Kαφεκοπτείο Μισεγιάννη: σημείο αναφοράς εδώ και 100 χρόνια για τους λάτρεις του καλού καφέ
Όπως έχουμε ξαναγράψει, η ιστοσελίδα μας έχει ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στις επιχειρήσεις της Παλιάς Αθήνας που, όχι μόνο άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου μέχρι σήμερα αλλά, παραμένουν στην ίδια οικογένεια χωρίς να αλλάξουν το χαρακτήρα τους και προ πάντων, τη σχέση με την πελατεία τους.
Εις πείσμα της ρήσης του Ξεν.Λαμπρόπουλου, του γνωστoύ πολυκαταστήματος της Σταδίου για τον κάθε ιδρυτή-δημιουργό μιας ελληνικής οικογενειακής επιχείρησης που βλέπει το παιδί του απλώς να τη συντηρεί και τον εγγονό του να την πουλάει, εδώ έχουμε άλλη μια λαμπρή εξαίρεση.
Καφέδες από τα 4 σημεία του ορίζοντα
Πρόκειται για το πασίγνωστο καφεκοπτείο του Μισεγιάννη στο Κολωνάκι, σημείο αναφοράς εδώ και 100 χρόνια για τους λάτρεις του καλού καφέ. Στον αριθμό 7 της οδού Λεβέντη, εκεί που καταλήγει η Ηροδότου στην πλατεία, κάποιοι αλέθουν και ψήνουν τις καλύτερες ποικιλίες καφέ του κόσμου, που τις αγοράζουν μάλιστα απ’ευθείας από συγκεκριμένους παραγωγούς. Εμπορικές συνεργασίες που χάνονται στο βάθος του χρόνου. Το «κεφάλαιο» του μαγαζιού.
Καφέδες από τη Βραζιλία, την Κολομβία, την Κόστα Ρίκα, την Γουατεμάλα, το Μεξικό, τη Νικαράγουα, την Τζαμάικα, την Κένυα, την Αιθιοπία, την Υεμένη ακόμη και από την Τανζανία και τη μακρινή Κούβα. Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι χαρμάνια μπορούν να μας δώσουν όλες αυτές οι ποικιλίες. Προσθέστε σε όλα αυτά και τις ποικιλίες του Ελληνικού για το μπρίκι, του φίλτρου και του espresso και ίσως… μπείτε νοερά στο νόημα. Μέσα σε όλα αυτά, βάλτε και τις αμέτρητες ποικιλίες τσαγιού, ξηρών καρπών και όλα τα συναφή “must” ενός ψαγμένου καφεκοπτείου και έχετε μια καλή εικόνα του τι γίνεται εκεί μέσα.
Οι Άνθρωποι πίσω από την Ιστορία
Ας δούμε όμως, τώρα που χόρτασε το μάτι μας εικόνες, τους ανθρώπους πίσω από την επιχείρηση και την ιστορία τους. Μια ιστορία που ξεκινά το 1914 με τον Γεώργιο Μισεγιάννη , γεννημένο (το 1888) και μεγαλωμένο στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας, να έρχεται στην Αθήνα, διαισθανόμενος ίσως την καταιγίδα που πλησίαζε στα πατρογονικά του μέρη.
Εδώ γνωρίζεται με τον Ιωάννη Μάστορη, που ετοιμάζεται να δραστηριοποιηθεί στο χώρο του καφέ∙ συνεταιρίζονται κι ανοίγουν ένα καφεκοπτείο στην οδό Σκουφά 3, στην πλατεία Κολωνακίου. Τα καφεκοπτεία, τα καταστήματα δηλαδή που καβούρδιζαν, άλεθαν και πουλούσαν καφέ έτοιμο προς χρήση στα νοικοκυριά και τα καφενεία, ήταν ένα σχετικά νέο είδος επιχείρησης. Είδος που έκανε ζωηρά την εμφάνισή του στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι τότε, τόσο τα καφενεία όσο και οι νοικοκυρές, προμηθεύονταν ωμό καφέ, τον καβούρδιζαν σε ειδικά τηγάνια ή περιστρεφόμενους κυλίνδρους και τον άλεθαν σε χειροκίνητους μύλους ή με κοπάνισμα στο γουδί!
Ένα συνηθισμένο, μάλιστα, εμπορικό τρυκ της εποχής, ήταν το κοπάνισμα μπροστά στην είσοδο του καφενείου, ώστε η μυρωδιά να προσελκύει περισσότερους πελάτες ή μουστερήδες, όπως τους αποκαλούσαν κάποτε. «Γάτες» οι πρόγονοί μας!
Ο Γεώργιος Μισεγιάννης είναι ανήσυχο εμπορικό πνεύμα. Δεν πιστεύει πως ο καταστηματάρχης αρκεί να κάθεται στον πάγκο και να περιμένει τον πελάτη. Το κατάστημα αρχίζει να χτίζει γερές σχέσεις με το κοινό της περιοχής∙ ένα κοινό, που πέρα από κλασσικά κλισέ (το «ακριβό Κολωνάκι») ήξερε ανέκαθεν να εκτιμά την ποιότητα.
Ελληνικό εμπορικό δαιμόνιο
Παράλληλα ο «Γιωργάκης» επιχειρεί να επεκτείνει τον κύκλο εργασιών μέσα από συνεργασίες με καφενεία, ζαχαροπλαστεία και ξενοδοχεία. Έτσι, τις δεκαετίες του ’20 και ’30 , μετά από διαπραγματεύσεις και προσφέροντας την καλύτερη ποιότητα καφέ, γίνεται προμηθευτής των ξενοδοχείων «Μεγάλη Βρεταννία» και «Κινγκ Τζωρτζ», του καφενείου του Ζαχαράτου –γνωστό και σαν «Μικρή Βουλή»-, του ζαχαροπλαστείου Ζαβορίτη, του καφέ Γιαννάκη της οδού Πανεπιστημίου, του καφενείου «Βυζάντιο» στην πλατεία Κολωνακίου και πολλών ακόμη.
Ο δαιμόνιος έμπορος από την Πέργαμο, που εν τω μεταξύ έχει εξαγοράσει και το μερίδιο του συνεταίρου του, έχει καταλάβει πολύ έγκαιρα, ότι οι διάφοροι ξένοι που μένουν στα καλά ξενοδοχεία δεν μπορούν συνέχεια να πίνουν «τούρκικο» καφέ και αναζητούν τον γαλλικό και αμερικάνικο τύπο, που έχουν συνηθίσει στην πατρίδα τους. Φροντίζει, λοιπόν, να εισάγει και να διαθέτει πρώτος αυτός τις ανάλογες ποικιλίες, εκτινάσσοντας στα ύψη την εμπορική του καθιέρωση και επιτυχία.
Αναφερόμενοι, βεβαίως, στο Κολωνάκι της δεκαετίας του ’20, να υπογραμμίσουμε παρενθετικά, ότι η όμορφη αυτή περιοχή ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι την ξέρουμε σήμερα. Γύρω από την πλατεία δεν υπήρχαν τότε καφετέριες και ζαχαροπλαστεία, παρά καταστήματα που εξυπηρετούσαν τις βιοτικές ανάγκες των γύρω κατοίκων…
Συγκυρίες και λύσεις ανάγκης…
Φτάνουμε έτσι στο πικρό 1941. Τον Απρίλιο, οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Η ζωή των Αθηναίων θα αλλάξει δραματικά. Μαζί με την ελευθερία τους, θα χάσουν όχι μόνο την ποιότητα ζωής τους, αλλά και πολλά βασικά αγαθά ακόμα. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούν τα μαγαζιά, γίνονται υποτυπώδεις.
Καφές δεν υπάρχει φυσικά και τα διάφορα υποκατάστατά του (ρεβίθι, κριθάρι) είναι σπάνια και υπερπολύτιμα για τη διατροφή και την επιβίωση των Αθηναίων. Πρέπει, λοιπόν, να βρεθεί ένα υποκατάστατο που να μην χρησιμοποιείται καθ’οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η λύση που βρίσκει ο Μισεγιάννης είναι το λούπινο: ένας καρπός, που έως τότε χρησίμευε μόνο για ζωοτροφή-χοιροτροφή, ως επί το πλείστον.
Μετά από παρατεταμένο ξεπίκρισμα με νερό, αποξήρανση, καβούρδισμα και άλεσμα, ο καρπός αυτός έρχεται πιο κοντά στη γεύση του καφέ από οποιοδήποτε άλλον! Ξεκινά λοιπόν η παραγωγή του, που γίνεται στο σπίτι των Μισεγιάννηδων.
Διήγηση
Ο Γιώργος Μισεγιάννης, ο νεότερος (3η γενιά), μου διηγείται:
«Το μαγαζί άνοιγε τότε ελάχιστες ώρες και πάντα υπήρχε κάποιος αστυφύλακας που επέβλεπε την τάξη. Από τις διηγήσεις του πατέρα μου Μιχάλη, θυμάμαι ότι στην κατοχή και κατά διαστήματα, το Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» έβρισκε ωμό καφέ, τον οποίον μας εμπιστευόταν για επεξεργασία –ψήσιμο και άλεσμα. Φυσικά, το άρωμα του καφέ απλωνόταν σε όλη την πλατεία και ξεσήκωνε τους κατοίκους του Κολωνακίου, που συχνά μαζεύονταν γύρω από το μαγαζί, παρακαλώντας ή και απαιτώντας κάποιες φορές, μια μικρή ποσότητα που θα ικανοποιούσε τη δίψα τους για πραγματικό καφέ! Δύσκολο και μάταιος κόπος να τους εξηγήσεις πως ο καφές δεν ήταν δικός μας…
Η έλλειψη του καφέ, της βασικής, δηλαδή, πρώτης ύλης, θα έλεγε κανείς ότι είχε αφήσει το μαγαζί χωρίς αντικείμενο. Για να μπορέσουμε να κρατήσουμε την επιχείρηση, πουλάγαμε διάφορα άσχετα είδη, όπως λάδι, σαπούνι και άλλα, ενώ 3-4 ημέρες του μήνα ο μεγάλος μύλος του καφέ μετατρεπόταν σε αλευρόμυλο και άλεθε σιτάρι, καλαμπόκι και άλλα δημητριακά, που οι πελάτες προμηθεύονταν από συγγενείς τους στην επαρχία και τα έφερναν για επεξεργασία, με αντίτιμο ένα μικρό ποσοστό της παραγόμενης ποσότητας. Πραγματικά δύσκολα χρόνια…
Σε μια γειτονιά, που οι περισσότεροι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, ήταν φυσικό να συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα. Ο πατέρας μου γελάει πάντα με την αστεία ιστορία κάποιου γόνου πλούσιας οικογένειας, ονόματι Βόγλη. Συνήθιζε να αγοράζει ψάρια από την ψαραγορά, τα έφερνε στην πλατεία και τα μοίραζε στον έκπληκτο κόσμο. Αυτό το σκηνικό επαναλαμβάνονταν πολύ συχνά και φυσικά δημιουργούσε ατμόσφαιρα πανηγυριού στην πλατεία. Ώσπου τελικά η οικογένεια του εν λόγω νέου, ανήσυχη για τα λογικά του, επενέβη και τον περιόρισε κατ’οίκον.
Πανηγύρι γινότανε και με μια κυρία, ονόματι Μαρίκα Παλαιστή, που ήθελε κατά τα λεγόμενά της να γίνει βουλευτής Κολωνακίου. Εμφανιζόταν, λοιπόν, στην πλατεία και έβγαζε «πύρινους» λόγους, δημιουργώντας ευθυμία στους παριστάμενους.»
Το 1950 η σκυτάλη αλλάζει χέρια
Από τη δεκαετία του 1950, το τιμόνι του καφεκοπτείου θα αναλάβει ο υιός Μιχάλης. Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων ανέβαινε εν τω μεταξύ σταδιακά, και πολλοί άρχισαν να αναζητούν περισσότερα καταναλωτικά αγαθά –ρούχα, παπούτσια, συσκευές- αλλά και υπηρεσίες -διασκέδαση, εστίαση-, ώστε να μιμηθούν τον δυτικό-ευρωπαϊκό τρόπο ζωής.
Το Κολωνάκι, ήδη στέκι της πνευματικής αριστοκρατίας της Αθήνας, συγκέντρωνε πολιτικούς και καλλιτέχνες. Παράλληλα, ως περιοχή έκφρασης των καινοτομιών, έγινε η κατ’εξοχήν γειτονιά όπου εμφανίστηκαν οι χώροι που εξέφραζαν το νέο τρόπο ζωής. Μέσα σε λίγα χρόνια, πολλά από τα παλιά καταστήματα κλείσανε και στη θέση τους άρχισαν να φυτρώνουν τράπεζες, ανθοπωλεία, καφέ-ζαχαροπλαστεία κλπ..
Το Καφεκοπτείο Μισεγιάννη διατηρεί μια σταθερή θέση σε όλες αυτές τις αλλαγές, αφού έχει ένα μεγάλο ατού: τη σχέση που είχε δημιουργήσει με την πελατεία του τις προηγούμενες δεκαετίες∙ ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τον κόσμο του Kολωνακίου και όχι μόνο, βασισμένο στην πανθομολογούμενη συνέπεια και εντιμότητα των ανθρώπων του.
Έτσι, στις επόμενες δεκαετίες η πελατεία του αυξάνεται ραγδαία. Και δεν είναι οποιαδήποτε πελατεία: Οι πιο γνωστοί πολιτικοί, λογοτέχνες, ηθοποιοί και γενικά άνθρωποι των Γραμμάτων και Τεχνών, αλλά και επιχειρηματίες, πέρασαν την πόρτα του καταστήματος. Υπήρχαν στιγμές που το μαγαζί θύμιζε λογοτεχνικό καφενείο.
Η «καλή πελατεία» του καφεκοπτείου
Ζητάμε από τον κύριο Μιχάλη να μας αναφέρει ενδεικτικά κάποιους από αυτούς:
«Θυμάμαι την μεγάλη Κυβέλη, με τη χαρακτηριστική φωνή της να μου παραγγέλνει τηλεφωνικά. Θυμάμαι τον Κώστα Βάρναλη που, αφού έπινε τον καφέ του στο απέναντι καφενείο του Θ.Φωστιέρη, ερχότανε και έπαιρνε τον καφέ για το σπίτι του, με το βλέμμα του πάντα στραμμένο σε όποιο θηλυκό περνούσε κοντά του.
Θυμάμαι τον γλυκομίλητο Δημήτρη Μυράτ με την Βούλα Ζουμπουλάκη, τον καλοσυνάτο Θανάση Πετσάλη-Διομήδη παρέα πάντοτε με τη γυναίκα του, τον πάντοτε σοβαρό Μάνο Κατράκη, την γλυκύτατη Βάσω Μανωλίδου και την επιβλητική Αλέκα Κατσέλη, που γέμιζε το μαγαζί με την παρουσία της.
Ο Μάνος Χατζηδάκις, πριν πάει στο «Βυζάντιο» για να πιεί τον καφέ του με τη συνοδεία γλυκού κουταλιού, περνούσε για να πάρει για το σπίτι τον πολύ μαύρο καφέ που συνήθιζε. Μάλιστα σε κάποια στέκια, όπου ήταν τακτικός θαμώνας, (και πάνω απ’όλα στον «Μαγεμένο Αυλό»), ζητούσε ο καφές που του έφτιαχναν να είναι απ’του Μισεγιάννη!
Η γυναίκα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου περνούσε κάθε μέρα και έπαιρνε 100 γραμμάρια καφέ, γιατί ο πρόεδρος τον ήθελε πάντα φρέσκο. Ο Γεώργιος Ράλλης ερχόταν πάντα ο ίδιος για να διαλέξει τα τσάγια του, ενώ η γυναίκα του ερχόταν χωριστά για τον καφέ της.».
Η ποικιλία “Blue Mountain Jamaica” και ο Ελληνικός καφές
Απευθύνω μια τελευταία ερώτηση στον καλοσυνάτο κύριο Γιώργο που, από το 1997, έχει αναλάβει πλέον τη διαχείριση του καφεκοπτείου:
-Ποιόν θεωρείται τον καλύτερο καφέ που διαθέτει το μαγαζί σας;
Χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, ο συνομιλητής μου έχει έτοιμη την απάντηση:
«Η ποικιλία Blue Mountain Jamaica, που παράγεται σε συγκεκριμένη φάρμα του ωραίου αυτού νησιού (Flamstead Estate), θεωρείται ο πιο φημισμένος καφές παγκοσμίως.».
Ευχαριστώ τον ευγενικό συνομιλητή μου και πλησιάζω την έξοδο του καφεκοπτείου, αλλά στην πόρτα μου έρχεται άλλη μια ερώτηση:
-Πίνουν οι Έλληνες «ελληνικό»;
«Οι μεγάλες ηλικίες κυρίως. Οι μεσήλικες κυρίες πίνουν γαλλικό, οι κύριοι εσπρέσσο, όπως και οι νέοι. Οι μικρές ηλικίες δεν έχουν καταφέρει να έρθουν κοντά στον Ελληνικό.».
Και επειδή, βέβαια, σας άνοιξα την όρεξη, κάντε και ένα οπτικοακουστικό πέρασμα από το μαγαζί, προτού «πάτε πλατεία»… Θα μάθετε, μεταξύ άλλων, και πόσο κάνει ο καφές απ’τη Τζαμάικα!