Όλα τάχε η Μαριωρή ο Ippodrome της έλειπε…

Επιλέξαμε γι’αυτό το μήνα να σας παρουσιάσουμε τον Αθηναϊκό Ιππόδρομο που χώρεσε κι αυτός μέσα στο Μεσοπόλεμο, στις διασκεδάσεις των προγόνων μας. Τζόγος και κοινωνική επίδειξη∙ τι άλλο ήθελαν κάποιοι νεόπλουτοι για να γεμίσουν το Φαληρικό Δέλτα... Η εβδομαδιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση «Εβδομάς» του 1929 με έντονη σατυρική διάθεση και με τον γαλλικό τίτλο Ippodrome δίπλα σ’έναν αναβάτη, έχει το λόγο:

«Μη σας φανή παράξενο που μεταχειρίστηκα ξενική λέξι για τίτλο του σημερινού μου άρθρου η καλλίτερα που έγραψα με ξένα στοιχεία μια λέξι ολότελα ελληνική. Απλούστατα απεφάσισα να γίνω και εγώ μοντέρνος γιατί αλλοιώτικα κινδυνεύω να χαρακτηρισθώ σαν βλάχος.

Μη γελάτε! Κάτι τέτοια ακριβώς συμβαίνουν στην σημερινή Αθήνα μας. Ύστερα από τόσες και τόσες ατελείς πάντοτε εισαγωγές διαφόρων μαϊμουδίστικων συνηθειών και τρόπων, Ευρωπαϊκών προελεύσεων, τώρα τελευταία μας κατέλαβε και μια ακόμα –η χειρότερη ίσως απ’ όλες- η μανία των ξένων λέξεων, των ξένων εκφράσεων.

Απεφάσισαν λοιπόν οι κομψοί δανδήδες κ’ η πιο κομψές και χαριτόβρυτες ατθίδες να μιλούν και να γράφουν ανακατεύοντες στην ομιλία τους πιο πολλές ξένες λέξεις –αδιαφόρως εθνικότητος- από αυτές της ελληνικές.

Και βέβαια η μανία αυτή εξεδηλώθη πρώτα-πρώτα σ’ ότι ήταν και πιο εύκολο, σε κείνο το πράγμα που θάχαν περισσότερο πεδίον δράσεως, το πιο φρέσκο εξ Εσπερίας κομισθέν: το Ιπποδρόμιο.

Η Αθήνα μας απέκτησε ιπποδρόμιο χάρις στην έμπνευσιν μερικών επιτηδείων επιχειρηματιών, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας.

Απεκτήσαμεν ιππόδρομο, πάει καλά, ξέρετε όμως ότι πριν ακόμα τον αποκτήσουμε είχαμε μάθει απ’ έξω κι’ ανακατωτά όλους τους όρους που μεταχειρίζονται οι φίλιπποι κύκλοι της Εσπερίας;

Ξέρετε επίσης ότι οι περισσότεροι από μας, μόλις μάθανε την είδησι, έσπευσαν να κάνουν παραγγελίες σχετικών βιβλίων και με την ευκαιρία αυτή άρχισαν ν’ αραδιάζουν ότι ξέρανε και δεν ξέρανε από τις ξένες γλώσσες.

Μάλιστα κύριοι! Μάθαμε σε λίγο να εκφωνούμε λέξεις, να συζητούμε για τις «κούρσες», την «πελούζ», το «πεσάζ», τους «τζόκεϊ», τα «σουϊπστέκ», τα «γκανιάν» και τα «πλασέ».

Εμάθαμε πως στις κούρσες η κυρίες πρέπει να φουμάρουν και να παίζουν με μεγαλύτερη μανία από τους άνδρας και με μια λέξι νάναι αυτές οι πιο εκφραστικοί τύποι των παθιασμένων παικτών.

Κι’ αν βέβαια όλα αυτά τα μαθαίναμε χωρίς όμως να εξακολουθούμε με φανατισμό θαρρείς φυλετικό, να μη θέλουμε να μεταχειριστούμε καμμιά απολύτως δική μας λέξι, προσπαθώντας να εξοστρακίσουμε ολότελα απ’ την ομιλία μας  κάθε τι ελληνικό, ε! το πράγμα δεν θάταν και τόσο σπουδαίο ή επικίνδυνο.

Αλλά δυστυχώς στην προκειμένη περίπτωσι συμβαίνει το αντιθέτως ανάλογο. Αρχίζοντας απ’ τους πρώτους ανάρθρους ψιθυρισμούς, από ένα «μερσί» και ένα «παρντόν» φτάσαμε σε σημείο σήμερα να λέμε σ’ εκατό λέξεις τις ενενήντα ξένες.

Χωρίς να το καταλάβουμε καλά-καλά, ίδια κι’ απαράλλακτα όπως συμβαίνει και με διάφορα ναρκωτικά αφήσαμε τους εαυτούς μας ολότελα ανυπεράσπιστους να μας κυριεύση η ξενομανία αυτή, που αρχινόντας από αθώες λεξούλες, φράσεις και μικροσυνήθειες έφταξε σήμερα ν’ αγγίξη τα σπουδαιότερα σημεία της νοοτροπίας ενός λαού.

Και για να σας φέρω ένα μικρό παράδειγμα παρακολουθήστε ένα μήνα τις συναυλίες που δίδονταν. Θα δήτε τότε και θα συμφωνήσετε μαζί μου, πως για να πετύχη μια συναυλία σήμερα στην Αθήνα, δεν παίζει κανένα ρόλο ούτε το πρόγραμμα ούτε οι τίτλοι που θα μπορούσε νάχη ο καλλιτέχνης που την δίδει. Το μόνο απαραίτητο είναι νάχη ο καλλιτέχνης ξενικό όνομα. 

Το ίδιο κι’ απαράλλακτο σημειώθηκε τελευταία με τον κινηματογράφο. Το ρωμαίικο φιλμ δεν παρακολουθήθηκε όπως θάπρεπε να γίνη γιατί απλούστατα οι ήρωες φορούσαν φουστανέλλες κι’ η ηρωίδες βλάχικα.

-Μα τι ευχαρίστησι μπορεί κανείς να βρή μου έλεγε δεσποινίδιον τι, βλέποντας τα Καλάβρυτα και τον Χελμό, ζώντας μέσα σε βλάχους και χωριάτες!

Και ας μη σας φανή παράξενο, αν, όταν καμμιά φορά βρεθήτε μέσα σε σαλόνι, ακούσετε να σας μιλούν για οτιδήποτε πράγμα, και να μεταχειρίζονται όρους και ονομασίες χωρίς ούτε νάχουν ποτέ σοβαρά ασχοληθεί, παίξει, διαβάσει και δεί ακόμα.

-Καλέ έμαθες το νέο ματς της Λαγκλέν;

Και κόβει και ράβει η γλωσσίτσα ενός δεσποινιδίου ανάμεσα από δυό μακιγιαρισμένα χείλη.

-Quelle souplesse, ma chere, quelle souplesse, προσθέτει βαρετά μια άλλη.

Τώρα θέλετε να σας πω ένα μυστικό; Αν ρωτήσετε τις δυό αυτές δεσποινίδες αν έπαιξαν η αν είδαν ποτέ τους τέννις, ασφαλώς θα σας πουν όχι!

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό! Υπάρχει και συνέχεια:

-Χθες σε περίμενα για να πάμε στο Caprice και δεν ήλθες, γιατί καημένη;

-Mille pardons, Λέλα, ξέρεις τι έπαθα; Έπιασα να διαβάσω ένα βιβλίο του Ουγκώ που βρέθηκε μπροστά μου και μ’ έπιασε πονοκέφαλος.

-Ουφ! Και σύ, δεν βρήκες τίποτε άλλο να διαβάσης! Εγώ τουλάχιστο που διάβασα, δυστυχώς, πολλούς τόμους του, πέρσυ στην εξοχή γιατί δεν είχα τίποτε άλλο, δεν μπορούσα να τον χωνέψω. Τον βρίσκω φοβερά ηλίθιο, πολύ ντεμοντέ. Τι να πώ, όσο μ’ αρέσει ο Ντεκομπρά κι’ ο Μαργκερίτ, δεν μ’ αρέσει κανένας μα κανένας. Αυτοί είναι συγγραφείς!

Καημένε Ουγκώ, τι σου έμελλε η μοίρα ν’ ακούσης!»