Η οδός Σοφοκλέους

Έχει και η Αθήνα την Wall Street της· την Σοφοκλέους. Θέλετε να μάθετε τι γινόταν εκεί τα παλιά τα χρόνια;

«Εντυπώσεις πολλάς και ποικίλας ημπορεί τις να αλιεύση από τον δρόμον του Χρηματιστηρίου, των Τραπεζών, των τραπεζιτικών γραφείων, του δρόμου των συμβολαιογραφείων, των γραφείων των ατμοπλοϊκών εταιριών, των ασφαλειών και των δικαστικών κλητήρων.

Από πρωί-πρωί αρχίζουν κινούμενοι νυσταλέοι ακόμη οι πολυειδείς και πολυμήχανοι κερδοσκόποι. Από τον τραπεζίτην, ο οποίος σοβαρός και πάντοτε κατηφής, ως πάντοτε να χάνη, μέχρι του πονηρού λοταρτζή με τα παχιά καπόνια, της στρογγυλαίς μπεκάτσες ή την φρέσκια συναγρίδα κινείται ένας άλλος κόσμος πολυσχιδής και πολυμήχανος.

Το ρεκόρ εις την αεικινησίαν έχουν οι μεσίται του Χρηματιστηρίου, οι ευφυέστεροι των ανθρώπων. Τους βλέπετε επί ποδός καθ’ όλην την ημέραν ιδρωστάζοντας και όταν ακόμη πίπτει χιόνι. Είνε οι αφανείς μεγάλοι εργάται της αυξήσεως των κεφαλαίων των άλλων. Πολλάκις πολλοί τούτων κατορθούσι τι άξιον λόγου δι’ εαυτούς, αλλ’ οι πλείστοι εργάζονται πάντοτε δια το μέλλον. Σπάνια τα παραδείγματα μεσιτών αναδειχθέντων εν Αθήναις. Πολλοί αποδίδουσι την αιτίαν ταύτην εις την αρχήν την οποίαν έχουν οι μεγάλοι τραπεζίται να κάμουν οι ίδιοι τας ιδίας και τας ξένας μεγάλας μεσιτείας.

Έπειτα έρχονται οι μικροτραπεζίται, οι αργυραμοιβοί και οι παίκται του πικιέτου του καφενείου του Χρηματιστηρίου. Όλοι αυτοί είνε και οι παίζοντες εις τας αξίας. Περίεργοι φυσιογνωμίαι. Η επιθυμία του κέρδους έχει ζωγραφηθή με την αγωνιώδη προσδοκίαν της εις τας μορφάς των. Αδύνατον τα πρόσωπά των να μη έχουν αναδιπλώσεις όχι ρυτίδας. Εκάστη πτυχή φαίνεται να εσχηματίσθη και από μίαν αποτυχίαν ή απώλειαν. Είνε οι φοβερώτεροι καφεπόται και καπνισταί.

Πίνουν δέκα-δώδεκα καφέδες την ημέραν και καπνίζουν 50-60 σιγαρέττα. Επί των παρειών των η φυσική χροιά έχει απέλθει προ πολλού. Ο σίδηρος μόνον ραβδώσεις ανοικτοσήμους χρωνύει και ταύτας ασθενείς, φυγαδευομένας ευθύς με την εγγίζουσαν στιγμήν της τύχης της νηθομένης κλωστής των Μοιρών.

Είνε οι πλέον γενναιόδωροι άνδρες όταν κερδίζουν και οι πλέον φιλάργυροι όταν χάνουν. Μέσον όρον δεν έχουν ούτε εγνώρισαν, ούτε εις τας έξεις του βίου, ούτε εις τας συναλλαγάς των. Άνδρες, οι πλείστοι των άκρων πολλάκις πλουτούσιν ευχερέστερον των φαρμακοποιών με τας ειδικάς σκευασίας κατά της τριχορροίας και του πονόδοντου, και των ειδικών δερρματολόγων με τα θερμότερα ευχαριστήρια των θεραπευομένων, αλλά πολλάκις καταστρέφονται ευχερέστερον του «αριθμού 13».

Ευτυχέστεροι όλων είνε οι μεγάλοι κεφαλαιούχοι. Ούτοι διελθόντες δι’ όλων των σταδίων, και πεπειραμένοι όλων των μεθόδων, αι οποίαι φέρουν ευθύ προς τους σάκκους των χρυσών ονείρων, ουδέποτε χάνουν αφού πάντοτε κερδίζουν. Και περί αυτούς, ως περί βωμόν, κυκλίζει όλος ο άλλος αξιοσημείωτος κόσμος της οδού Σοφοκλέους, οι ανήσυχοι έμποροι μη δεν εξαργυρωθή η συναλλαγματική των, οι μικροπραπεζίται μη ελαττωθή η πίστις των, οι μεσίται μη δεν αγοράσουν από αυτούς συνάλλαγμα, οι λοταρτζήδες μη εκακοκοιμήθηκαν την νύκτα και δεν επιμένουν να κερδίσουν τον λαχνόν του νωπού κυνηγίου».  

Από την εφημερίδα «Οι Καιροί», 1901, υπογράφει «Ο Φιλελεύθερος»