Κρασιά Παπαγεωργίου: Ανακαλύψαμε την καλύτερη ρετσίνα
Στη Μεσογείων φτιάχνεται ακόμη η καλύτερη κεχριμπαρένια…
Φθινόπωρο∙ και η «Επιχείρηση του Μήνα» δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ένα παραδοσιακό κρασοπουλιό. Ανεβαίνοντας τη Μεσογείων και πλησιάζοντας πια την Αγία Παρασκευή, ελαττώστε ταχύτητα. Ένα βαρέλι με δυο μπουκάλια κρασί θα δώσουν το στίγμα για να σταματήσετε. Η πινακίδα γράφει: ΚΡΑΣΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ και η διεύθυνση είναι Μεσογείων 376. Σας το λέω εγώ, μια και είναι άσκοπο να περιμένετε να διαβάσετε κάποιον έγκυρο αριθμό στην ταμπέλα. Το μαγαζί διατηρεί ακόμη τον αριθμό που του έδωσαν όταν πρωτοάνοιξε το 1923… ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ 24!
Μάλιστα κυρίες και κύριοι. Έτσι είχαν τα πράγματα κάποτε. Ο δρόμος για το Λιόπεσι, όπως αποκαλούσαν οι Αρβανίτες την Παιανία, δεν ήταν παρά ένας καρόδρομος, εντελώς αραιοκατοικημένος, με οικόπεδα που δεν έπεφταν κάτω από τα 8-10 στρέμματα, γεμάτα πεύκα. Μετά το 1965 φάρδυνε η Μεσογείων και γέμισε σιγά-σιγά πολυκατοικίες, μου εξηγεί ο Γιώργος Παπαγεωργίου (3η γενιά), κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του.
Εδώ λοιπόν, τα παλιά χρόνια, άνοιξε το ταβερνάκι του ο Γιώργος Παπαγεωργίου (1η γενιά), αμπελουργός από την Παιανία, με τη γυναίκα του Μαρία. «Λιοπεσιώτισσα» ήταν φυσικά τ’όνομά της. Το πηγάδι πότιζε τ’άλογα που σέρνανε τα κάρα και η άδολη κεχριμπαρένια που ετοίμαζε ο ιδιοκτήτης από τ’αμπέλια του (Σαββατιανό Μεσογείων), ξεδιψούσαν τους περαστικούς και τους λιγοστούς κοντοπίτες.
Έλα όμως που ο ρητινίτης οίνος φτιαχνόταν με τέτοιο μεράκι και τέχνη που ξεχώριζε. Έτσι, σιγά-σιγά το μαγαζί άρχισε να γίνεται γνωστό. Στις μεγάλες του δόξες 15 βαρέλια σφηνωμένα στα βάγενα του υπογείου φιλοξενούσαν 13.500 κιλά ρετσίνα!
Οι μεγάλες δόξες της «Λιοπεσιώτισσας»
«Όλοι μας οι πελάτες τότε ορκιζόντουσαν στη ρετσίνα, θα συμπληρώσει ο κύριος Γιώργος. Ούτε κόκκινο, ούτε ροζέ, ούτε αρετσίνωτο δεν έμπαινε στο μαγαζί. Ιδιαίτερα στα πανηγύρια της Αγίας Παρασκευής, μαζευόντουσαν πάνω από 1.000 άτομα. Ο κόσμος τότε έπινε, γλεντούσε, ξέδινε. Ο παππούς και ο πατέρας μου Μιχάλης, μετά το 1939 που ανέλαβε, έφερναν και συγκροτήματα και καταλαβαίνετε τι γλέντια τρικούβερτα γινόντουσαν. Από εδώ πέρασε η Σωτηρία Μπέλλου, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και τόσοι άλλοι γνωστοί καλλιτέχνες.
Μετά την κατοχή, οπότε η ρετσίνα πουλιόταν κανονικά αλλά έλειπαν οι πλουσιοπάροχοι μεζέδες, η «Λιοπεσιώτισσα» γνώρισε μεγάλες δόξες.
Τα Σαββατοκύριακα ξεμέναμε από καρέκλες και νοικιάζαμε όπου βρίσκαμε. Θυμάμαι ακόμη τα 3 φορτηγά του ΦΙΞ που τις μετέφεραν. Τις καθημερινές, ερχόντουσαν οι μόνιμοι πελάτες του κόμματος των βαρελοφρόνων και τιμούσαν τον μπακαλιάρο, τον πατσά, τη ρέγγα και τη φασουλάδα συνοδεία τουλάχιστον 3 κιλών ρετσίνας, έκαστος! Όλοι τους ήταν κοτσονάτοι. Δεν θυμάμαι κανείς να πέθανε κάτω από τα 90!».
Μετά το 1965 η ταβέρνα γέμιζε τα μεσημέρια από την εργατιά που δούλευε στις οικοδομές του Χολαργού και της Αγίας Παρασκευής. Τα βράδια ερχόντουσαν οι οικογένειες, ενώ όλοι οι φανατικοί της ρετσίνας μαζευόντουσαν από ολόκληρη την Αττική με 6κιλες νταμιτζάνες, για να δοκιμάσουν το νέκταρ του Παπαγεωργίου και να το πάρουν σπίτι τους.
Η ανακαίνιση του μαγαζιού και η γιαγιά Φανή
Από το 1985 η επιχείρηση πέρασε στον συνομιλητή μου που δηλώνει αμπελουργός και οινοπώλης.
«Βασικά, τα τελευταία χρόνια είχαμε περιοριστεί στην πώληση των κρασιών που πάντα φτιάχνουμε με μεράκι και παραδοσιακές συνταγές. Η γκάμα πλουτίστηκε και με κόκκινο, ροζέ κι αρετσίνωτο, και οι πελάτες παραμένουν πιστοί και φανατικοί. Πρόκειται όμως τον επόμενο μήνα να «αναστήσουμε» την ταβέρνα μας, διατηρώντας το παραδοσιακό ντεκόρ».
Δίπλα μας στο τραπέζι, να μη της ξεφεύγει κουβέντα, η εμβληματική γιαγιά Φανή, 91 ετών παρακαλώ, που μαγειρεύει στη μαντεμένια στόφα που είναι δίπλα, ακόμη και το ζυμωτό ψωμί της.
-Πέστε μου γιαγιά για κάποιον ονομαστό πελάτη σας που θυμάστε ακόμη.
Η κυρά-Φανή δεν διστάζει ούτε δευτερόλεπτο:
«Η Αγία Παρασκευή ήταν συνοικία ηθοποιών και πάντα τους είχαμε στα πόδια μας με τις παρέες τους. Θυμάμαι ιδιαίτερα τον Θανάση Βέγγο, πιο ανθρώπινο και πιο πρόσχαρο από τις ταινίες του, που ερχόταν με την νταμιτζάνα του να την γεμίσει κρασί. Γεμίζαμε όλοι αγαλλίαση από την παρουσία του».
Την μαγειριά της ημέρας την τιμά και η κρασοπαρέα του κυρίου Γιώργου που δεν τον αφήνει ποτέ μόνο. Είναι ακόμη 11 πρωί Σαββάτου, αλλά τα φρεσκοπλυμένα ποτήρια περιμένουν.
Στο μυαλό μου περνάν παρόμοιες εικόνες από την εποχή του Όθωνα με τον λαϊκό μπακάλη να βγάζει δυο-τρία τραπεζάκια και να προσφέρει στους φίλους του και τους περαστικούς «το κρύο πιάτο του μπακάλη», εξασφαλίζοντας έτσι και λίγη παρέα στις αμέτρητες μοναχικές ώρες της δουλειάς του. Πολύ γραφικά, η Λίζα Μιχελή γράφει χαρακτηριστικά γι’αυτό το προσφερόμενο «λαϊκό γεύμα»: «Το επί μακράς τραπέζης προ της θύρας του βακάλη λαϊκόν γεύμα, εις το οποίον πρωταγωνιστούν η σαρδέλλα, ο παστός σκόμβρος, αι ελαίαι, τα μαρούλια και ο ωχρόξανθος ρητινίτης».
Κύριε Γιώργο, καλή επιτυχία στο νέο σου εγχείρημα. Εμείς τουλάχιστον δεν θα πάψουμε να σε στηρίζουμε, γιατί μας τροφοδοτείς με νοσταλγικές εικόνες που τόσο έχουμε ανάγκη.
Και για να μην ξεχνάμε και τα ηχητικά μας, ας σιγοτραγουδήσουμε μαζί…