Στην Αγία Παρασκευή για λίγο καθαρό αέρα…
Ο συντάκτης της εφημερίδας «Η Πρόοδος» ψάχνει την εξοχή, την ησυχία, τον καθαρό αέρα, την μυρουδιά του πεύκου, και καταλήγει στην Αγία Παρασκευή. Αλλά…
«Προ ολίγων ακόμη ετών όταν ο Αθηναίος ήθελε να αναπνεύση το βάλσαμο των πεύκων, όταν πειά είχε βαρεθή τον κορσέ της πόλεως, που τον περιέφερε υπό τύπον καλής συμπεριφοράς από το σαλόνι στο καφενείο, στο μπαρ, στο θέατρο, στο δημόσιο γενικά κέντρο, και ήθελε να ξαπλωθή κάτω χωρίς κολλάρο, με τα χέρια ανοικτά, σαν να περίμενε τον ουρανό να πέση και να τον αγκαλιάση, όταν ήθελε να ξεκουράση τ’ αυτιά του και το μυαλό του από το θόρυβο της πόλεως, δεν είχε παρά να κάνη ένα περίπατο ολίγων χιλιομέτρων έξω από την πόλι.
Εκεί θα εύρισκε πεύκο, ησυχία, απομόνωσι, κυρίως απομόνωσι από την πόλι, ή από κάθε τι που θα θύμιζε απλώς έστω, κατοικημένη έκτασι. Εκεί θα ξεκούραζε τα νεύρα του, θα εξαπλώνετο, θα ανέπνεε, θα γελούσε, θα πήδαγε, θα χόρευε, θα έκανε γενικά ότι κάνουν τα παιδιά του σχολείου όταν ο δάσκαλος πάρη το σχολαστικισμό του, τη βέργα του και το αυστηρό του ύφος και εξαφανισθή εις το βάθος του δρόμου. Με λίγα λόγια θα εχαίροντο την ωραία χαρά του υπαίθρου και του ξεσκλαβώματος εκ των κατά συνθήκην ψευδών.
Σήμερα όμως μπορεί να κάνη το ίδιο πράγμα; Δυστυχώς όχι! Δηλαδή για να πω την αλήθεια, μπορεί να το κάνη αν δεν είνε Αθηναίος αλλά Κωνσταντινουπολίτης κανονίζων την τιμήν της δραχμής από της ημέρας της εδώ αφίξεώς του, και φορών άλλοτε τουρκικόν φέσι, διότι καθώς ξέρετε υπάρχει και το ελληνικό τσολιάδικο …
Αυτός μπορεί να πάρη τη λιμουζίνα του και να πάη στον Αγ. Μερκούριο, στη Μαλακάσα, στο δάσος της Κινέττας, ολόκληρες δηλαδή δεκάδες χιλιομέτρων μακρυά από την πόλι, διότι η προ ολίγων ακόμη ετών εξοχή, το πεύκο, το ελεύθερο από οικοδομή ύπαιθρο, δεν υπάρχει πλέον.
Και ο δυστυχής Αθηναίος που δεν ξέρει χρηματιστηριακά κόλπα, και που δεν είνε φίλος των εκάστοτε καταστάσεων για να έχη μέγαρα και αυτοκίνητα έχασε και αυτή του την απόλαυσι διότι η γειτνιάζουσα προς την πόλι εξοχή κατελήφθη από τον μεταπολεμικόν νεοπλουτισμόν και έγεινε προάστειον.
Ένα βλέμμα γύρω στη πόλι μπορεί να σας πείση περί της αληθείας των λεγομένων μου. Αρχίστε από το Καλαμάκι και προχωρήστε προς τη Βουλιαγμένη. Σπίτια, επαύλεις, ντάσιγκ, παράγκες, τσαντήρια, εστιατόρια, ζυθοπωλεία έχουν πιάσει όλη την ακτή και όλο το δάσος. Και δωσ’ του κόψιμο στα πεύκα για να γίνη ο συνοικισμός των δικηγόρων και κτύπα τσεκουριές αλύπητα για να κτίση η εταιρία Βουλιαγμένης!
Θα μου πήτε: όλα τα πεύκα τα έκοψαν; Όχι βέβαια, αλλά τι να κάμω εγώ όταν δεν μπορώ να καθήσω ήσυχος κάτω από ένα πεύκο, διότι θα περάση το αυτοκίνητο της συγκοινωνίας ή το ιδιωτικό και θα με χορτάση σκόνη ή όταν θα ενσκύψη η λατέρνα με το ντέφι, ο πασατέμπος και το αλμυροφύστικο; Τι να τα κάνω τα πεύκα υπό τοιούτους όρους όταν κάθε δυό λεπτά θα περνάη από πάνω μου, έτσι που θα είμαι ξαπλωμένος, η Μαρίτσα με το κοντό φόρεμα πάνω από το γόνατο για να με σκανδαλίση, ο Α και ο Β οι οποίοι θα με περιεργασθούν με το βλέμμα από την κορυφή έως τα νύχια; Ασφαλώς δεν είνε για μένα που θέλω ξεκουρασιά, ησυχία, άνετο ξάπλωμα και άνοιγμα του στήθους, που το θέλω να πλημμυρίση από άρωμα πεύκου και καθαρόν αέρα, χωρίς σκόνη!
Αποτέλεσμα: η εξοχή, το ύπαιθρο, όπως πραγματικά πρέπει να το αισθάνεται κανείς δεν υπάρχει σ’ αυτό το σημείο της Αττικής. Τι απομένει από το πλησιέστερον αθηναικό ύπαιθρο με πεύκο; Τίποτε. Το Χαλάνδρι; Το ξέρετε όλοι σας, δεν είνε πειά εξοχή!
Χθες έκανα τη σκέψι ότι ίσως να διεσώθη η Αγία Παρασκευή κοντά στο Χαλάνδρι. Πήρα πρωί-πρωί το δρόμο γιατί άλλως τε είχα χρόνια να πάω εκεί. Μου φαίνεται από το 1915, και είχα ποθήσει να ξαναϊδώ το κομμάτι εκείνο του Αττικού τοπείου. Και πήγα. Απελπισία! Και εδώ έγινε προάστειο!
Το 1915 θυμάμαι μονάχα το κτήμα του χαρτοπώλου του Τερζοπούλου που αγόρασε τότε και έκτισε μια βίλλα μανδροτριγυρίσας και μια μεγάλη πευκόφυτο έκτασι. Μα πάντα είχε απομείνει ένα μεγάλο κομμάτι μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να ξεχασθή! Σήμερα; Έχουν κτισθή ένα σωρό σπίτια και ένα σωρό μαγαζειά μοντέρνα. Το απλό, το χωριάτικο και γι’ αυτό ωραίο μαγαζί του Μπέλμπα (σ.σ. Το χάνι του Μπέλμπα μαζί μ’ εκείνα των Μάρκου, Βλάχου και Σέρτη φιλοξενούσαν όσους από τα Μεσόγεια κατέβαιναν στην Αθήνα) με τα χοντροπατόξυλα τα μαυρισμένα από το καπνό, με το τζάκι, με τραυλίζοντα σκαμνιά, τις λίγες καρέκλες και τα μαύρα τραπέζια; Από την πολυκαιρία, έγεινε και κείνο μοντέρνο. Έχασε το παληό του απλό χωριάτικο χρώμα μαζύ με το γέρο-Μπέλμπα.
Πάει και η Αγία Παρασκευή! Έγεινε κι’ αυτή προάστειο, μας την άρπαξε από τα χέρια μας όπως κάθε τι, ο μεταπολεμικός νεοπλουτισμός».
«Η Πρόοδος», 1926, Μήτσος Δειλινός