Οι «πανεριτζήδες» της Αιόλου και της Αθηνάς

Η στήλη μας για την Επιχείρηση του Μήνα είναι αφιερωμένη στην «επιχείρηση» του ποδαριού: στους μικροπωλητές της Αιόλου και της Αθηνάς, που άκουγαν στο παρατσούκλι «πανεριτζήδες» και που, με τις διαλαλήσεις τους, γέμιζαν ζωή την πρωτεύουσα.

Κυριολεκτικά έμποροι της ευκαιρίας με είδη από κατάσχεση, εμπορεύματα από πτώχευση, μεταξωτά από τα «βρεμμένα» του τελωνείου…

Όποιος δεν είχε τι να κάνει και ήταν πάρα πολλοί αυτοί, όποιος δεν ήξερε μια τέχνη, όποιος είχε ξεπέσει στην αθηναϊκή άσφαλτο χωρίς άλλα εφόδια εκτός από τη φωνάρα και τα παπούτσια του, αγόραζε τρεις παραμάνες για το γιακά και γινόταν έμπορος ευκαιρίας.

Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Για να επιβιώσεις στην περίεργη αυτή αγορά, έπρεπε να είσαι εύστροφος, ετοιμόλογος, επίκαιρος, πνευματώδης, τσαχπίνης...

Το σχετικό ρεπορτάζ που σκιαγραφεί το χώρο, είναι του Ν.Γιοκαρίνη    από την εφημερίδα «Ακρόπολις» (1940 ):

«Ο κυνηγός που βγαίνει από την χαραυγή στο βουνό, δεν ξέρει αν θα γυρίση σπίτι του με φορτωμένο το δίχτυ του. Έτσι και οι κυνηγοί της ζωής, που ξετρυπώνουν πρωΐ-πρωΐ από τα υπόγεια και τα καμαράκια και τα χαμόσπιτα, δεν ξέρουν κάθε πρωΐ τι μέρα τους ετοιμάζει ο Κύριος.

20 χιλιάδες είνε οι αδήλωτοι, έμποροι του ποδαριού στα σταυροδρόμια της οδού Πανεπιστημίου, τα Χαυτεία, την Αθηνάς και την Αιόλου  και στις γωνιές τις οδού Σταδίου. Το εμπόριό τους δεν στηρίζεται επι της καλής ποιότητος. Προ  παντός βασίζεται επι της ψυχολογίας.

Κατά συνήθειαν είνε τέσσαρες οι συνεταίροι. Ο κεφαλαιούχος, που έβαλε τα μετρητά. Ο «πανεριτζής» που έχει γερό λαρύγγι και αδιαντροπιά και όλη την ώρα θα φωνάζη τον κόσμο που περνά να ρίξη μια ματιά στις εξευτελιστικές τιμές του.

-Κύττα κόσμε, πάρε κόσμε…

Αυτός ο κράχτης είνε με ποσοστά. Όσα ζευγάρια θα πωληθούν τόσα τάλληρα θα εισπράξη από τον κεφαλαιούχο. Είνε πάντα πλάϊ στο κοφίνι και διπλώνει και ξεδιπλώνει τις κάλτσες του, δένει και λύνει τις γραβάτες του. Κάπου-κάπου ψιθυρίζει καμμιά λέξι, και συζητεί με τους αβανταδόρους.

Αυτοί είνε οι άλλοι δύο συνεταίροι. Είνε το ψυχολογικό τμήμα της επιχειρήσεως. Παριστάνουν τους πελάτες. Είνε σοβαροί, αξιοπρεπείς και προκαλούν την συγκέντρωσιν των πελατών με τας ερωτήσεις των.

-Είνε γνήσιο το μετάξι σας;

-Δεν υπάρχει γνησιώτερο κύριε.

Ο αβανταδόρος εξετάζει το είδος, είνε δύσκολος, ερωτά και ξαναερωτά και επιδοκιμάζει τας τόσας κολακευτικάς πληροφορίας περι του εμπορεύματος. Μόλις δή συγκέντρωσιν μερικών αφελών, αμολάει το εκατοστάρικό του και διατάσσει να του διπλώσουν μισή ντουζίνα κάλτσες και άλλη μισή γραβάτες.

-Κύττα κόσμε, άκου κόσμε. Με την ντουζίνα τα πήρε ο κύριος.

Αλλά συμβαίνει να εμφανισθή εις τον ορίζοντα η σιλουέττα του αστυφύλακος. Ο αβανταδόρος που πήρε το πακέττο του και απομακρύνεται, κρατάει τσίλιες εις τη γωνία, κατοπτεύει δηλαδή το δρόμο και ειδοποιεί περί του κινδύνου. Αμέσως το πανέρι σηκώνεται και οι έμποροι γίνονται άφαντοι μέσα στη κοσμοσυρροή του μεσημεριού.

Το ίδιο οι φρουτάδες, απαράλλαχτα οι κασμηράδες, που πωλούν εγγλέζικα κοστούμια, ντυμένοι με ναυτική φανέλλα σαν να έρχωνται κατ’ ευθείαν από το Λίβερπουλ.

Δεν ξέρω πόσοι είνε οι εμπορευόμενοι που έχουν πόρτα στο δρόμο, κατά την έκφρασί τους, που έχουν δηλαδή μαγαζί, μικρό ή μεγάλο, ένα γνωστό στέκι όπου περιμένουν όλη την ημέρα την τύχη τους και τους πελάτες. Υπολογίζω πως θα είνε 5 χιλιάδες. Είνε οι «δηλωμένοι», οι προνομιούχοι.

Αυτοί πληρώνουν ένα δεκάρικο για χαρτόσημο και παίρνουν την σχετική άδεια κατ’ «εκλογήν και αρχαιότητα». Αποφεύγουν έτσι το κυνηγητό με τον αστυφύλακα και τον κίνδυνο του αυτοφώρου. Σ’ αυτούς βεβαίως δεν τους επιτρέπεται να γυροβολούν όπου τους αρέσει. Αυτοί έχουν στη διάθεσί τους ωρισμένη μόνο περιοχή. Είνε σαν να έχουν μαγαζί. Κανείς δεν τους βγάζει από εκεί.

Ας δούμε ένα τέτοιο μικρό «προνομιούχο» μικροπωλητή:

Τα τσιμπιδάκια, τα χτενάκια, τα μιζ-αν-πλί, οι φιλέδες  για τα μαλλιά που έχει φορτωμένα και κρεμασμένα στο ξύλινο ταψί του αυτός ο μικρός της οδού Ερμού, είνε ένα είδος καθωρισμένο στην άδειά του. Στέκεται λοιπόν στη γωνία των δύο δρόμων και φωνάζη:

-Πάρτε, κυρία, φιλέδες για τα μαλλιά.

Τα κεφάλαιά του είνε δραχμαί διακόσιαι ή τίποτε. Ή τα έχη αγοράση τα εμπορεύματα ή είνε υπάλληλος με ποσοστά κάποιου «κεφαλαιούχου» μικρεμπόρου ψιλικών...

Αυτοκέφαλος, ανεξάρτητος και τύπος της αγοράς είνε ο «μπούζης». Έφερε το μπρούντζινο λαγήνι του από την Ανατολή, με τα κουδουνάκια του, με το σελάχι του και με όλα τα έθιμά του. Είνε ο κρύος μπούζι, ο λεμονατζής. Χοντρός, κατακόκκινος, ξυρισμένος σαν φραγκοκαλόγηρος, με ένα πάνινο καπέλλο μικρού παιδιού, ωρύεται εν μέσω των κρεοπωλών και των μανάβηδων, ότι δεν έχει μπούζι πιο… μπούζι από το δικό του.

Η λεμονάδα του είνε από λεμόνι, το λέει, το φωνάζει, ανα την αγοράν. Και μια δραχμή το ποτήρι, το οποίον ξεπλύνεται επι τόπου και σερβίρεται με αφρούς.

Πόσα ποτήρια την ημέρα σερβίρεις;

-Ίστε και μπενήντα, ίστε και εκζήντα. Άμα λεμόνι ακριβό είνε, σερμαγιά πολλά τρώει.

-Και το χειμώνα;

-Σαλέπι.

Είνε και αυτός από τους ανθρώπους που ξημερώνονται με την προσευχή προς τον Κύριο: Δος ημίν σήμερον τον άρτον ημών τον επιούσιον. Αύριο βλέπομε…».