Ρούντολφ Μάιφαρτ: Τα ερωτικά καμώματα που τρέλαναν όλη την Αθήνα

Ο Γερμανός έμπορος που στόλισε με τα μπιμπελό του τα αριστοκρατικά σπίτια της Παλιάς Αθήνας και τρέλανε με τα ερωτικά του καμώματα όλη την πρωτεύουσα…

Ο Μάιφαρτ ήταν από τους τελευταίους Βαυαρούς που έφτασαν στην Ελλάδα την εποχή του Όθωνα. Μαζί με τον πρώτο βασιλέα είχαν  κατέβει τότε, όπως ήταν φυσικό, και πολλοί Βαυαροί. Ολόκληρο επιτελείο. Γιατροί, δικηγόροι, χημικοί, μηχανικοί, έμποροι, παπουτσήδες, σαγματοποιοί, πεταλωτές, σιδηρουργοί, επιπλοποιοί.

Βαυαροί στρατιωτικοί οργάνωσαν πρώτοι το στρατό μας. Βαυαροί γιατροί και χημικοί δίδαξαν επιστήμες. Βαυαροί μηχανικοί -καλά ή άσχημα, αδιάφορο- ρυμοτόμησαν και χάραξαν τους πρώτους δρόμους κι έχτισαν τα πρώτα κτίρια. Βαυαροί τεχνίτες στο τέλος εκπαίδευσαν και τους πρώτους δικούς μας μαστόρους.

«Χάνοντας» τη γυναίκα του…

Ο έμπορος Ρούντολφ Μάιφαρτ εγκαταστάθηκε στη γωνιά της οδού Ερμού και Βουλής και πουλούσε υπέροχα μπιμπελό και θαυμάσια παιγνίδια. Ήταν ο τέλειος τύπος Γερμανού, αλλά και συνάμα χαρακτηριστικός τύπος 50άρη δαντή της εποχής. Ξανθός, ροδοκόκκινος, με χαμόγελο πάντα που χαρακτηρίζει τον ανοιχτόκαρδο άνθρωπο, τον καλοζωισμένο, τον ευγενικό. Προσεγμένη εμφάνιση, κομψός και κομψευόμενος, με μια πελώρια καμέλια στην μπουτονιέρα του, εξυπηρετούσε καθημερινά την πελατεία του.

Είχε μια γυναίκα, Γερμανίδα κι αυτή, ωραιότατη και νέα. Χαριτωμένη και γλυκιά, ήταν να την πιεις στο ποτήρι. Η παράδοση βεβαιώνει ότι την λάτρευε και ότι  κι εκείνη, μέχρι μια ορισμένη καμπή του βίου της, τον λάτρευε παρομοίως...

Κατόπιν, μετά την καμπή… Μια κομψή σιλουέτα ενός νεαρού, ωραίου και αρρενωπού αξιωματικού του πυροβολικού μπήκε ανάμεσα στο ανδρόγυνο. Σαν αστραπή διαδόθηκε τότε ότι τη σύζυγό του την έκλεψε ο Χ.Χ.. Απαρηγόρητος ο δυστυχισμένος ο Μάιφαρτ! Έκλεισε για κάμποσες μέρες το κατάστημά του και χάθηκε. Όταν μερικές μέρες μετά ξαναφάνηκε, έλεγε δεξιά και αριστερά:

-Το καϋμένο το Μάιφαρτ! Ένας αξιωματικός… κλέψη εμένα γκυναίκα!

Τι Γερμανίδα, τι Ουγγαρέζα!

Ο χρόνος όμως που περνάει γοργά, του στάλαξε, όπως έγραφαν την εποχή εκείνη, βάλσαμο παρηγοριάς:

Σε κάποιο ταξίδι του στη Γερμανία, για την ανανέωση του εμπορεύματος, πέρασε και από την Ουγγαρία, όπου βρήκε και το αντιφάρμακο του πόνου του∙ μια υπέροχη Ουγγαρέζα.

Όταν φάνηκε στους δρόμους ο Ρούντολφ με το έτερόν του ήμισυ κρεμασμένο στο μπράτσο του, όλα τα μονόκλ καρφώθηκαν απάνω του γεμάτα φθόνο και πόθο, και όλα τα σπαθιά και τα σπιρούνια αντιλάλησαν από τα πεζοδρόμια την κλαγγή του ατσαλιού.

Φυσικά, η βάσκανη μοίρα δεν άργησε να τον φθονήσει. Η Ουγγαρέζα τα έφτιαξε κι αυτή με αξιωματικό –το ‘χε βλέπετε τότε η στολή-  και ο Γερμανός φίλος μας έγινε και δεύτερη φορά… «Το καϋμένο το Μάιφαρτ»!

Τρίτωσε το «κακό»

Τα επαγγελματικά ταξίδια του στην Ουγγαρία συνεχίστηκαν, αφού ο Ελληνικός στρατός προμηθευόταν άλογα από κει. Ο Γερμανός έμπορος είχε τις κατάλληλες διασυνδέσεις. Τον συνόδευε πάντα μια δική μας επιτροπή από αξιωματικούς του ιππικού και κτηνιάτρους.

Στο δεύτερο ταξίδι του, λοιπόν, γύρισε ο Ρούντολφ πάλι με μια πανέμορφη Ουγγαρέζα. Μα αυτή δεν πρόφθασε να φανεί στους δρόμους της Αθήνας κι έπειτα να του μιάνει την συζυγική παστάδα. Του μίανε την κουκέτα του βαποριού από το Τριέστι έως την Πάτρα κι εκεί τον αποχαιρέτισε μαζί με τον αξιωματικό της επιτροπής!

-Άστο ντιάβολος! έλεγε ο Μάιφαρτ φθάνοντας στην Αθήνα. Το Έλληνος αξιωματικός πηγκαίνει στο Ουγγαρία αγκοράση άλογκα… όχι φοράντες.

Και φυσικά, αν δεν καταλάβατε το υπονοούμενο φρόντισε ο ίδιος να το ξεκαθαρίσει απόλυτα, όταν μια μέρα τον ρώτησε ένας γείτονάς του:

-Δεν θα ταξιδέψεις εφέτος κύριε Μάιφαρτ στην Ουγγαρία;

-Τσουμ τόϊφελ μάλ! ήταν η απάντηση, δηλαδή να πάρει ο διάβολος. -Το κύριος Μάιφαρτ κάνει εμπόριο από παιχνίντια. Δεν κάνει προμητευτής φοράντες γκιά το Έλληνος αξιωματικός!

Πρώτο τραπέζι πίστα!

Τα χρόνια περνούσαν και όσο πιο πολύ οι Αθηναίοι ένοιωθαν την ανάγκη να καλλωπίσουν το σπίτι τους τόσο οι δουλειές του φίλου μας πήγαιναν απ’το καλό στο καλύτερο.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα ένα λαμπερό αστέρι ανέτειλε από την σκηνή του «Άντρου των Νυμφών», του περιβόητου καφέ-σαντάν κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Κοντά στην κοίτη του Ιλισού, μέσα σ’εκείνη τη γοητεία του πράσινου και στο μυστήριο των φαναριών του  γκαζιού, έλαμψαν τα φανερά θέλγητρα της Ζαν ντ’Αρράς και φάνηκαν στους διψασμένους, τότε, από σάρκα Αθηναίους ξωτικά πράγματα. Τα σκηνικά όργια της Ζαν ντ’ Αρράς γέμιζαν κάθε βράδυ το ρομαντικό θεατράκι. Πατείς με πατώ σε. Χρυσές δουλειές έκανε ο θεατρώνης. Εκεί έδινε το ραντεβού της η αριστοκρατία. Εκεί και ο Μάιφαρτ. Ανελλιπώς κάθε βράδυ πρώτο τραπέζι πίστα.

Φυσικά, ο ερωτύλος μας δεν άργησε να βρει στο πρόσωπο της ωραίας καλλιτέχνιδος την παντοτινή λησμονιά όλων των τρυφερών ημίσεών του. Ξετρελάθηκε μαζί της, την πήρε γυναίκα του, έκλεισε το μαγαζί της οδού Ερμού και… ανέβηκε στη σκηνή δίπλα στη σύντροφό του! Μάλιστα, αυτό θα πει έρωτας.

Η Αθήνα συγκλονίσθηκε ολόκληρη. Ο Μάιφαρτ στη σκηνή! Όλοι οι κάτοικοι του ιοστεφούς άστεως, έκαναν καθημερινά ένα πέρασμα από το καφέ-σαντάν για να ιδούν τον Μάιφαρτ που χόρευε με την Ζαν ντ’ Αρράς. Η σκηνική παρουσία του Μάιφαρτ στο περιβόητο αυτό καφέ-σαντάν κάθε άλλο παρά πετυχημένη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Αν μάλιστα μάζευε τα μαξιλάρια που του πετούσαν κάθε βράδυ οι θαμώνες, θα ανέπτυσσε σίγουρα μια νέα επικερδή εμπορική δραστηριότητα…

Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που κάποια στιγμή το ζευγάρι αποφάσισε «να πάρει των ματιών του», όπως λέμε, και να χαθεί από την Αθήνα.

(βασισμένο σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Η Εικονογραφημένη», 1919)