Η οδός Αθηνάς και οι πλανόδιοι βιοπαλαιστές της

Ανέκαθεν η Αθηνάς ήταν για την Αθήνα ένας μεγάλος δρόμος. Ένας δρόμος γεμάτος ζωντάνια, κίνηση, ζωή. Μπορεί ο μεγάλος της «αντίπαλος, η Αιόλου, να μην ήταν μακριά, αλλά βέβαια η Αθηνάς είχε πάντα τις δικές της μοναδικές χάρες. Ήταν ο δρόμος του λαού, ένα πολύβουο συνονθύλευμα από εμπορικά, καφενεία, μικρά ξενοδοχεία, ταβέρνες, μαγέρικα και πατσατζίδικα, εργαστήρια κάθε αντικειμένου.
Η «Εφημερίς» θα γράψει το 1891: «Αι οδοί του Αιόλου και της Αθηνάς δεν απέβαλον εισέτι ολοτελώς τον χρωματισμόν εμπορικών οδών ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουσιν ακόμη τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οίτινες εκθέτουσιν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει ένδον το κατάστημά των [...]».
Οι δύο άκρες της, Μοναστηράκι και Ομόνοια, στις οποίες από το 1886 προστέθηκε κάπου στο μέσον και η «Βαρβάκειος» Αγορά, την τροφοδοτούσαν διαρκώς με περισσότερο κόσμο∙ απλό κόσμο. Η Αθηνάς ποτέ δεν ήταν «αριστοκρατικός» δρόμος.
Η Αθηνάς ήταν μια ολόκληρη επαγγελματική τάξη από μόνη της. Μικροπωλητές και πλανόδιοι έμποροι την γέμιζαν με τα πιο περίεργα «εμπορεύματα» και τα πιο ευχάριστα ακούσματα. Μια επίσκεψη στην Αθηνάς μπορεί, χάριν σ’αυτούς, να διαρκούσε μια μέρα χωρίς να το καταλάβεις…
Οι πλανόδιοι βιοπαλαιστές
Όλη την ημέρα, μικροί και μεγάλοι βιοπαλαιστές -άκουγαν στο παρατσούκλι «πανεριτζήδες»- κυνηγούσαν τον επιούσιο, γεμίζοντας τον δρόμο με γραφικότητα και πρωτόγονη αθωότητα. Για τους φτωχούς κατοίκους της πόλης, οι φωνές τους ήταν μια καθημερινή απόλαυση, ενώ για τα παιδιά μια ευχάριστη ψυχαγωγία.
Ο σαλεπιτζής, από τα μεσάνυχτα τοποθετημένος στα καίρια σημεία, στις πιο πολυσύχναστες γωνιές της Αθηνάς, ήταν με το φαναράκι του για τον αργοπορημένο ξενύχτη ή για τον εργάτη ό,τι για τον ερημικό ταξιδιώτη μέσα στο σκοτάδι, το καταφύγιο που υπόσχεται ξεκούραση και ζεστασιά. Το χάλκινο δοχείο με το γαμψό ράμφος, από το οποίο ξεχείλιζε το σαλέπι που έβραζε, και το μετάλλινο τραπεζάκι με τα αραδιασμένα ποτήρια από όπου κρέμονταν τα κουλούρια, περίμεναν τον ξεπαγιασμένο πελάτη. Το ποτηράκι γέμιζε, η κανέλα έπεφτε άφθονη μέσα στο πηχτό υγρό κι ο πελάτης ρουφούσε ηδονικά και με θόρυβο!
Ο καστανάς με το ταγάρι του μέσα σε ένα καλάθι, διαλαλούσε τα βρασμένα κάστανά του τα οποία άχνιζαν μέσα στη παγερή ατμόσφαιρα. Ο στραγαλατζής, πλανόδιος έμπορος ξηρών καρπών, ήταν ο φίλος των παιδιών και ο «νταβλάς» (πάγκος) του η κυριότερη ψυχαγωγία τους. Τα αλατισμένα στραγάλια, τα κίτρινα «αφράτα», ο πασατέμπος, οι σταφίδες, τα καραμελωμένα μπαστουνάκια και τα κουλούρια, τα ζαχαρωτά μπουκαλάκια με το «ροσόλι», οι καραμέλες, τα ξερολούκουμα, ήταν η καθημερινή απόλαυση των μικρών λαίμαργων.
Ο πιο γραφικός και περίεργος τύπος της εποχής εκείνης ήταν ο έμπορος του μαστιχιού. Τυλιγμένο ελικοειδώς επάνω σε ένα καλάμι, το μαστίχι προκαλούσε τα λαίμαργα βλέμματα των μικρών με τη γυαλάδα του και το φανταχτερό του χρώμα. Οι λιλιπούτειοι έδιναν την πεντάρα τους κι έπαιρναν ένα κομμάτι από το ζαχαρωτό αυτό, που ο έμπορος αποσπούσε από το καλάμι. Για να μην κολλά στο χέρι του, ο πωλητής, πριν κόψει το μαστίχι, έφτυνε πλουσιοπάροχα τη χούφτα του και τραβούσε μερικά εκατοστά.
Οι πιο συγκινητικοί τύποι της εποχής εκείνης ήταν οι μικροί πωλητές του «πασατέμπου». Με μια παλιά μαξιλαροθήκη, που η μητέρα τους είχε μπαλώσει κι είχε κρεμάσει από τον ώμο τους, οι έμποροι αυτοί διαλαλούσαν: «Πασατέμπος, για να περνάη η ώρα!» και πουλούσαν το εμπόρευμά τους έχοντας για μέτρο ένα φλιτζανάκι του καφέ.
Το καλοκαίρι κυριαρχούσε ο πωλητής του νερού και των λουκουμιών, ο οποίος διαφήμιζε το εμπόρευμά του: «Λουκούμι και νερό, μια πεντάρα και τα δυο». Έχοντας στο ένα χέρι το κουτί με τα λουκούμια και στο άλλο τη στάμνα, σκεπασμένη με ένα κουκουνάρι, δρόσιζε τους Αθηναίους που έπιναν από το ίδιο ποτήρι, ανύποπτοι για τους κινδύνους που διέτρεχαν.