Μια ματιά στην Αιόλου τώρα τις γιορτές

Ποιος, αλήθεια, μπορεί να ξεχάσει τα πήγαινε-έλα στην χριστουγεννιάτικη Αιόλου, κρατώντας το χεράκι του μπαμπά και περιμένοντας τον σχετικό μπουναμά; Και τι δεν μας θυμίζει ο δρόμος αυτός που, αρχίζοντας απ’τα Χαυτεία, μας χαρίζει για υπέροχο φόντο ίσως την ωραιότερη πλευρά της πόλης μας, την μαγευτική Ακρόπολη…

Πόσες αναμνήσεις, πόσες μέρες παλιές, πόσες στιγμές της ξένοιαστης παιδικής ζωής μας δεν ζήσαμε πάνω στα πεζοδρόμιά της… Πόσα τρεξίματα, πηδήματα και φωνές χαράς δεν αφιερώσαμε στου δρόμου της την άπλα.

Μια ατελείωτη -για τη φαντασία μας- γη της επαγγελίας, ένα αμπέλι χαράς φορτωμένο με χίλια καραγκιοζιλίκια που μας έφερναν την ευτυχία… Ένα μπουλούκι από ανθρώπους, ένας κόσμος από τραπεζάκια, ένας άνεμος ζωής που τον χαιρόμασταν άπληστα… Ριχνόμασταν ακράτητοι στο στροβιλισμό του και, να, ακόμη και τούτες τις δύσκολες εποχές, δεν μπορούμε να τον ξεχάσουμε…

Πώς αλλάζουν οι εποχές!

Είμαστε στο 1932. Τη χρονιά του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Ας ακολουθήσουμε μαζί με τον ρεπόρτερ της «Ακρόπολης» μια παρέα στην πολύβουη -εκείνες τις μέρες- Αιόλου, για να πάρουμε και ’μεις μια εικόνα της όλης ατμόσφαιρας…

«Ολόκληρη η οικογένεια, πατέρας, μητέρα, η μεγάλη και… σοβαρή αδελφή, ο αρσενικός μπόμπιρας της οικογένειας πού δεν άφηνε και την ευκαιρία να κλέψη με τρόπο ό, τι εξείχε περισσότερο απ’ το κανονικό στα καλάθια ή στα τραπέζια, ένα μάτσο ακόμα από κουτσούβελα ξεκινούσαν όπως θα γινόταν για μια μεγάλη ανιστόρητη εκδρομή και ύστερα από προετοιμασίες και προετοιμασίες έκαναν την εμφάνισί τους, μεγαλοπρεπέστατο καραβάνι, στην αρχή της Αιόλου…

Κύμα από φωνές, από διαπληκτισμούς, από παζαρέματα από ξελαρυγγίσματα μυστηριώδη και ακατάληπτα, από τραγουδιστές συστάσεις, από ουρλιάσματα και σφυρίγματα τους υποδέχονταν μόλις πρόβαλλαν στην αρχή του δρόμου. Ο πατέρας αγκάλιαζε την οικογένεια, αληθινός Ζεύς και η διαταγές του βαρειές και προστακτικές ώριζαν κανένας να μην απομακρυνθή από κοντά του… Μα ποιος ήθελε ή ποιος μπορούσε να τον ακούση…

-Μπαμπουά!... Μπαμπουάκα… Πάλε μου αυτό… Φρρσσ… Φρρσσ… και η χαρτένια φούσκα ξεδιπλωνόταν κατ’ ευθείαν στα πατριαρχικά μουστάκια του γεννήτορος.

-Θέλω τους στρατιώτες αυτούς… Πάρε μου τους στρατιώτες αυτούς… Γιατί δε μου παίρνεις τους στρατιώτες αυτούς;… Έ… μπαμπά;… Μπαμπά… Γιατί δεν μού τους παίρνεις… έ;

Και η συναυλία της γκρίνιας δίπλα στο αδιάκοπο τσαγγρούνισμα της ροκάνας, στους κρότους των καψουλιών, στα γαυγίσματα των ψεύτικων σκύλων, στο νιαρνιάρισμα των γάτων έπαιρνε το πιο εξωφρενικό «πιανίσσιμο» πού το δυνάμωναν ή αδιάκοπες φωνές των μικροπωλητών.

-Να… να… να οι μποναμάδες!...

-Ώπ! Το πράγμα πού σαλεύει και το μουστερή (σ.σ. ο πελάτης) γυρεύει…

-Τι τάκανες τα μάτια σου ρέ κόσμε και δε βλέπεις;…

-Εδώ… ώ… ώ… το ντόπιο πράγμα… Εδώ ο μποναμά… εδώ ο μποναμά… εδώ ο μποναμάς σας!

Τι κακό Θεοί! Τι πανδαιμόνιο, τι σκότωμα των αυτιών, τι ατελείωτη παραφροσύνη… Μά και πόσα γέλια, πόση χαρά της ψυχής, τι παράδεισος για τα μικρά διαβολάκια πού όλα τα πασπάτευαν, όλα τα ψηλαφούσαν όλα τάθελαν και στο τέλος έφευγαν χωρίς ν’ αγοράσουν το παραμικρόν.

Πόση ζωή κι’ ευθυμία με το τίποτα… Φτωχοί και πλούσιοι, άνθρωποι με χιλιάρικα κι’ άνθρωποι χωρίς το εκατοστό τους τόχαν χαρά, τόχαν πρόγραμμα και παράδοσι να σουλατσάρουν τα νεογνά τους και φτηνά ή ακριβά να τους χαρίσουν την εύκολη χαρά.

Παληά σκίτσα, παληών καλών ημερών παραμύθια μένουν τώρα πιά ολ’ αυτά… Η οδός Αιόλου δεν έφυγε απ’ τη θέσι της, ούτε τα τραπεζάκια έκαναν φτερά… Κι’ ο κόσμος (πόσο πιο λίγος, πόσο πιο άκεφος και πιο φτωχός) δεν έπαψε, δεν λησμόνησε να κάνη τον περίπατό του κι’ ούτε το Πρωτοχρονιάτικο πανηγύρι κόπηκε ολότελα. Μά πού των παλαιών χρόνων η φούρια και το γλέντι, πού η παληές οικονομίες πού δεν περίμεναν παρά τις μέρες αυτές για να ξεχυθούν, πού η πλημμύρα των αγοραστών και η ικανοποίησι των μικρεμπόρων πού βαριόντουσαν να μοιράζουν και να παίρνουν…

Βλέπει κανένας και σήμερα το τυπικό «σουλατσάρισμα» ανάμεσα απ’ τα τραπεζάκια, τους βλέπει όλους να ρίχνουν πού και πού μια ματιά μα παίρνοντάς την πίσω δεν παίρνουν και τίποτ’ άλλο μαζί της… Πολλοί φεύγουν  όπως επήγαν, τα δωράκια,οι μπουναμάδες λιγοστοί-λιγοστοί εγκαταλείπουν τα τραπέζια και ή μικρογενναιοδωρίες φαίνεται πώς ξεχάστηκαν τώρα πιά, μέσα στού καλανταριού τις παληές σελίδες…

-Αυτή η μυρωδιά πόσο έχει περικαλώ;…

-Είναι φίνα κύριος… Όλο λεμόνι και διατσέντο… Μύρισε αφεντικό…

-Μωρέ πόσο έχει;…

-Τιμή εργοστασίου, σας βεβαιώ… Είναι από διάλυσι…

-Βρέ θα μού πής πόσο έχει;

-Τριανταπέντε για σένα…

Αλλά ο παρ’ ολίγον αγοραστής δεν συζητεί πιά ούτε παζαρεύει, ούτε είναι αποφασισμένος να προμηθευθή… Ρωτάει μόνον και απομακρύνεται…
Μάταια ο εμποράκος ξελαρυγγίζεται, μάταια αγωνίζεται να τον ξαναφέρη κοντά του.

-Έλα δώ κύριος… Μη φεύγεις… Πόσα δίνεις εσύ;…

Αλλά δεν φτάνει η απάντησις… Μόνο ερωτήσεις ακούει κανένας τώρα πιά…

Ένεκα η κρίσι, σού λέει άλλος…

Ένας μικρούλης κρεμιέται απελπισμένος απ’ το μπράτσο της μαμάς… Την έχει γυρίσει όλη την οδόν Αιόλου και τίποτα δεν του έχει χαρίσει ακόμα…

Στο τέλος απογοητευμένος πρίν αρχίση τα κλάμματα, σκέπτεται να ρίξη την τελευταία βολή, να θυμήση περασμένες χρονιές πού έφευγαν φορτωμένοι από κει.

-Μαμάκα… γιατί άλλαξες από πέρσι;

Και η γυναικούλα αναστενάζει…

-Τι να κάνης παιδί μου… Η κρίσι βλέπεις!

Αλλά ο μικρούλης δεν μπορεί να καταλάβη τι σχέσει μπορεί νάχη η «κρίσι» με τους καραγκιόζηδες, με τα τούμπανα και με τις καραμούζες…   

Ακρόπολις, 1932