Η κρίση «χτύπησε» και τη γιορτή του Μανώλη μας

«Ισχνοτάτη και εφέτος η στήλη των εορταζόντων. Πετσί και κόκκαλο. Οι άνθρωποι δεν εορτάζουν πλέον. Ήταν κι’ αυτό μια μόδα. Σήμερα μόδα είνε να μην έχεις ονομαστικήν εορτήν. «Δεν εορτάζει ούτε δέχεται επισκέψεις ο κ. Μανώλης Πισπιρίγκος».

Ημπορεί να εζημιώθησαν τα ζαχαροπλαστεία που έκαμαν λιγώτερες τούρτες, και τα ανθοπωλεία αλλά ησύχασεν η οικογένεια από την φοβερή φασαρία της εορτής.

-Μα και για ποιο λόγο, σε παρακαλώ, μου έλεγεν απολογούμενος τρόπον τινά, ένας μη εορτάσας Μανώλης. Επειδή συνέπεσε να έχω το ίδιο όνομα με τον εορτάζοντα την γέννησίν του πρέπει να εορτάσω και εγώ; Αυτό δεν το καταλαβαίνω. Έπειτα το βαπτιστικό μου όνομα είνε κάτι που δεν το εδιάλεξα εγώ, αλλά μου το φόρτωσαν εις μίαν εποχήν που εγώ δεν είχα καμμίαν συνείδησιν. Ημπορεί ακόμη και να το αντιπαθώ το όνομα αυτό.

Ξέρω κάποιον που είνε δυστυχής γιατί λέγεται Ευσέβιος. Σιχαίνεται το όνομά του σαν τις αμαρτίες του. Και όταν μια φορά του Αγίου Ευσεβίου επήγα να τον χαιρετίσω, μόνον που δεν μ’ εγκρέμισε απ’ τις σκάλες. Είχε δίκηο; Είχε!

Βεβαίως είχε, λέγω κ’ εγώ. Και ο μεγαλείτερος γλεντζές του κόσμου όταν λέγεται Ευσέβιος δεν ημπορεί να γλεντήση. Πώς να κυλήση μέσα στο οργιαστικό γλέντι μιας αμαρτωλής νύκτας ένα όνομα που πηγαίνει μόνον με την προσευχή; «Γειά σου Ευσέβιε!». Αδύνατον, δεν πάει ούτε με το κρασί ούτε με το ξεφάντωμα. Ούτε και στο πιάνο ακόμη ημπορείτε να συνοδεύσετε ένα Ευσέβιον. Μόνον με την καμπάνα του εσπερινού.

Αυτός βέβαια είνε ένας λόγος να μην εορτάζουν οι άνθρωποι. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος σπουδαιότερος: Η φασαρία του σπιτιού, ο μέγας πονοκέφαλος της προετοιμασίας, το δράμα, μάλιστα το δράμα των επισκέψεων. 20, 30, 50 άνθρωποι θα ανεβοκατέβουν τις σκάλες για να επαναλάβουν όλοι στερεοτύπως την ίδιαν ευχήν: «Χρόνια Πολλά, και Ό,τι επιθυμείτε».

Αυτά εάν δεν είσθε δημοφιλής, εάν όμως συμβαίνει να είσθε και δημοφιλής, τότε πάτε χαμένος. Ο μισός τουλάχιστον πληθυσμός της πόλεως θα περάση να σας σφίξη το χέρι, το οποίον περί την δύσιν του ηλίου θα έχη ξεβιδωθή…

Αφήνω το μέγα ψεύδος που κρύβεται κάτω από όλες αυτές τις ευχές δια την ευτυχίαν και την μακροζωίαν του εορτάζοντος. Κανένα δεν ενδιαφέρει, εκτός του δανειστού σας, αν θα ζήσετε χίλια χρόνια ή μίαν ώραν.

Αλλά είνε και κωμικόν το ύφος που παίρνουν οι άνθρωποι που εύχονται. Νομίζεις ότι συνδέονται δια συγγενείας μετά των αοράτων δυνάμεων και ότι αι ευχαί των θα εισακουσθούν. Μπορεί ο ουρανός να χαλάση το κέφι του κυρ-Σωτηράκη ή της κυρίας Κατίγκω; Τι σου ευχήθηκε η κυρία Κατίγκω; Χίλια χρόνια; Θα τάχης!

Αλλά και αν υποτεθή ότι δεν πιάση η ευχή της κυρίας Κατίγκως και δεν λάβης ως δώρον τα χίλια χρόνια, θα λάβης ασφαλώς τον πονοκέφαλο της εορτής και τις χίλιες ασπιρίνες.

Από όλην όμως αυτήν την ιστορίαν γλυτώνεις με ένα «δεν»! «Δεν εορτάζει, ούτε δέχεται επισκέψεις ο κ. Μανώλης»

ΈΘΝΟΣ, 1938, Τίμος Μωραϊτίνης