Ένας διαφορετικός οβελίας

Πάσχα, και ο νους μας πάει αυτομάτως στον επαγγελματία που είναι απόλυτα συνδεδεμένος μαζί του∙ στον κρεοπώλη. Εδώ έχουμε βεβαίως την απίστευτη ιστορία του Κίμωνα ή «Βρασερύζη», όπως τον ξέρει καλύτερα η Βαρβάκειος. Ένας κρεοπώλης γεμάτος έρωτα για την Ελπινίκη του…

«Εάν ισχυρισθή κανείς ότι οι κρεοπώλαι δεν έχουν καρδίαν δια τον λόγον ότι καθ΄ό συναλλασσόμενοι με τας καρδίας, όπως και με τα λοιπά εντόσθια των σφαγίων δεν έχουν καιρόν ν΄ασχοληθούν με τα ιδικά των, θα πή ότι δεν ξέρει τι του γίνεται.

Οι κρεοπώλαι αντιθέτως έχουν και καρδίαν ευαίσθητον και σηκότι το οποίον δεν πρίζεται εύκολα, όπως του λοιπού κόσμου και στόμαχον  ο οποίος χωνεύει με άνεσιν πάσαν χηλοπήτταν πραγματικήν ή μεταφορικήν.

Κρεοπώλης από τους περισσότερον αντιπροσωπευτικούς του είδους ο Κίμων Ευερέθιστος ή Βρασερύζης και καρδίαν διέθετε και σηκότι και στόμαχον.

Την πρώτην είχε χαρίσει ανεπιφυλάκτως εις την Ελπινίκην Ζούμη υπηρέτριαν με μέλλον και εξάδα συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας υπηρετούντων εις όλα τα όπλα ήτοι το πεζικόν, το ιππικόν, το πυροβολικόν, το μηχανικόν, το ναυτικόν και την αεροπορίαν.

Το δεύτερον του έπρηζε τρις της εβδομάδος η ως άνω υπηρέτρια παρέχουσα εις αυτόν άλλοτε μεν δυνητικώς ολίγας ελπίδας άλλοτε δε ουδόλως.

Τον τρίτον τέλος ο λαμπρός και υποτακτικός κρεοπώλης της πόλεώς μας εχρησιμοποίει αποκλειστικώς δια να εναποθηκεύση πάσαν χυλοπήτταν την οποίαν παρείχε εις αυτόν η σκληρά ύπαρξις του νεροχύτου. Διότι περί σκληράς υπάρξεως επρόκειτο.

Όταν ο Κίμων Ευερέθιστος ή Βρασερύζης απηύθυνε μειδίαμα μελιστάλακτον και ηδυπαθές προς των ονείρων του το πλάσμα ελάμβανε αντί απαντήσεως περιφρονητικόν κίνημα των ώμων. Εάν δε ο φλεγόμενος κρεοπώλης ετόλμα να συνεχίση την επίθεσιν και διά λόγων τότε τα πράγματα ελάμβανον πλέον δυσάρεστον και προσβλητικήν δι΄αυτόν τροπήν:

-Ελπινίκη γιατί δεν μου μιλάς;

Το βλέμμα του δουλικού περιέρρεε τον ατυχή άνδρα με πάγον.

-Βάλε μου σε παρακαλώ τις μπριτζόλες και μη ζητάς ν΄ανοίξης κουβέντα μαζί μου… Γιατί άδικα πασχίζεις…

Και πράγματι άδικα επάσχιζεν ο άνθρωπος.

Εις το ενεργητικόν του έρωτός του είχε δύο περιστατικά: εν βλέμμα της Ελπινίκης και εν μειδίαμα. Και ταύτα όμως απετέλουν ουτοπίας. Το βλέμμα της Ελπινίκης απηυθύνετο μίαν ημέραν προς έτερον εν τω κρεοπωλείω ευρισκόμενον κατ΄εκείνην την στιγμήν άνθρωπον, το είχεν εισπράξει δε κατά λάθος ο Κίμων, δια τον απλούστατον λόγον ότι η υπηρέτρια ήτο γκαβή. Δια τον αυτόν λόγον, σελέμης του έρωτος, εισέπραξε και το ακολουθήσαν το βλέμμα μειδίαμα ο κρεοπώλης.

Πέραν τούτου όμως ουδέν άλλο. Και ο λυσσών εξ απογνώσεως άνθρωπος του αίματος εξεδικείτο την σκληράν εν τω προσώπω των τετραπόδων αμνών και βοών τους οποίους και επετσόκοβεν ανηλεώς. Τούτο δε, ως εννοεί καλώς ο αναγνώστης δεν προήγεν ουδόλως την ερωτικήν του υπόθεσιν.

Και ήλθεν η Εβδομάς των Παθών. Ο κρεοπώλης εις το στοιχείον του πλέον, εις μάτην προσεπάθει δια συχνών και αγρίων κινήσεων της μαχαίρας του, να σφάζη πλην των αμνών και την καρδίαν της Ελπινίκης, η οποία όμως ουδόλως συγκατετίθετο να παραδώση ανυπεράσπιστον λείαν εις την χασαπικήν μάχαιραν το εκλεκτόν τούτο εντόσθιόν της, το οποίον εξετίμα πολύ φαίνεται και δια την ακεραιότητα αυτού σπουδαίως εφρόντιζε.

Και έτσι μεταξύ αδιαφορίας, απογνώσεως και περιφρονήσεως ευρεθείς ο περιφρονούμενος ανήρ ώμωσεν εκδίκησιν.

Και την εκδίκησιν αυτήν εχάλκευσεν ως εξής: Εδιάλεξε τον καλύτερον αμνόν του κρεοπωλείου του και εντός αυτού ετοποθέτησε κρυφά ένα βαρελότον καταπληκτικού μεγέθους. Γνωρίζων δε καλώς ότι η οικογένεια εις την οποίαν ηργάζετο η Ελπινίκη εσυνήθιζε κατ΄έτος να ψήνη το αρνί στη σούβλα το Πάσχα, έκρυψε τον εκρηκτικόν αμνόν του και ανέμεινε τρίζων τους οδόντας.

Δεν ανέμεινε πολύ… Την πρωίαν του Μεγάλου Σαββάτου, ελαφρά, αέρινος, περισσότερον ατμός και ολιγώτερον θήλυ, πάντοτε όμως αδιάφορος και πάντοτε γκαβή, έφθασεν εις το κρεοπωλείον η Ελπινίκη.

-Ένα αρνί παχύ… είπε λακωνικώς ως ο Λεωνίδας και επισήμως ως ακαδημαϊκός.

-Στόχω φυλάξει απεκρίθη περιποιητικός ο Κίμων.

-Στον πλυντικό παρακαλώ…

Ήθελε να πή στον «πληθυντικό» το αγράμματον θήλυ.

-Καλά ντε, δεν ειν΄ανάγκη να θυμώνετε δεσποινίς. Ορίστε το αρνί σας…

-Είνε παχύ;

-Λουκούμι…

-Πόσες οκάδες;

-Εφτά τρακόσια πενήντα δράμια.

-Πόσο κάνει;

-Όσο θες δώσε…

-Στον πλυντικό παρακαλώ…

-Συγγνώμην.

Επλήρωσεν όσα ήθελεν η υπηρέτρια. Και απήλθεν απάγουσα την τορπίλλην προς το σπίτι της. Οι κύριοί της την συνεχάρησαν θερμώς δια την αγοράν και ετοποθέτησαν τον αμνόν εις θεσιν τιμητικήν εν τω μαγειρείω μεταξύ μιας σκούπας και ενός μάτσου σκόρδων.

Την επομένην λίαν πρωί η θύρα εκρούσθη και ενεφανίσθη ο Κίμων με τα καλά του.

-Καλημέρα. Χριστός Ανέστη!

-Καλά, το ξέρουμε του απεκρίθη αποτόμως η Ελπινίκη.

-Γιατί μιλάς έτσι στον Κίμωνα που μας έδωσε τόσο ωραίο αρνί; Την εμάλωσεν η κυρία της.

Η Ελπινίκη δεν απήντησε.

-Ήρθα για να σας πω ότι το αρνί είναι πλυμμένο, έτοιμο εσυνέχισεν ο κρεοπώλης.

Εφοβείτο μήπως του καταστρέψουν το βαρελότον.

-Κι΄αν θέλετε μάλιστα συνεπλήρωσε, να σας το σουβλίσω κι’ όλα για να μην κάνετε τον κόπο…

Εκφράσεις ευγνωμοσύνης, ευγένειαι, αυγά κόκκινα εκ μέρους της κυρίας, δυσθυμία, κατήφεια και αθεράπευτος περιφρόνησις εκ μέρους της υπηρετρίας.

-«Καλά, έννοια σου. Θα σε διορθώσω…» εσκέπτετο κοχλάζων ο κρεοπώλης.

Εσούβλισε τον αμνόν προσεκτικά και τον ετοποθέτησεν επάνω εις τον λάκκον με τα αναμμένα κάρβουνα που είχεν ανοιχθή εις το μέσον της αυλής.

-Να, τώρα θα γυρίζης έτσι, εξήγησε εν τάχει ο άνθρωπος στην υπηρέτριαν.

-Στον πλυντικό, παρακαλώ…

-«Καλά, έννοια σου. Σε λίγο θα με θυμηθής…» εσκέφθη ο κρεοπώλης απερχόμενος με δυό κόκκινα αυγά εις τα θυλάκια και αγρίαν χαράν εις την καρδίαν.

Ήρχισε να γυρίζη τον οβελίαν η Ελπινίκη και είχε την εντύπωσιν ότι έψηνε αντί του αμνού τον Κίμωνα αυτοπροσώπως. Δεν είχεν όμως προχωρήσει πολύ το ψήσιμον όταν αιφνιδίως συνετελέσθη η καταστροφή:

Μπαμ!!!

Κρότος φοβερός, τρομερός, εκκωφαντικός. Και ως επακόλουθον η κραυγή της Ελπινίκης:

-Παναγία μου!

Ο οβελίας είχε μεταβληθή εις νάρκην. Η φυσιογνωμία δε της Ελπινίκης με τα τεμάχια του αμνού, τα λίπη και την τέφραν παν άλλο ή θελκτικόν θέαμα ενεφάνιζε.

-Κυρία μου! Σώσε με! Αυτός ο παλιάνθρωπος τόκανε από εκδήλωση…

«Από εκδίκηση» ήθελε να πη το ατυχές θήλυ. Και το αποτέλεσμα όλου αυτού του έρωτος και όλης της περιφρονήσεως ήτο καταπληκτικόν: Η οικογένεια επέρασε Πάσχα με αυγά και ελαίας χωρίς να πταίη η δε Ελπινίκη με τσιρότα διότι έπταιε…».

«Χρόνος», 1939, Χ. Χαιρόπουλος