Σκίτσα από τις αποκριάτικες γιορτές στην Πλάκα

Πάμε να ζήσουμε μαζί γνήσιο Αποκριάτικο Πλακιώτικο Γλέντι, του 1936.

«Οι νοσταλγοί της παλαιάς Αθήνας με τους εύθυμους γλεντζέδες και τους πάντοτε γελαστούς τύπους της, τους καλόκαρδους Πλακιώτες και τους χαριτωμένους μάγκες του Ψυρρή, τις λατέρνες, τα νταούλια και τις πίπιζες, τα στενά σοκάκια με τα θαμπά φαναράκια στα στριψίματά τους, τους λυγερόκορμους φουστανελλοφόρους και τις όμορφες Ελληνοπούλες με τις απλές χωριάτικες στολές τους, τα γιορτάνια και τα πλούσια μπιχλιμπίδια, επέρασαν χθές μίαν από τις αλησμόνητες ημέρες γλεντιού και χαράς, με τις γιορτές που ωργάνωσεν ο Γενικός Σύλλογος της Πλάκας και ο Δήμος Αθηναίων.

Από το πρωί στις δύο συνοικίες της παληάς Αθήνας, στην Πλάκα και στου Ψυρρή, οι καταστηματάρχαι έκαναν τις προετοιμασίες τους για τη μεγάλη αποκρηάτικη γιορτή που θα ζωντάνευε μια εποχή ολάκερη χαράς, γλεντιού, μέθης. Συνεργεία από υπαλλήλους του Δήμου εστόλιζαν τους δρόμους των δύο συνοικιών με αψίδες από μυρτιές, πολύχρωμα φαναράκια και άνθη της Αττικής γής. Τα καταστήματα εστολίζοντο με σημαιούλες, πολύχρωμες γιρλάντες και εικόνες με διάφορες εύθυμες αναπαραστάσεις του Βάκχου, για να υποδεχθούν τους νοσταλγούς της Παληάς Αθήνας.

***

Και όταν το απόγευμα κατά τας τρείς, εδόθη το σύνθημα της εξορμήσεως με την φιλαρμονική του Δήμου που εγύρισεν όλους τους δρόμους και στενοσόκακα ακόμη των συνοικιών της Πλάκας και του Ψυρρή, άναψε το γλέντι στις ταβέρνες της Παληάς Αθήνας και ο λαουτζίκος εξεχύθηκε στις δύο συνοικίες για να ξεσκάση λίγο.

Και μαζί μ’ αυτόν εξεχύθηκε και αρκετή «αριστοκρατία» του «καθώς πρέπει» λεγόμενου κόσμου, για να ευθυμήση με τους ευχάριστους τύπους της Πλάκας και του Ψυρρή, τσουγκρίζοντας το ποτήρι της με τις «μισές» και τα «εκατοσταράκια» του λαουτζίκου.

Είνε αφάνταστο το κέφι που εκράτησεν ως τα ξημερώματα στις δύο συνοικίες. Καν και καν κοσμάκης εγλέντησε στις ταβέρνες τους από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Εκεί ένοιωθε κανείς την αληθινή χαρά αποθαυμάζοντας το πνεύμα και το κέφι του λαουτζικου που γλεντάει κατά τον δικό του τρόπο.

Σ’ όλες τις ταβέρνες υπήρχαν στους τοίχους εξυπνότατες Βακχικές αναπαραστάσεις και χιουμοριστικά σκίτσα και τετράστιχα. Χαριτωμένο ήταν ιδίως ένα σκίτσο που είχεν αναρτηθή μπρός στην ταβέρνα του Π. Δερβίση. Παρίστανε το Ντούτσε και το Χαϊλέ Σελασιέ τους οποίους εσατύριζε με το εξής τετράστιχο:

«Μουσσολίνι-Σελασιέ
Φθάσανε στις Πλάκας το ραβαϊσι

Και πάνε ν’ αγαπήσουνε
Στην ταβέρνα του Δερβίση».

Ενώ πιο κάτω είχαν γράψει στον τοίχο:

«Η ταβέρνα του Δερβίση
Που τρέχει το κρασί σα... βρύση!»

***

Περνώντας κανείς από τους δρόμους Κυδαθηναίων, Θέσπιδος, Σήλεϋ και Τριπόδων, βρισκόταν μπρός σ’ ένα μεγαλοπρεπές και φαντασμαγορικό θέαμα. Και μεθούσε με το άρωμα της ρετσίνας και του «μαύρου» του κοκκορετσιού και της γουρνοπούλας...

Μπρός στην ταβέρνα του Δρίβα διάβαζε κανείς τις πιο έξυπνες επιγραφές.

Ένα τετράστιχο τα έλεγεν όλα:

«Γλέντα την αποκρηά
Γέλασε κοσμάκη

Και ξέχασε στην Πλάκα
Κάθε σου φαρμάκι».

Και ένα σκίτσο μ’ αναπαράσταση Πλακιώτικου καυγά και με λεζάντα:

-Άφησέ με, ρε σύ, για να σου φάω το πλεμόνι.

-Ρε Μιστοκλή, έλα στα σύγκαλά σου!

Σε κάποιαν άλλη ταβέρνα μια χαρακτηριστική εικόνα. Ένας μεθυσμένος αγκαλιάζοντας μια τηλεγραφοκολώνα:

-Πάμε πιά για ύπνο, σύντροφε!

***

Και μασκαράδες πολλοί, πολλοί... Γκαμήλες, αρκουδιαρέοι, γύφτοι, τσολιάδες, πιερρότοι, κολομπίνες, σαρικοφόροι, Μενιδιάτες, ό,τι φαντασθήτε.

Μια παρέα από μασκαράδες έκανε το πιο εξαιρετικό κέφι στην Πλάκα. Μαζί μ’ αυτή κι’ ένας τροβαδούρος, ντυμένος Ίκαρος. Έτσι τουλάχιστον επληροφόρει το κοινόν μια ταμπελίτσα, που έφερεν επί της πλάτης του:

«... Της Σχολής Ικάρων (ή κάρρων).

***

Η ρετσίνα και το κοκκινέλι έρρευσεν μέχρι όρθρου βαθέως στην Πλάκα και του Ψυρρή. Κι’ αυτά τα καφενεία των δύο συνοικιών είχαν ακόμη μεταβληθή σε πρόχειρες ταβέρνες, ουζοπωλεία ή οινοζυθοψητοπωλεία, όπως επιγράφεται ο «Παπαχειμώνας» της Πλάκας.

Παντού είχαν στηθή προσωρινά παλκοσένικα με ορχήστρες, κυρίως από πίπιζες, νταούλια ή και σαντουράκια π’ άναβαν τα κέφια στους μουστερήδες. Και χοροί, τραγούδια, ξεφωνητά ό, τι θες.

Σαμπαχανιώτικο, Τσάμικο, Καλαματιανό, Χασάπικο. Ό, τι γουστάρει η ψυχή σου. Τσιφτετέλι, κρεμαστό ζουνάρι, κομπολόϊ κεχριμπάρι και φίσκα μεράκια, όλ’ αυτά ανακατεμένα με τη βαρειά ατμόσφαιρα της Πλακιώτικης ταβέρνας, έδιναν αφάνταστο μεγαλείο στην χθεσινή γιορτή.

Εκεί είχαν σκαρίσει κοριτσόπουλα από όλες τις γειτονιές της Αθήνας τα ναυτάκια και οι τσολιάδες, ενώ νέοι, γέροι και παιδιά καθώς και κύριοι και κυρίες του «καλού κόσμου» μαζί με πολλούς ξένους έτρεχαν να θαυμάσουν το μεγαλοπρεπές θέαμα.

Οι γιορτές θα συνεχισθούν και τις επόμενες Κυριακές με νέες εκπλήξεις και καινούρια νούμερα...».

«Πατρίς», 1936, Ι.Αναπλιώτης