Όταν ο Σουρής άνοιγε μπακάλικο!
Είναι μερικοί τίτλοι που είναι τόσο πιασάρικοι… Άντε να αγνοήσεις την ιστορία με τον Σουρή, που παραλίγο να ανοίξει μπακάλικο το 1894, όταν ο «Ρωμηός» του συμπλήρωνε δεκαετία εκδοτικής επιτυχίας!
«Εις την σωρείαν των τοσούτων λαμπρών παντοπωλείων της πόλεως προστίθεται προσεχώς νεώτατον τοιούτον υπό την διεύθυνσιν του κ. Γεωργίου Σουρή...
Ο Σουρής μέχρι τούδε εξέδιδε κατά Σάββατον την γνωστήν εφημερίδα τον «Ρωμηόν». Η κατάρα όμως, ή μάλλον η πολυθρύλητος δεκαετηρίς του, τον έκαμε ν’ ανοίξη και παντοπωλείον εκεί εις την οδόν Πινακωτών! Τουλάχιστον έτσι βεβαιοί και ο ίδιος σοβαρώτατα κατόπιν σοβαρωτάτου πραξικοπήματος.
Οι εκ Καλάμαις αναγνώσται του «Ρωμηού», θέλοντες να συμμετάσχουν εις τας πολλαπλάς φιλικάς εκδηλώσεις των απανταχού αναγνωστών της εφημερίδος του κ. Σουρή, κατά την εορτήν της δεκαετηρίδος του, τού απέστειλαν χθές δια φορτωτικής:
3 φιάλας σαμπάνια, 4 φιάλας μαστίιχα Χίου, 1 κουτί μπακλαβά, 1 κουτί χαλβά, 4 φιάλας σαρσέζ, 2 φιάλας κονιάκ, 2 κάσσες σταφίδα, 15 φιάλας κρασί, 10 οκάδες φασούλια, 2 τενεκέδες λάδι, 1 κουτί εληές, 1 γραβάτα κόκκινη, 18 τσαπέλες σύκα, 1 αυγοτάραχο, 18 κουτιά τσιγαρέτα Αγρινίου, 4 μεταξωτά μανδήλια, 1 τσατσάρα, 1 σαπούνι, 1 κολοκύθα κόκκινη, 2 κουνουπίδια και ένα βαλς τυπωμένο υπό τον τίτλον “addio dee passato” το όλον συνοδευόμενον υπό του ακολούθου εξαστίχου:
Εκ Καλαμών αποστολή
Στο Φασουλή τον ντερτιλή
Για την γιορτή του την καλή
Μπαχαρικών παντόθεν
Ελιές, κολοκυνθόθεν
Ού μην και φασουλόθεν
Το νοστιμώτερον όλων ήτο η στιγμή της αποσφραγίσεως της αποστολής ταύτης εις την οικίαν του ποιητού, επί της γνωστής τραπέζης, ήτις άλλοτε μεν χρησιμεύει ως περίφημον μέντιουμ μεταξύ των πνευματιζομένων, άλλοτε ως γραφείον εις τον ποιητήν, και άλλοτε ως κατάλληλον έρεισμα είκοσιν αγκώνων φίλων καπνιζόντων το σιγάρον των, παιζόντων το μάους των και εξεταζόντων τα ζητήματα της ημέρας. Συγκίνησις μεγάλη εβασίλευεν εις την αίθουσαν.
Ο Σουρής, με το σιγάρον εις το στόμα, επλησίασε το δέμα, το ήγγιξε διά του δακτύλου του δυσπιστών, τα παιδιά του προσήλωσαν επί πολύ έκθαμβα τα ματάκια των επ’ αυτού, ο Γκιούλ προσέβλεπεν αυτό ατενώς προτείνων απειλητικώς τα δόντια του, η κυρία Σουρή προσεπάθει να εννοήση κι’ αυτή το μυστηριώδες περιεχόμενον του όγκου εκείνου και η συγκίνησις παρετάθη επί πολύ.
Ουδείς ετόλμα να αγγίξη το δέμα. Όλοι είχον βυθισθή εις ονειρώδη έκστασιν, όλοι ωνειρεύοντο σωρούς λουδοβικέιων, τα μικρά, μαγικά παιγνίδια, η Έλλη έν κομψόν βιολί, ο Κρίτων ένα τόπι ελαστικώτατον, τα μικρότερα ένα στρατιωτάκον, μίαν κουκλίτσα και ο Σουρής λίρας, καίτοι δυσπιστών προς την πραγματικότητα του μυστηριώδους όγκου.
Επί τέλους το δέμα ηνοίχθη, και τα ανωτέρω είδη επρόβαλαν ατελείωτα, απροσδόκητα. Έκπληξις, απογοήτευσις, γέλως, ευθυμία. Όλο το σπίτι ανάστατον, τα παιδιά εχοροπηδούσαν, η κυρία Μαρή έμεινεν άναυδος, ο Γκιούλ υλάκτει μανιωδώς, και εν μέσω της κωμικοτραγικής αυτής σκηνής ο ποιητής με το σιγάρον πάντοτε εις το στόμα και μειδιών το ειρωνικόν του χαμόγελον, είπε σκεφθείς ολίγον:
-Δεν είνε άσχημα, γυναίκα, μπορούμε ν’ ανοίξουμε μπακάλικο, μάλιστα μπορούν να στείλουν κι’ άλλοι μπαχαρικά!
Εν τούτοις αν ο κ. Σουρής δεν ανοίξη μπακάλικο, τα μπαχαρικά αυτά θα χρησιμεύσουν την επαύριον της δεκαετηρίδος, ως είδος καθαροδευτεριάτικου γεύματος, κατά την απόφασιν της επί της δεκαετηρίδος του επιτροπής».
«Άστυ», 1894, «Χρονογράφος»