Ο νοικοκύρης του σπιτιού Χρόνια Πολλά να ζήσει

Του Θωμά σήμερα, και με τις ευχαριστίες μου για τις ευχές σας, λέω να σας τρατάρω μια περιγραφή γλεντιού του 1900, με αφορμή την ονομαστική γιορτή ενός «γκάγκαρου» Πλακιώτη…

Γιορτάζει, λοιπόν, ο φίλος μας κι έχει καλέσει σε «τσιμπούσι» για το καλό, μερικούς συγγενείς και στενούς του φίλους, να φάνε κάνα «κοψίδι». Οι προσκαλεσμένοι του καταφθάνουν, φυσικά, «συν γυναιξί και τέκνοις».

Μετά τις ευχές  και τα σχετικά καλωσορίσματα, «Καλώς ορίσατε» - «Καλώς σας βρήκαμε», αρχίζει να ετοιμάζεται το τραπέζι. Επειδή είναι καλός ο καιρός, το φαγοπότι θα γίνει στην αυλή για περισσότερη άπλα. Ο σπιτονοικοκύρης δίνει το καλό παράδειγμα. Μπαίνει μέσα στο σπίτι του και βγάζει το σακάκι του. Θα καθίσει στο τραπέζι μ’έξω το πουκάμισο για να μην καψώνει, να ευχαριστηθεί και ν’απολαύσει το φαΐ του!

Οι καλεσμένοι βγάζουν τότε κι αυτοί τα σακάκια τους. Σχηματίζεται με διάφορα μικρά τραπέζια ένα μεγάλο, μακρύ. Στρώνεται και τοποθετούνται πάνω του τα φαγιά. Κάθονται γύρω απ’το τραπέζι και όλοι δένουν με κόμπο πίσω στο σβέρκο κάτι πελώριες πετσέτες και πέφτουν αμέσως σαν πεινασμένοι λύκοι στο φαΐ.

Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τα χέρια τους αντί για μαχαιροπήρουνα... Σε λίγο αρχίζουν να λύνουν τα ζουνάρια τους. Απ’το πολύ φαΐ και το πιοτό έχουν φουσκώσει κι ανάψει. Το φαγοπότι, όμως, συνεχίζεται μέχρι ξεκοιλιάσματος. Ο σπιτονοικοκύρης απ’τη λαιμαργία του συνέχεια πνίγεται, η δε γυναίκα του τον χτυπάει στην πλάτη λέγοντας «Χριστός».

Στην ώρα καταφθάνουν κι οι μουζικάντηδες με βιολιά, σαντούρια και λαούτα. Το γλέντι πλέον έχει φουντώσει κι η κρασοκατάνυξη συνεχίζεται. Ο σπιτονοικοκύρης, που γιορτάζει, δίνει το σύνθημα. Αρπάζει μερικά πιάτα, τα πετάει με δύναμη ένα-ένα χάμω και τα σπάζει για το καλό της ημέρας. Τον ακολουθούν κι οι άλλοι «συνδαιτυμόνες».

Αρχίζουν τα τραγούδια. Επειδή, όμως, τα ερωτικά θεωρούνταν ανήθικα, τραγουδάνε «Ω λυγερό και κοφτερό σπαθί μου», «Το λαγιαρνί, πούχει το χρυσό μαλί», «Την πέρδικα την πλουμισμένη» και «την τρυγόνα την περήφανη».

Σε λίγο αρχίζει κι ο χορός. Οι οργανοπαίχτες παίζουν. Το γλέντι έχει κορώσει κι οι άντρες, όλοι τύφλα στο μεθύσι, χορεύουν και τραγουδάνε κάποιο διφορούμενο άσεμνο της εποχής.

Ο σπιτονοικοκύρης δεν μπορεί να κρατηθεί απ’τον ενθουσιασμό του. Αρπάζει ένα όπλο «γκρα» κι αρχίζει να ρίχνει ντουφεκιές. Τον μιμούνται κι οι καλεσμένοι του. Βγάζουν τις κουμπούρες τους και πυροβολούν συνέχεια με ομοβροντίες. Το γλέντι πλέον βρίσκεται στο κατακόρυφο. Τα παιδιά φοβούνται, κλαίνε και ουρλιάζουν.

Σύμφωνα με τη συνήθεια, οι χορευτές πετούν στους βιολιτζήδες πεντάρες. Κάποιος, που είναι τύφλα μεθυσμένος, τους ρίχνει ό,τι έχει και δεν έχει και στο τέλος αναποδογυρίζει τις τσέπες του παντελονιού του για να δείξει ότι τις άδειασε απ’το μεράκι του!

Στο σπίτι δεν έχει μείνει ούτε για όρκο πιάτο ή ποτήρι άσπαστο…

Δύο χορευτές πέφτουνε καταγής, ταβλιασμένοι απ’την κρασοκατάνυξη. Οι γυναίκες τους τα χάνουν. Νομίζουν πως πέθαναν απ’το πολύ φαΐ. Μπήγουν τις φωνές και στριγγλίζουν. Τους παίρνουν σηκωτούς, τους ξαπλώνουν στο κρεβάτι και ρίχνουν στο πρόσωπό τους νερό για να συνέλθουν.

Κοντεύει τώρα πια να ξημερώσει κι η διασκέδαση βρίσκεται στο τέλος της. Ο νοικοκύρης σταματάει ένα μακρύ κάρο που πέρναγε, κι ο αραμπατζής βοηθά να φορτωθούν οι καλεσμένοι εορταστές. Θα τους κάνει διανομή κατ’οίκον... Κανένας τους δεν είναι σε θέση να σταθεί στα πόδια του και να βρει την πόρτα του σπιτιού του.

Φεύγουνε τραγουδώντας όλοι μαζί:

«Στο σπίτι που γλεντήσαμε
Πέτρα να μη ραΐσει
Κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού
Χρόνια πολλά να ζήση»

-Και του χρόνου! Τους φωνάζει ο σπιτονοικοκύρης. Γλέντησαν όλοι με τη καρδιά τους. Αξέχαστη βραδιά!

(Κείμενο βασισμένο σε αφήγηση του Αντωνίου Βερβενιώτη στο βιβλίο του, «Η Αθήνα του 1900»)