Τα απρόοπτα της Μάσκας

Η διεισδυτική και ζωντανή πένα του Παύλου Νιρβάνα, μεταφέρει στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» (1927) μια ασυνήθιστη αποκριάτικη ιστορία. Κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να μασκαρευτεί και να παρουσιαστεί άγνωστος μεταξύ αγνώστων στο ίδιο του το σπίτι. Το τι επακολούθησε βέβαια δεν το φανταζόταν ούτε στον χειρότερό του εφιάλτη…

«Ηλικιωμένος και σοβαρός, κατά πάντα, φίλος μου ανήγγειλε, σήμερον το πρωί, μίαν καταπληκτικήν είδησιν.

-Τάμαθες; Έγινα κ’ εγώ μασκαράς εχθές το βράδυ.

-Αστειεύεσαι;

-Ξέρεις ότι δεν συνηθίζω ν’ αστειεύωμαι.

-Σούστριψε λοιπόν;

-Όχι δυστυχώς ακόμη. Κοντεύει όμως να μου στρίψη με αυτά που είδαν τα μάτια μου

Και μου διηγήθη τι είδαν τα μάτια του.

-Λοιπόν εφόρεσα ντόμινο και μάσκα και πήγα…

-Στα φιλικά σου σπίτια;

-Όχι φίλε μου. Επήγα στο σπίτι μου.

-Στο σπίτι σου;

-Στο σπίτι μου. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς μασκαρεύτικα. Θέλησα να ιδώ τι εντύπωση θα κάνω στους δικούς μου υπό μάσκαν. Αν θα με αναγνωρίσουν, δηλαδή αν θα με οσφρανθούν, αν θα με μαντεύση η αγάπη των προσφιλών μου. Και αν δεν με εμάντευε, να ιδώ τέλος πάντων ως ξένος τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι μου.

-Όπως δηλαδή η ψυχή του παλαιού εκείνου ποιήματος που ξαναγυρίζει στον κόσμο και πηγαίνει στο σπίτι της και βλέπει όλα τα πράγματα που μπορούν να απογοητεύσουν ένα νεκρόν.

-Κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Άκουσε όμως την περιπέτειάν μου. Επήγα λοιπόν στο σπίτι μου μασκαρεμένος. «Δέχεσθε μασκαράδες;» ερώτησα. Η υπηρέτρια μου, που έχει διαρκώς κατεβασμένα μούτρα όταν φθάνη ο κύριος της με υπεδέχθη φιλοφρονέστατα: «Ορίστε κύριε, επάνω ορίστε!» μου είπε γλυκύτατα, «περιπεράστε παρακαλώ». Επροχώρησα. Ο σκύλος μου όμως μού επετέθη αγρίως και είδαν κ’ έπαθαν να τον συγκρατήσουν από το να με κατασπαράξη…

-Και έπειτα λένε ότι τα σκυλιά έχουν όσφρησιν.

-Δε βαρυέσαι. Πρόληψις. Αλλά και αν έχουν φαίνεται ότι δεν την εμπιστεύονται όσο τα μάτια τους. Τέλος πάντων εμπήκα μέσα. Τα παιδιά μου βγήκαν στο διάδρομο και με υπεδέχθησαν με αλλαλαγμούς, με γέλια, με ένα ενθουσιασμόν ακράτητον.

-Όπως πάντοτε δηλαδή…

-Δε βαρυέσαι! Ποτέ μου δεν έλαβα με τη φυσική μου εμφάνιση από τα παιδιά μου την υποδοχή που έλαβα ως μασκαράς. Επί τέλους με ωδήγησαν στη γυναίκα μου. Ο ίδιος ενθουσιασμός κ’ εκεί.

-Όπως πάντοτε…

-Αστειεύεσαι; Με τη φυσική μου εμφάνιση συναντούσα διαρκώς μπροστά μου κρεμασμένα μούτρα. Τώρα η κυρία ήτο φιλομειδεστάτη. Με υπεδέχθη με ενθουσιασμόν. Μ’ έβαλε να καθίσω σιμά της. Προσπαθούσε νε με μαντεύση.

-Δεν σ’ εμάντευσεν;

-Ευτυχώς. Αλλοίμονό μου αν μ’ εμάντευε. Εννοείται ότι με κάθε τρόπον επροσπάθησα κ’ εγώ ν’ αποφύγω το απευκταίον. Της έκαμα φιλοφρονήσεις αλλάζοντας τη φωνή μου. Μου τας ανταπέδωκε. Εκάναμε πνεύμα. Σχεδόν φλερτάραμε. Ήτο άλλη γυναίκα. Μου θύμιζε την εποχή των αρραβώνων μας.

Αλλά το όνειρον διελύθη αποτόμως. Είχα την ανοησία να τη ρωτήσω τι κάνει ο άνδρας της, προσποιούμενος ότι είμαι στενός του φίλος. Αλλοίμονον! Μου έκαμε ένα μορφασμόν αηδίας που έλεγε πολλά και διάφορα εις βάρος μου. Έπειτα μου είπε: «Δεν αλλάζουμε θέμα σας παρακαλώ»…

Αλλάξαμε θέμα. Έγινε πάλιν φιλομειδής, ακτινοβόλος. Επέμεινε να βγάλω τη μάσκα μου. Αν ήτο δυνατόν! Σηκώθηκα και τώσκασα αφίνοντας πίσω μου την εντύπωσιν του μυστηριώδους αγνώστου και παίρνοντας μαζί μου την απογοήτευσί μου και την θλίψιν μου.

Ανεστέναξεν, έμεινε σιωπηλός λιγάκι και κατόπιν είπε:

-Αν έλειπε και το γαύγισμα του σκυλιού μου, που ώρμησε να με κατασπαράξη σου ορκίζομαι ότι δεν θα ξαναγύριζα στο σπίτι μου. Αυτό τουλάχιστον είμαι βέβαιος ότι αγαπά περισσότερο τον αφέντη του από τους ξένους και τους μασκαράδες».