Εικόνες αθηναϊκής Ζέστης

Η ζέστη και η συνεπακόλουθη σκόνη καταταλαιπωρούσαν αφάνταστα τους προγόνους μας. Μια ωραία εικόνα παίρνει κανείς διαβάζοντας το ρεπορτάζ του 1894.

«Η οδός Ερμού, η στενή, η μακρά, φλογίζεται. Η μεσημβρία πλησιάζει. Τα πεζοδρόμια σχεδόν έρημα. Τα παράθυρα των οικιών ερμητικώς κλεισμένα. Μακρά εκ λινού παραπετάσματα προφυλάσσουν εκ της ηλιακής αντανακλάσεως τας προθήκας των εμπορικών καταστημάτων, έν οίς βασιλεύει ερημία. Ολίγαι άμαξαι βραδέως διασχίζουσι την οδόν...

Από του στενού της Μητροπόλεως προβάλλει εύσωμος κύριος, ηλικίας πεντήκοντα ετών, υψηλός, με γενειάδα πυκνήν και ψάθινον πίλον. Φορεί εντόπια ενδύματα και κίτρινα υποδήματα. Φορεί υποκάμισον ακολάριστον και έχων μανδήλιον εις την δεξιάν σφογγίζει διαρκώς το κάθιδρον μέτωπόν του. Κάτωθεν της αριστεράς μασχάλης δέσμη δικογράφων.

Εξήλθεν εκ του πρωτοδικείου, ένθα ωμίλει επί ώραν. Ίσταται εις την άκραν της οδού σκεπτόμενος πώς συντομώτερον ημπόρει να φθάση εις την οικίαν του. Η ομβρέλλα του μετριάζει την θερμότητα των καυστικών ακτίνων και σκοτεινόχροοι διόπτραι προφυλάσσουν τους οφθαλμούς του. Αποφεύγει τας ομιλίας και τους χαιρετισμούς. Αναπνέει μετά προφανούς στενοχωρίας και ο ιδρώς τρέχει διαρκώς.

Καθ’ ήν στιγμήν πρόκειται να εξακολουθήση τον δρόμον του, διέρχεται γνωστός φίλος του εφ’ αμάξης.

-Νικολάκη!... Νικολάκη!...

Η άμαξα εστάθη.

-Μήπως είσαι για κάτω;

-Ναι...

-Καλά που σε βρήκα να με βγάλης και μένα λίγο παρακάτω.

Και εισέρχεται μειδιών.

***

Η σκηνή εις την πλατείαν του Κολωνακίου.

Μία μετά μεσημβρίαν. Ουδέ ίχνος ψυχής ζώσης έξω. Τα παντοπωλεία ημίκλειστα και έξωθεν του πεζοδρομίου των κρεοπωλείων κατά σμήνη αι μυίαι βομβώσαι. Επί υψηλής λεύκης το μονότονον άσμα του τέττιγος.

Εις τας πέριξ οικίας όλοι έχουν κατακλιθή. Εν τω μέσω της πλατείας, φέρων επί του δεξιού του ώμου, υποχωρούντος εκ του βάρους, δεκαπέντε τόπια υφασμάτων, προχωρεί βραδέως με τας χείρας υψωμένας.

-Βαμβακερά ωραία υφάσματα... τσίτια της εποχής...

Και η φωνή του βραχνή, ξηρά, παρατεταμένη, μονότονος, πενθίμως διασχιζει τον αέρα. Το πρόσωπόν του ηλιοκαές. Οι οφθαλμοί του εξηυδημένοι και κατακόκκινοι. Τα υποδήματά του κατάφορτα σκόνης. Από του μετώπου του καταπίπτουν θερμοί θρόμβοι ιδρώτος. Πέριξ των μασχαλών του διαγράφονται υγρά τόξα παρουσιάζοντα διάφορον τον χρωματισμόν του ενδύματός του. Από του τραχήλου υγραί γραμμαί την ωμοπλάτην.

Προχωρεί πάντοτε και φθάνει μέχρι του «Ευαγγελισμού». Οι αγορασταί σπανιώτατοι. Απηυδήσας εισέρχεται εις παντοπωλείον, όπου καταθέτει το δυσβάστακτον εμπόρευμά του, αναπνέει απελπιστικώς.

-Παιδί... ένα ποτήρι νερό...

Και τα χείλη του, ξηρά και φλογισμένα, φέρονται προς το ύδωρ και το ποτήριον κενούται ταχέως και η δίψα κταπραϋνεται, αλλ’ ο ίδρως αυξάνει και αφίνει ασυνειδήτως κραυγήν ανακουφίσεως ο δυστυχής των τριόδων πωλητής.

***

Βεβαίως δεν θα εξήρχετο, εάν δεν επρόκειτο να λάβη μέρος εις το συμβούλιον της Τραπέζης. Έξωθεν της πολυτελούς του οικίας ίσταται μικρόν κουπέ. Ο αμαξηλάτης φορεί λινήν ενδυμασίαν και υψηλόν φαιόν πίλον. Περιμένει προ ώρας. Αιφνιδίως ανοίγεται η θύρα και είς κύριος κατέρχεται έν βία. Φαίνεται απησχολημένος. Αποπειρώνται να του ομιλήσουν δύο τρείς πτωχοί άνθρωποι αναμένοντες την έξοδόν του από πρωίας.

-Τ’ απόγευμα... έχω δουλειά τώρα...

Και εισέρχεται ταχέως εις το αναπαυτικόν του κουπέ, το οποίον σύρουν παχείς ουγγρικοί ίπποι.

Μετά μίαν ώραν επιστρέφει χωρίς διόλου να ιδρώση και χωρίς διόλου να κουρασθή. Εισερχόμενος εις την οικίαν του διατάσσει μεγαλοπρεπώς:

-Στας έξη να ζεύξουν για το Φάληρο...

Και ανερχόμενος τας μαρμαρίνας βαθμίδας του μεγάρου του επαναλαμβάνει καθ’ εαυτόν.

-Τι ζέστη! Τι φλόγα!

***

Ο ιπποσιδηρόδρομος σφυρίζει έξωθεν της Ακαδημίας, και η παχύσαρκος κυρία λέγει προς τον πωλητήν των εισιτηρίων.

-Τέσσαρα allez-retour... μα λιγάκι γρήγορα γιατί θα το χάσωμε... ο ιατρός διέταξε θαλάσσια λουτρά διά τα παιδιά.

Τοποθετούνται εις έν θρανίον η μητέρα, τα τέσσαρα παιδιά και είς ιερεύς. Το τραίνον κινείται, ο ήλιος της δύσεως κατακαίει την αριστεράν παρειάν της αθηναίας δεσποσύνης, η οποία στενοχωρούμενη ανοίγει την ομβρέλλαν της. Είνε αδύνατον όμως να την κρατήση, διότι την εμποδίζει ο στύλος του βαγονιού. Την κλίνει μετά θυμού. Ο λινός μπερντές έχει καταστραφή. Ο υπάλληλος σκίζει τα εισιτήρια και η κυρία φωνάζει, διαμαρτύρεται προς τον επιθεωρητήν.

-Μα τι διάβολο... δε βάζετε μισή πήχη λινό πού μας έψησε ο ήλιος...

Αλλ’ ο επιθεωρητής μειδιά και απέρχεται.

Το τραίνον έφθασεν εις Φάληρον. Η παχύσαρκος κυρία ασθμαίνουσα τρέχει δια να καταλάβη μίαν μπαράγκαν. Φθάσασα βλέπει, ότι ελησμόνησε εις το βαγόνιον το πορτομονέ της.

-Ά; Δυστυχία μου! Τώρα;

Και εξέρχεται μανιώδης μετά των τεσσάρων μικρών της προς ανεύρεσιν των απωλεσθέντων χρημάτων της...».

«Άστυ», 1894, «Σ»