Πώς γλεντούσαν οι Αθηναίοι τις Αποκριές του 1936

Μέρες που είναι, ας πάμε στην Κυδαθηναίων να παρακολουθήσουμε την πομπή του Καρνάβαλου.

«Η Πλάκα, με τις θρυλικές ωμορφιές της, την καθαρή ρωμηοσύνη της, τα νοσταλγικά τραγούδια της και τα στενά σοκάκια της, ξανάζησε πάλιν χθες όλην την παληά δόξα της. Επί τέλους οι Αθηναίοι που την επεσκέφθησαν, γλέντησαν με την ψυχή τους, ήπιαν ως που έπηξαν από το κρασί και απήλαυσαν μια ημέρα τρελλής και εύθυμης ζωής.

Οι ταβέρνες για πρώτη φορά γέμισαν από κόσμο που εννοούσε να γλεντήση, να τραγουδήση και να θυμηθή την «ανθισμένη αμυγδαλιά» και τα «μαλλάκια» της αγαπημένης του.

Δεν υστέρησε φυσικά ούτε αυτός ο «Μπαρμπαγιάννης με τις στάμνες του» ούτε η ¨Κυρά-Βαγγελιώ», ούτε το «αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι».

Η Πλάκα ξανάζησε.

Και εις αυτό συνέτεινεν η προθυμία του Δημάρχου κ. Γ. Κοτζιά, η δραστηριότης του Συλλόγου της Πλάκας και όλη η καλή θέλησις όλων των νοσταλγών μιας εποχής που επέρασε. Δεν έλλειψαν, φαντασθήτε, ούτε οι αληθινοί και παληοί τύποι της: Ο «προστάτης των ωραίων γυναικών», ο «δάσκαλος του χορού γκαμήλας», ο συντάκτης του «Ρωμηού», ο «κατοσταράκιας» και ένα σωρό παληοί και ξεχασμένοι τύποι που είχαν χαθή εις την σκιάν τρομοκρατημένοι από την κάθοδον των αριστοκρατών εις τις ταβέρνες.

Και για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια ακούσαμε το ακόλουθο νοσταλγικό τραγούδι τους:

Στης Πλάκας τα στενά σοκκάκια
Νύχτα δεν στάθηκες ποτές
Από λαρύγγι κουτσαβάκι
Ν’ ακούσης  πως κυλάει ο αμανές.

Ίφ πως το ντέρτι του ξεσπάζει
Και το γιαγκίνι του σκορπά
Για τη Σταμάτα έχει μεράκι
Που έναν ιππέα αγαπά!

Σκληρή που μούκανες κομμάτια
Την ανθισμένη μου καρδιά
Ώχου και νάχε η γης κιρκέλια
Να την ασήκωνα ψηλά!

Κι’ αυτό το τραγούδι συνεκίνησε τους ηλικιωμένους Αθηναίους που είχαν τραγουδήσει εις της Πλάκας τις ανηφοριές τα ρωμαντικά κι’ αισθηματικά τραγούδια κι’ είχαν δεχθή από την σκληρόκαρδη μαμά της αγαπημένης των το δοχείο της νυκτός εις το κεφάλι.

Μα, ας σας την περιγράψουμε από την αρχή αυτή την αξέχαστη ημέρα της Πλάκας.

Από ενωρίς άπειρα πλήθη κόσμου είχαν γεμίσει τους δρόμους της και τα διάφορα μαγαζιά της, ενώ από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα είχαν κρεμασθή ένα σωρό γοητευτικές ωμορφιές που σκορπούσαν χαμόγελα και υποσχέσεις.

Απ’ όπου περνούσε η πομπή των αρμάτων το πλήθος ξεσπούσε σε ζητωκραυγές. Ξεχώριζε φυσικά η «Βασίλισσα της Πλάκας» δις Παπαγεωργίου και οι «κυρίες της τιμής» που δεν ήταν άλλες από το μπαλλέτο του θεάτρου «Μοντιάλ» καθώς και πολλά κορίτσια της Πλάκας.

Ακολουθούσε το «Μαγικό Βαρέλι», ένα άρμα της εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων. Ήτο ένα τεράστιο βαρέλι από του οποίου τις κάνουλες έτρεχε άσπρο και κόκκινο κρασί. Τέσσερα κορίτσια ντυμένα βλαχοπούλες μοίραζαν κρασί εις τον κόσμον ο οποίος φυσικά έπινε και ξανάπινε για να πάνε κάτω τα φαρμάκια.

Ύστερα από αυτό ήρχετο το άρμα του Πλακιώτικου κουτσομπολιού!

Στο άρμα της Πλακιώτικης ταβέρνας «ψηνόντουσαν» στο τηγάνι μπακαλιαράκια ενώ δυό παρέες καθόντουσαν, πίναν και τραγουδούσαν και έστριβαν κάθε τόσο τα ψεύτικα μουστάκια τους. Δεν μπορούσε φυσικά να λείψη από αυτό και η απαραίτητη συζυγική σκηνή. Μια χοντρή γυναίκα κρατώντας ένα μωρό εις την αγκαλιά της ερχόταν κάθε τόσο και ξεφώνιζε για να πάρη τον άνδρα της πίσω εις το σπίτι, αυτός σουρωμένος της παρατηρούσε:

-Μωρή τι ξεπορτίζεις μωρή; Ένα  κρασί θα πιώ και θα έρθω στο ρημάδι σου.

Και ύστερα τσούγκριζε το ποτήρι του με την παρέα:

-Εβίβα πρώτο!

Ύστερα ήρχετο ένα άρμα το οποίο παρίστανε την πλακιώτικη καντάδα. Δυό μερακλωμένοι πλακιώτες ακουμπισμένοι εις ένα φανάρι τραγουδούσαν έξω από το σπίτι της αγαπημένης τους:

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά

Με τα χεράκια της…

Από ένα παράθυρο όμως η μητέρα της «σκορδόπιστης» παρουσιάζετο για να τους αδειάση πάνω στο κεφάλι το δοχείο της νύκτας!

-Ψιλοβρέχει: Έλεγε ο ένας μεθυσμένος.

-Μωρέ δεν βλέπεις που χύνω δάκρυ κορόμηλο, παρατηρούσε ο άλλος έξαλλος από τον έρωτά του!

Τέλος ακολουθούσαν έξη κάρρα σκουπιδιών γεμάτα ψηφοδέλτια τα οποία συνόδευαν σκουπιδιαραίοι με φράκα και ψηλό καπέλλο!».

Ημερήσιος Κήρυξ, 1936, υπογράφει ο «Δράκος»