Χειμωνιάζει στην Παλιά Αθήνα
«Χειμωνιάζει και η Αθήνα μας –η κοσμική Αθήνα μας- ξαναγυρίζει και πάλι στις παληές της συνήθειες… Πάνε τελείωσαν τα ψέμματα. Ο κρυφτούλης πούπαιζε ο ήλιος με τη βροχή τελειώνει κι’ αυτός. Μα μαζί με την αλλαγή του καιρού μας ήρθαν και η αλλαγές της ζωής μας…
Ο αττικός ουρανός κρύφτηκε κάτω απ’ το μουντό, σκυθρωπό, κλαψιάρικο μούτρο του γέρο παράξενου χειμώνα.
Ο ουρανός πνιγμένος στα σύννεφα αφήνει που και που να σταλάζουν απ’ τα μάτια του λίγες χοντρές σταγόνες δάκρυνης βροχής και τα περισσότερα δένδρα έχασαν την φυλλωσιά τους. Τη νύχτα οι δρόμοι είναι έρημοι και τα φανάρια λες πως κι’ αυτά ακόμα ρίχνουν ένα ανήμπορο φως.
Άνοιξαν τα αριστοκρατικά καμπαρέ, πλάι-πλάι με τα «καφέ-αμάν».
Στα πρώτα, ανάμεσα από μυριόχρωμα γλομπάκια ηλεκτρικού και μεταξωτές κουρτίνες, ανάμεσα από τους νέγρους της τζαζ, της ξένες χορεύτριες, το γάλλο diseur, τα φρακοφορεμένα γκαρσόνια, τη φωτισμένη χορευτική πίστα, την σαμπάνια και τα λουλούδια, γλεντούν παίζοντας με χιλιάρικα οι «select» της τύχης και του πλούτου.
Στα δεύτερα, α! εκεί δεν χρειάζεται και τόση πολυτέλεια. Γι’ αυτούς φτάνουν κ’ η χασεδένιες κουρτίνες, φθάνουν η ξεστήθωτες γυναίκες με της βραχνιασμένες απ’ το ξενύχτι φωνές και της φτηνές τουαλέττες. Δεν χρειάζεται σαμπάνια ούτε λικέρ! Φτάνει η μπύρα, το ούζο, η ρετσίνα και λίγα ζεστά μεζεδάκια αντικαθιστούν περίφημα τα σάντουιτς με το χαβιάρι.
Δεν χρειάζεται τόση ετικέττα με τους πρώτους, ούτε αριστοτεχνικός χορός! Φτάνει νάχης κέφι και δυό τρία κατοστάρικα στην τσέπη για να πληρώσης τα σπασμένα-γιατί ας μη ξεχνάμε πως Ρωμηός στο κέφι χωρίς σπασίματα δεν είναι Ρωμηός! Ο Ρωμηός είναι πρώτυπο και την πρωτοτυπία του αυτή επιμένει να την κρατήση και στο γλέντι του.
Θυμάμαι κάποτε σ’ ένα αριστοκρατικό μπαρ στο Βερολίνο, ένα μπαρ που κάθε βράδυ γέμιζε από ανθρώπους όλων των εθνοτήτων, ο διευθυντής του τάχε κυριολεκτικά χαμένα με τους Ρωμηούς πελάτες του. Δεν μπορούσε να τους υποφέρη απ’ την φασαρία, τις φωνές τους και τα ποτήρια που έσπαναν, αλλά δεν μπορούσε και πάλι να τους απαγορεύση την είσοδο, πρώτα-πρώτα γιατί οι Ρωμηοί πλήρωναν πάντα καλά και δεύτερα γιατί οι ξένοι ήταν ενθουσιασμένοι όταν τους έβλεπαν. Και πραγματικά ο ενθουσιασμός των βορείων παγωμένων αυτών ανθρώπων ήταν απόλυτα δικαιολογημένος. Γι’ αυτούς οι Ρωμηοί ήταν οι «υπεράνθρωποι» και το »ρωμαίικο γλέντι» ήταν πιο ενδιαφέρον θέαμα από οποιοδήποτε άλλο!
Μα δεν είναι μόνο αυτά!
Έχουμε και τους «σνόμπ». Αυτοί δα είναι που είναι βάσανο γιατί βάλθηκαν με τα καλά τους ό, τι απομένει ακόμα παληό στην μοντερνίζουσα Αθήνα μας: την υπόγεια ταβέρνα. Εκεί που ανάμεσα απ’ τα μεγάλα βαρέλια που κάτω απ’ το ανύμπορο φως μιας λουσέρνας λαδιού μοιάζουν σαν ξωτικές μεγάλες σκιές, ανάμεσα απ’ το τζάκι του μάγερα και το σαν νανούρισμα τσιτσίρισμα του λαδιού, ανάμεσα απ’ τους ξυλένιους πάγκους και τα μαυρόστενα τραπέζια, θα μαζευτούν το βράδυ, κατά το σούρουπο, οι πιστοί της ολόξανθης ρετσίνας για να ξομολογηθούν τα βάσανά τους.
Στην ταβέρνα αυτή που σ’ άλλους καιρούς βρίσκονταν ανακατεμένοι άνθρωποι μ’ ένα κοινό γνώρισμα: τη μποέμικη ψυχή τους. Όλοι εκεί ήσαν ίσοι. Κι’ ο πλούσιος αστός κι’ ο φτωχός εργάτης. Εκεί που θάρχιζε και θα τελείωνε κάθε γλέντι…
Μα να σήμερα που ο αριστοκρατισμός, ο σνομπισμός θέλησε να χαλάση κι’ αυτό το ήσυχο μέρος. Πλούσια αυτοκίνητα σταματούν μπροστά σε κάθε βρώμικη πόρτα ταβέρνας για να κατεβούν από μέσα κυρίες κομψά ντυμένες και κύριοι με μονόκλ.
Πάνε χωρίς να ξέρουνε κι’ αυτοί γιατί πάνε. Πάνε από αριστοκρατισμό, πάνε για να περάση η ώρα τους, για ν’ απολαύσουν ένα θέαμα βλέποντας τον άλλο κόσμο… τον κοσμάκη…
Ναι, όλες αυτές της συνήθειες θα μας της ξαναφέρη ο χειμώνας… Θα πληρώσουμε σε λίγο τα εισιτήρια των ευεργετικών χορών για τον τάδε η δείνα φιλανθρωπικό σκοπό. Θα δεχτούμε προσκλήσεις ανεπιθύμητες, θα προσκαλέσωμε και μεις ανόρεξα ανθρώπους που δεν μας κάνουν χάζι, αλλά που η κοινωνική εθιμοτυπία και το savoir vivre μας υπαγορεύει να κάνουμε. Τα τσάγια άρχισαν ήδη στα σπίτια, τα πρώτα χρήματα χάθηκαν στα πράσινα τραπεζάκια της τράπουλας των φιλικών σπιτιών. Η πρώτες παρέες γίνηκαν, τα πρώτα ραντεβού δόθηκαν, τα μαθήματα αρχίνησαν στα χοροδιδασκαλεία. Χειμώνιασε.»
(Εβδομάς 1928)