85 χρόνια πριν: Πλανόδιες «επιχειρήσεις» & μεσημεριανή ανάπαυση
Ό,τι γίνεται σήμερα με τα «Ντάτσουν» και τα σχετικά μεγάφωνα, γινότανε πριν 85 χρόνια συνοδεία ρομαντικής ρομβίας…
Καλοκαίριασε, τα παράθυρα άνοιξαν και οι πλανόδιοι επιχειρηματίες εισβάλλουν παντοιοτρόπως και φυσικά, όποτε τους βολεύει, με τα διαλαλήματά τους στην σπιτική μας ηρεμία.
Ας δούμε όμως αν και πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα 85 χρόνια πριν…
«Όπως δεν μπορεί κανείς να σκεφθή τον χειμώνα χωρίς νάρθουν στο μυαλό του ένα σωρό σκέψεις σχετικές με την εποχή αυτή του χρόνου, χωρίς να θυμηθή τα τσάγια, της χορευτικές ημερίδες και εσπερίδες, την βροχή, το κρύο, της λάσπες, τους κινηματογράφους, τα συγγενικά η φιλικά χορευτικά γκρούπ, τους καστανάδες, τ’ άνοιγμα των σχολείων, τους σαλεπιτζήδες, τα υπόγεια καμπαρέ, έτσι ίδια κι’ απαράλλαχτα δεν μπορεί κανείς να σκεφτή καλοκαίρι χωρίς ζέστη, σκόνη, έλλειψι νερού, μπάνια, εξοχές, ηλιοθεραπεία, εκδρομές, χωρίς… μεσημεριάτικη ανάπαυση.
Κι’ όσο για την ζέστη, την σκόνη, την έλλειψι νερού, είναι κάτι που είμαστε απόλυτα σίγουροι πώς ό,τι και να κάνουμε δεν θάταν ποτέ δυνατό να καλλιτερέψουμε την θέσι μας. Αλλά για την μεσημεριάτικη ανάπαυση δεν χρειάζεται παρά μια γωνίτσα, ένα κρεββατάκι, ένα ντιβάνι, ένα στρώμα για να εξασφαλίσουν στον καθένα λίγης ώρας ανάπαυσι που θάρθη να ξεκουράση τα ταλαιπωρημένα νεύρα, το φλογισμένο κορμί, το αποχαυνωμένο μυαλό.
Λίγης ώρας αναπαυτικός ύπνος το μεσημέρι, φτάνει για να μας κάνη να ξεχάσουμε την πρωϊνή κούρασι, κι’ απ’ την άλλη μας δίνει καινούργιες δυνάμεις για το απόγευμα.
Μα οι καλοί άνθρωποι είχαν να σκεφτούν χωρίς τον ξενοδόχο, που στην προκειμένη περίπτωσι δεν είναι άλλος παρά οι πλανόδιοι πωλητές κι’ η ρομβίες!
Φεύγετε απ’ το γραφείο σας το μεσημέρι κι’ αρχίζετε να περπατάτε πάνω στην καιόμενη άσφαλτο και κάτω απ’ της καυστικές ακτίνες του ηλίου, δεχόμενοι από καιρό σε καιρό στο πρόσωπό σας το θερμό φύσημα του λίβα. Τα μάτια σας ζαλίζονται και η αναπνοή σας βγαίνει βαρειά, πνιγμένη. Στη στάση του τραίνου η του λεωφορείου περιμένετε μισή ώρα ώσπου νάρθη η να βρήτε θέσι. Σας σπρώχνουν, σπρώχνεσθε και τέλος χωρίς και σείς να το καταλάβετε βρίσκεσθε στριμωγμένος σαν σαρδέλλα σωστή. Γύρω σας το κάθε τι έρχεται ν’ αυξήση την πυράδα της ατμόσφαιρας που ζείτε.
Βλαστημάτε την ώρα και την στιγμή που γεννηθήκατε, τον κόσμο, τον ήλιο, το καλοκαίρι. Δεν σας μένει παρά μόνο μια ελπίδα: Να φτάσετε σπίτι σας και να πέσετε στο κρεββάτι σας.
Και φτάνετε. Στο τραπέζι δεν υπάρχει νερό –κι’ αν υπάρχη είναι ζεστό- τα φαγιά σας αηδιάζουν, δεν έχετε όρεξι να κουνήσετε τα χέρια σας, βαρυέστε που ζείτε, τα λόγια σβύνουνε μες στο στόμα σας πριν προφτάσουν να βγούν.
Κ’ επί τέλους, αφού περάση κι’ αυτό το βασανιστικό τέταρτο της ώρας, προχωράτε και πέφτετε σαν ψόφιος στο κρεββάτι σας.
Κλείνετε τα μάτια κι’ απ’ το στήθος σας ξεφεύγει ένας ανακουφιστικός αναστεναγμός. Φαντάζεσθε πως τελείωσαν πια τα βάσανά σας…
Ειρωνία! Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλη η τραγωδία!
Δεν περνούν ούτε δυό λεφτά και η ησυχία του ακουστικού σας τυμπάνου ταράσσεται απ’ τους βραχνιασμένους τόνους της ρομβίας που παίζει κάτω στο δρόμο.
-Ραμόνα, θυμήσου πάλι τα παληά… Ραμόνα…
Απ’ τα χείλη σας ξεφεύγει μια βλαστημιά. Η ρομβία παύει. Δοξάζετε τον Θεό και την Ραμόνα που σας λυπήθηκε εγκαίρως και ξανακλείνετε τα μάτια.
Η ρομβία όμως ξαναρχίζει. Χώνετε το κεφάλι σας κάτω απ΄ το μαξιλάρι κι’ απ’ το μέτωπό σας αρχίζει τώρα να τρέχη ο ιδρώς της αγωνίας.
Καινούρια παύσι, καινούριο ξανάρχισμα.
Ή η ρομβία έχει προηγούμενα μαζί σας ή της αρέσει φαίνεται εξαιρετικά η ώρα αυτή για διασκέδασι.
Υπομένετε καρτερικά την ιδιοτροπία της. Επί τέλους τελείωσε. Τώρα θα μπορέσετε να κοιμηθήτε. Μα δυστυχώς και πάλι γελαστήκατε.
Αρχίζουν οι μανάβηδες, ο καρβουνάς, οι πλανόδιοι πωλητές υφασμάτων, ο σκουπιδιάρης, ο γαλατάς, ο ταχυδρόμος, η ζητιάνα κι’ εγώ δεν ξέρω ποιος ακόμα.
Πάει τελείωσε, δεν θα κοιμηθήτε.
Το ρολόϊ κτυπά τέσσερης. Μόλις προφτάνετε να πάτε στο γραφείο.
Και την ώρα που θα βρεθήτε στον πυρωμένο δρόμο, στριμωγμένος σαν σαρδέλλα μέσ’ στο λεωφορείο τα μάτια σας θα κλείνουνε πιο πολύ απ’ την κούρασι που σας έδωσε η μεσημεριάτικη ανάπαυσί σας παρά η πρωϊνή δουλειά και η ζέστη.»
«Εβδομάς» 1929