Ευχητήρια

Όλοι όσοι προσέφεραν δημόσιες υπηρεσίες είχαν πάντα έτοιμο έναν έμμετρο καλό λόγο και ευχές για τις γιορτές. Και οι πολίτες, ανταποκρίνονταν με γενναιοδωρία.

«Το εφετεινόν ευχητήριον του σκουπιδιάρη της συνοικίας ήτο συντεταγμένον εμμέτρως:
Ολοχρονίς γυρίζομε
Τους δρόμους καθαρίζομε
Και πάντοτε τα ίδια
Μαζεύομε σκουπίδια!...

Έτσι άρχιζεν η μούσα του σκουπιδιάρη. Στο δεύτερο τετράστιχο εψάλλετο με αβρούς στίχους ο κόπος του ατυχούς επαγγελματίου, εις το τρίτο τετράστιχο τα βάσανα της συντεχνίας του και το τέταρτο και τελευταίο κουπλέ κατέληγεν ως εξής:

Εφ’ όσον κουραζόμαστε
Μαζύ κι’ από συμφώνου
Όλοι μαζύ ευχόμαστε
Υγείαν κι’ από Χρόνου!...

Δεν γνωρίζω αν ο σκουπιδιάρης έλαβε τα ετήσια φιλοδωρήματά του διά τους κόπους του ή το στιχουργικό του τάλαντον. Πάντως θα έπρεπε να αμειφθή δια το δεύτερον πολύ περισσότερον από ό τι οι σουρρεαλισταί ποιηταί.

Το ευχητήριον του σκουπιδιάρη μου έφερε εις την μνήμην παλαιοτέρας καλάς εποχάς, τότε που τα ευχητήρια ήσαν περισσότερα και τα περισσότερα τούτων έμμετρα.

Ευχητήρια εμοίραζεν και ο φανοκόρος της συνοικίας. Σήμερον ο τύπος αυτός δεν υπάρχει. Εσβέσθη όπως και ο παλαιϊκός φανός του. Το ευχητήριον του Φανοκόρου έλεγεν επί λέξει:

Είναι ο πόθος μου κρυφός
Όταν ο ήλιος δύση
Ν’ ανάβω τακτικά το φως
Χωρίς ποτέ να σβύση!...

Έχω κι’ εγώ τον τρόπο μου
Και τρέχω μετά πόνου
Και δώστε μου τον κόπο μου
Για το καλό του χρόνου!

Μετά τον φανοκόρον, φιλοδώρημα έπερνε και ο «νεροκράτης», ο υπάλληλος του Δήμου με το τεράστιο κλειδί που «άνοιγε το νερό». Αυτός εις το ευχητήριό του ήτο συντομώτερος:

Εγώ ανοίγω το νερό
Και θέλω πουρμπουάρ γερό!...

Ο άνθρωπος είχε δίκηο. Εζητούσε πουμπουάρ διότι και το νερό «που μπουάρ» το άφινε, αν συζητήσωμεν γαλλιστί.

Έπερνε και αυτός το φιλοδώρημά του, και έφευγε δια να εμφανισθούν οι γκαζιέρηδες ή οι «φυσηταί του αεριόφωτος» όπως έγραφεν η κάρτα των.

Αυτοί δεν ίππευαν Πηγάσους. Ήσαν πεζότατοι και έλεγαν απλώς ότι «εύχονται υμίν το νέον έτος 1899 αίσιον και ευτυχές»

Αλλά μετά τους «φυσητάς του αεριόφωτος» η υπηρέτρια εφώναζε στην κυρία της:

-Κυρία οι γκαζιέρηδες!

-Πάλι;

-Αυτοί είνε άλλοι.

-Άλλοι είμαστε κυρά! Ηκούετο από την ςξώθυραν ανδρική φωνή.

Πράγματι άλλοι ήσαν. Αυτοί εκαλούντο εις το έντυπον ευχητήριό των «οι εργάται επισκευής των μολυβδοσωλήνων του φωταερίου» και ηύχοντο και αυτοί επίσης «το νέον έτος με πάσαν υγιείαν και ευτυχίαν». Πεζοί και αυτοί, πεζότατοι.

Κατ’ αντιδιαστολήν ποιηταί ήσαν και οι εφημεριδοπώλαι οι οποίοι άφιναν και αυτοί ευχητήρια:

Πάντα πουλάμε εφημερίδες
Κι’ ο νέος χρόνος νάρθη μ’ ελπίδες!
Εμείς που φέρνομε τόσες ειδήσεις
Εμείς σου ευχόμαστε αφέντη να ζήσης!...

Και τα λοιπά και τα λοιπά… Παληά καλά χρόνια που πέρασαν τόσο γρήγορα και σάρωσαν στο διάβα τους, τόσα όνειρα, τόσες παιδικές μας ελπίδες και άφησαν αναμνήσεις και μόνον αναμνήσεις που μόλις διακρίνονται κρυμμένες μέσα σε τούφες χιονάτα μαλλιά!».

Νέα Ελλάς, 1940, Δημήτρης Γιαννουκάκης