Οι μικρές… ευκολίες σε ένα Δημόσιο Ταμείο

Ασφαλώς κι ο τίτλος σας ξένισε. Δημόσιο κι ευκολίες, πού ξανακούστηκε; Φυσικά και δεν θα σας μιλήσω για 100 δόσεις. Άλλες είναι οι… ευκολίες που θα μας απασχολήσουν εδώ. Αυτές που γράφονται μέσα σε εισαγωγικά!

Ακόμη δεν μπήκατε στο νόημα; Ας αφήσουμε, τότε, τον Παύλο Νιρβάνα να μας τα εξηγήσει καλύτερα, σε ένα χρονογράφημα του 1935. Όπως θα διαπιστώσετε, το θέμα είναι άκρως διαχρονικό (δυστυχώς).

«Αι «μικραί ευκολίαι» είνε εφεύρεσις καθαρώς ελληνική. Δεν είνε ανάγκη υποθέτω να εξηγήσω την λέξιν. Ένα παράδειγμα αρκεί. Έχετε λόγου χάριν ανάγκην να εισπράξετε από κάποιο δημόσιον ταμείον ένα ωρισμένον ποσόν. Όσον και αν έχετε τα χαρτιά σας εν τάξει πρέπει να στριμωχθήτε προ της θυρίδος του ταμείου, να κάμετε ουράν, να σπρώξετε, να σπρωχθήτε και κατόπιν, εάν εν τω μεταξύ δεν επέρασεν η ώρα των πληρωμών, να λάβετε επί τέλους τα πολλά ή ολίγα χρήματά σας, αφού εθυσιάσατε εις αυτά όλον σας το πρωί ή όλον σας το απόγευμα.

Εάν έχετε όμως φίλον τον προϊστάμενον του ταμείου, το πράγμα απλοπλοιείται σημαντικώτατα. Εισέρχεσθε εις το ιδιαίτερον γραφείον του, του παραδίδετε το ένταλμά σας ή την απόδειξίν σας, παίρνετε το καφεδάκι σας που σας προσφέρει ο καλός σας φίλος, και πριν τον καλοπιείτε ακόμη, ένας κλητήρ σας φέρνει και σας παραδίδει τα χρήματά σας κολλαρισμένα χωρίς να μετακινηθήτε από την θέσιν σας. Τούτο ονομάζεται «μικρά ευκολία» και κάθε Έλλην όπου του είνε δυνατόν εννοεί να έχει τας «μικράς του ευκολίας».

Κάποτε όμως τα πράγματα των ευκολιών περιπλέκονται ανελπίστως και ευθύμως. Και μία από τας ανελπίστους και ευθύμους αυτάς περιπλοκάς θ’ αποτελέση το σημερινόν μου θέμα.

Εις το ιδιαίτερον γραφείον του προϊσταμένου ενός πολυσύχναστου ταμείου έτυχε να ευρεθώμεν επί το αυτό, μερικοί φίλοι του, όχι χάριν «ευκολιών» όλοι.

Μεταξύ μας ήτο και κάποιος ιατρός του οποίου η επίσκεψις δεν ήτο εντελώς ανιδιοτελής όπως απεδείχθη εκ των υστέρων. Έξαφνα κάποιος νεαρός κλητήρ ενεφανίσθη κρατών δέσμη χαρτονομισμάτων και διευθυνόμενος προς τον ιατρόν. Ο προϊστάμενός του όμως τον ανεχαίτισε.

-Παιδί μου, του είπε. Πέρασε στο διπλανό δωμάτιο να σ’ εξετάση ο γιατρός, του είπε βιαστικά!

Και ταυτοχρόνως αποτεινόμενος προς τον ιατρόν, επρόσθεσε:

-Γιατρέ μου, περάστε, σας παρακαλώ στο δωμάτιο να εξετάσετε τον κλητήρα μου.

Και ο ιατρός όμως και ο κλητήρ ευρέθησαν εξαιρετικά χονδροκέφαλοι. Ο κλητήρ κατάπληκτος, έσπευδε να βεβαιώση ότι είνε πολύ καλά εις την υγείαν του. Ο ιατρός που εβιάζετο να παραλάβη τα χρήματά του και δεν είχε καμμίαν διάθεσιν να χασομερίση εις ιατρικάς επισκέψεις εξηκολούθησε να τηρή άψογον στάσιν, με τα βλέμματα εστραμμένα προς τα ποδίσαντα χαρτονομίσματά του.

Επί τέλους ο προϊστάμενος έχασε τη υπομονήν του.

-Άκουσε παιδί μου! είπεν εις το κλητήρα. Είπαμε να κάνουμε ευκολίες στους φίλους μας, αλλά όχι και να βρίσκουμε τον μπελά μας. Ευτυχώς που οι κύριοι εδώ είνε δικοί μας άνθρωποι. Αν ήτανε όμως κανένας ξένος, απ’ αυτούς που κάνουνε ουρά στη θυρίδα, τι θάλεγε; Θάλεγε ότι κάνουμε ευκολίες στους ευνοούμενούς μας και αφήνουμε τους άλλους να βασανίζωνται απόξω. Και το λιγώτερο που θα είχε να κάνη θα ήτανε να ζητήση κι’ αυτός να βρη την ευκολία του.

-Θέλω να σου πω παιδί μου ότι τα χρήματα των ευκολιών δεν τα φέρνουν με τον πανηγυρικό τρόπο που τάφερες εσύ, όταν βρίσκωνται και άλλοι μέσα στο γραφείο.

Και αφού ανέπτυξε την μεθοδολογίαν των ευκολιών, έδωκεν εις τον υφιστάμενόν του και τας σχετικάς οδηγίας δια το μέλλον.

-Άκουσε τώρα παιδί μου, για να ξέρης! του είπε. Όταν έρχεται εδώ κανένας γιατρός για την ευκολία του και σου λέω να πας να σε κοιτάξη, θα πηγαίνεις. Αν είνε δικηγόρος και σου λέω να πας για να υπογράψης τα συμβόλαια, θα πηγαίνης. Αν είνε παππάς και σου λέω να πας να σε θάψη, θα πηγαίνης. Αντιλογίες δεν θέλω! Κατάλαβες τώρα;

Ο πτωχός νέος είχε καταλάβει πλέον περί τίνος επρόκειτο όπως είχαμεν καταλάβει κ’ εμείς ότι η εχεμύθεια είνε η ψυχή των «μικρών ευκολιών» όπως είνε και των μεγάλων επιχειρήσεων».