Ερωτικά καταφύγια στο κέντρο της Αθήνας
Τα ζευγαράκια πανηγυρίζουν. Ζέστανε ο καιρός και «ανοίξανε» ομαδικά όλα τα ερωτικά στέκια της Παλιάς Αθήνας.
Μας το θύμισε το κείμενο που μας έστειλε η φίλη μας Α.Κ., παρμένο από το «Εξέλσιορ» του 1932:
«Τώρα το καλοκαίρι δεν είνε η εποχή μόνον της ζέστης, της σκόνης, των κουνουπιών και των αυτοκτονιών, αλλά και η εποχή που η δράσις του έρωτος βρίσκεται στο ζενίθ της. Μέσα στις τόσες πληγές βλέπετε, που μας φέρνει το αφιλότιμο, αυτή η τελευταία είνε η πιο χειρότερη και η πιο πολυέξοδη. Στο κάτω-κάτω της γραφής όλες οι προηγούμενες πού ανέφερα μπορούνε να μπαλωθούν οπωσδήποτε. Αλλά ο έρωτας ;
Αυτός θέλει έξοδα, λεφτά μπόλικα, διασκεδάσεις, πράγματα τέλος πάντων, που η σημερινή κρίσις πολύ δύσκολα μπορεί να επιτρέψη. Και μιλώ για τον έρωτα του καλοκαιριού και όχι τον χειμωνιάτικο. Γιατί σ’ αυτόν κι’ αν δεν θέλεις να ξοδέψης έχεις τουλάχιστον κάποια δικαιολογία. Βρέχει; Δεν έχεις παρά να μην πάς να βρής το αμόρε σου. Φυσσά, κάνει κρύο, χιονίζει; Το ίδιο. Ενώ τώρα το καλοκαίρι; Τα κέντρα των διασκεδάσεων κάθε μέρα και ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια. Κινηματογράφοι, θέατρα, βαριετέ! Κάπου πρέπει τέλος πάντων να καθίσης. Και κάθισμα σε καλοκαιρινό κέντρο ίσον με πετσόκομμα.
Την παληά καλή εποχή, σε παρόμοιες περιπτώσεις, έπαιρνες τη φιλεναδούλα σου από το χέρι, μπαρκαριζόσουνα σ’ ένα οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο και καταστάλαζες σε μιάν εξοχή, όπου με τιποτένια σχεδόν έξοδα θα ανέπνεες καθαρόν αέρα και θα έβρισκες και κάποιο «δωμάτιον δι’ οικογενείας» για να στεγάσης αν ήθελες την ευτυχία σου.
Ναι, αλλά αυτά γινότανε, είπαμε, μόνο την καλή εποχή, που δένανε τους σκύλους με τα λουκάνικα. Σήμερα αν θές να κάνης μια τέτοια εκστρατεία πρέπει νάχης αρκετά φουσκωμένο προϋπολογισμό και πολύ κουράγιο για να την επαναλαμβάνης τακτικά.
Τα πράγματα όμως δεν έπρεπε να μένουν έτσι. Κάπου θάταν σωστό και οι ερωτευμένοι να βρίσκουν καταφύγιο και να μπορούν να πούνε και τα δικά τους με την ησυχία τους. Και ο ρωμηός που δεν τα βάζει κάτω ποτέ, εσκέφθη, έκρινε και αποφάσισε, ότι τα λίγα πάρκα που υπάρχουν στην Αθήνα ήσαν τα πιο κατάλληλα γι’ αυτή τη δουλειά.
Έτσι ο κήπος του Ζαππείου, του Μουσείου, της Ακροπόλεως, ανέλαβαν να φέρουν το δυσβάστακτο βάρος του καλοκαιρινού έρωτος και να διαθέτουν όλως διόλου αφιλοκερδώς την σκιά των δένδρων για την τέλεσι των μυστηρίων του.
Δεν σας κρύβω πως κεντήθηκε η δημοσιογραφική μου περιέργεια για να δώ πώς τα περνούν τα ζευγαράκια πού φέρνουν τα βήματά τους μέχρις εκεί, δι’ αυτό και μια βραδυά που δεν είχε φεγγάρι, απεφάσισα να κάνω μια νυκτερινή εκστρατεία στους βωμούς αυτούς του υπαιθρίου έρωτος.
Οπλίστικα λοιπόν με ψυχραιμία, με υπομονή –παρά λίγο να πώ και μ’ ένα φανάρι- κι’ αρχίνησα την περιοδεία μου από το Μουσείο. Ο ανύποπτος διαβάτης που θα περάση από το φωτισμένο του πεζοδρόμιο και θα δή τον κόσμο να κάθεται ήσυχος-ήσυχος να πέρνη το παγωτό του και να ακούη την μουσική να παίζη τα τελευταία κομμάτια της μόδας, δεν θα φανταστή ποτέ ότι λίγα βήματα πιο μέσα, ο έρωτας εκδηλώνεται σε όλους τους τόνους.
Στα τραπεζάκια που είνε τοποθετημένα στη σκιά, στα παγκάκια κάτω από τα δένδρα ξετυλίγεται ένα ολόκληρο ηχητικό παρλάν και … διεργετικώτατο. Τα ζευγαράκια με τη βοήθεια του σκοταδιού που βασιλεύει δεν παύουν να εφαρμόζουν το ευαγγελικό ρητό «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».
Για μια στιγμή που ακούμπησα σε κάποιο δένδρο για να μπορέσω να διακρίνω τι γινόταν γύρω μου, αισθάνθηκα το δένδρο να μετατοπίζεται από την πλάτη μου και μια φωνή μπάσου να μου φωνάζη:
-Ρέ σύ, στραβός είσαι κι’ ήρθες να πέσης επάνω μας;
Σαστισμένος εζήτησα συγνώμην κι’ έσπευσα να απομακρυνθώ από το καταραμένο μέρος όπου τα δένδρα γίνονται άνθρωποι και τα κλωνάρια ορύονται, σαν τους χαλάση κανένας την ησυχία τους.
Η ίδια κατάστασις βασιλεύει και στο άλσος του Ζαππείου. Εδώ τα ειδύλια πλέκουνται υπό τους ήχους της «Σάντα Λουτσία» και του «Caminito». Η παρουσία των ανθρώπων δεν τους ταράσσσει καθόλου. Τους είνε αδιάφορο αν εκείνος που περνά δίπλα τους στενοχωριέται, νευριάζει, ανάβει κι’ αυτός σαν άνθρωπος με κρέας και οστά. Αυτοί φίλοι μου τη δουλίτσα τους.
-Παρθενόπη μου σφίξε με, ακούγεται μια λιγωμένη φωνή να μουρμουρίζη.
-Να ζήσης Αναξαγόρα μου όχι άλλο πειά, αποκρίνεται εκείνη σα ξεκουρντισμένη νότα οκτάβας.
Τα παγκάκια έχουν καταληφθή από τρία ζευγάρια το καθένα, τα οποία είνε τόσον αφοσιωμένα στη δουλειά τους, ώστε δεν θα τους ενδιέφερε κι’ αν καθόντανε άλλοι τόσοι ακόμη.
Τα ίδια και χειρότερα θα συναντήση κανείς στον ανηφορικό δρομάκο πού φέρνει προς την Ακρόπολη και προς το Μνημείον του Φιλοπάππου. Με την διαφοράν όμως ότι για να πάη κανείς σ’ αυτά τα μέρη με γυναίκα πρέπει να είναι οπλισμένος σαν αστακός για το φόβο των Ιουδαίων.
Σ’ αυτά τα μέρη που ανέφερα παραπάνω μαζεύονται ένα μωσαϊκό ανθρώπων, πάσης τάξεως, προελεύσεως και ποιού. Η μοδιστρούλα εκεί θα καταφύγη όταν σχολάση απ’ τη δουλειά της. Ο φτωχός φοιτητάκος, του οποίου το κομπόδεμα είνε πολύ αδύνατο, εκεί θα πάη μήπως μπορέση και βρή κι’ αυτός την φιλεναδίτσα του. Και η κοσμική όμως δεσποινίς εκεί θα κρύψη το πεταχτό ραντεβουδάκι της. Ο κύριος με το μονόκλ και ο μάγκας θα θεαθούνε πλάι-πλάι χωρίς αυτό να τους δυσαρεστή καθόλου. Μ’ άλλα λόγια καθώς βλέπετε μια τέλεια κατάργησις των κοινωνικών τάξεων».
Ευχαριστούμε αγαπητή Α.Κ..