της ρητής και κατηγορηματικής αυτής δηλώσεως του ταβερνιάρη εξετραχύνθη και έγινεν αφορμή ζωηρού επεισοδίου καταλήξαντος εις το Πταισματοδικείον.

-Τι έγινε με σας, κατηγορούμενοι;

-Να σας πώ εγώ κύριε πρόεδρε!

-Όχι! Να μη μας πής εσύ! Να σηκωθή πρώτα ο άλλος!

-Κύριε πρόεδρε, δεν φθάνει που μου καθυστέρησε τόσον καιρό τα λεπτά μου, θέλει να μου τα κόψη κιόλας!

-Πως; Θέλει να σου τα κόψη;

-Βεβαίως, θέλει να μου κόψη από το λογαριασμό … Πως το λένε; Να μού αφαιρέση!

-Γιατί κατηγορούμενε; Τι δικαιολογία βρίσκει;

-Λέει πως του τις χάρισα!

-Ποιες, παιδί μου;

-Τις δέκα οκάδες!

-Ποιες δέκα οκάδες;

-Τις δέκα οκάδες του μούστου κύριε πρόεδρε που είνε η διαφορά μας.

-Καλά, τόση μικρή είνε η διαφορά σας και δεν μπορούσατε να την λύσετε; Ήτο ανάγκη να τσακωθήτε;

Εις το σημείον αυτό παρεμβαίνει ο έτερος των κατηγορουμένων.

-Του το έλεγα, κύριε πρόεδρε! Σιγά, του λέω! Μη φωνάζης και θα μου διώξης τους πελάτες και τη διαφορά θα την βρούμε!

-Σου είπε έτσι, κατηγορούμενε;

-Όλο σιγά μου έλεγε κύριε πρόεδρε, αλλά λεφτά δεν έβλεπα. Έλεγε να μιλώ σιγά για να μη τον πάρουν χαμπάρι οι πελάτες του ότι είνε κακοπληρωτής. Μόλις όμως άδειασε το μαγαζί άρχισε να φωνάζη αυτός περισσότερο από μένα. Λες και μου ζητούσε να του επιστρέψω τα δανεικά.

-Εν πάση περιπτώσει, τί γίνεται τώρα; Επιμένεις ακόμη να πληρωθής και τις δέκα οκάδες;

-Μέχρι Δευτέρα Παρουσία θα επιμένω, κύριε πρόεδρε. Άλλως τε καλά θα τη πληρώσω τη νύφη τώρα που έμπλεξα με το δικαστήριο! Να μη πάρω και τα λεφτά μου; Πάει πολύ!

-Ας σηκωθή ο άλλος! Τι λες εσύ δι’ όλα αυτά;

-Τι να πώ, κύριε πρόεδρε; Αυτός λέει ότι του χρωστάω. Εγώ δεν το παραδέχομαι! Ας μου κάνει αγωγή.

-Δεν μας ενδιαφέρει αυτό. Τις διαφορές σας αυτές να τις βρήτε αλλού. Εγώ σ’ ερωτώ τι έχεις να πής για το επεισόδιο.

-Δεν του έδινα φράγκο, κύριε πρόεδρε … Κορόϊδο θα μ’ έπιανε;

-Γιατί θα σ’ έπιανε κορόϊδο, κατηγορούμενε; Δεν σου έδωσε τον μούστο;

-Δεν πιάνεται αυτό! Το μούστο μου τον έδωσε. Αυτή είνε η αλήθεια. Μου τον έδωσε όμως για να φτιάξω μουσταλευριά …

-Και μ’ αυτό;

-Δεν πληρώνεται, κύριε πρόεδρε, η μουσταλευριά!

-Δεν πληρώνεται; Αυτή είνε η ιδέα σου!... Πληρώστε λοιπόν αμφότεροι πρόστιμο 50 δραχμών.

Και ο κατηγορούμενος κατ’ ιδίαν:

-Δίκηο έχει ο πρόεδρος.  Η μουσταλευριά πληρώνεται και μάλιστα διπλοπληρώνεται!... ».