Η Κηφισιά, κάπου στα 1905

«Η ωραιοτέρα εξοχή, η μαγευτικωτέρα, η θελκτικωτέρα εξοχή των Αθηνών είναι η Κηφισσιά. Συγκεντρώνει πάντοτε τον εκλεκτότερον κόσμον τον καλύτερον, τον πλουσιότερον. Διότι συγκεντρώνει όλα εκείνα τα προτερήματα, φυσικά και επίκτητα, φυσικά και τεχνικά, τα οποία καθιστώσι μίαν εξοχήν διαμονήν θέρους άνετον, ευχάριστον, απολαυστικήν.

Προ εικοσαετίας ακόμη η Κηφισσιά ήτο έρημος σχεδόν. Περιβόλια μεγάλα, σύσκια, ένας πευκών ατέρμων, δένδρα θεώρατα, ελαίαι αρχαιόταται μέσω των οποίων διεκρίνοντο αι κορυφαί τριών τεσσάρων εξοχικών οικίσκων και μερικαί αγροικίαι.

Ένας άνθρωπος ευρέθη αίφνης ο οποίος διείδε το μέλλον όλης εκείνης της σφριγηλής εκτάσεως, της ζωντανής φύσεως. Ο Μήτρος ο Κεφάλας. Από τους προεστούς του χωριού. Τότε ήτο χωριό η Κηφισσιά.

Κατήρχετο εις Αθήνας με μίαν σούσταν και έτρεχε εις του Άλφα πλουσίου.

-Κύριε Άλφα, ένα περιβόλι πουληέται. Πρώτης! Πάρε το και θα με συγχωρνάς.

Εξήντλει όλα τα επιχειρήματα, όλην την ειλικρίνειάν του, όλην την πειθώ και έπειθε. Μετά τινάς ημέρας συνοδεύων τον Άλφα πλούσιον και τον μηχανικόν του εδείκνυε το οικόπεδον. Έπειτα έφθαναν οι εργάται. Το οικόπεδον ανεσκάπτετο, εγίνοντο θεμέλια και μετά τινάς μήνας ωρθούτο μία περίκομψος έπαυλις με την πρασιάν της, με τον κήπον της. Θαυμασία θερινή διαμονή.

Επηκολούθησεν άλλη και έπειτα τρίτη και τέταρτη, άλλη και άλλαι και σήμερον αριθμεί κανείς διακοσίας επαύλεις.

Συγχρόνως ανεφαίνετο και άλλος μόχθος ωθών την Κηφισσιάν προς την ευημερίαν. Ο Κοκκινάκης, κηπουρός Χίος, εμπειρότατος. Η Κηφισσιά οφείλει πολλά, πάρα πολλά εις αυτόν. Αλλά και οι κηπουροί μας, και οι δενδροκόμοι, οι ανθοκόμοι μας, σχεδόν όλοι είναι μαθηταί του.

Ήρχισεν εκ του αφανούς και αυτός. Εκαλλιέργησεν ένα περιβόλι του Μελά, έπειτα άλλο και τρίτον, μετέφερε όλους τους τρόπους της καλλιεργείας απ’ έξω. Εκαλλιέργησε οπωροφόρα δένδρα τα οποία έφερε απ’ έξω επίσης, βερυκοκιές, κερασιές, βυσσινιές και φράουλα την νοστιμωτάτην φράουλα της Κηφισσιάς και άνθη, μενεξέδες τους ονομαστούς μενεξέδες, και τριαντάφυλλα και σπαράγγια, διακριθείς και διδάξας την ανθοδεσίαν.

Έπειτα ανεφάνη και ο Μουχλίδης, άλλος δαιμόνιος Χιώτης. Με ένα κουκούτσι ροδακίνου το οποίον εσήκωσε από τον δρόμον μίαν ημέραν, έκαμε τεράστια περιβόλια. Δεν υπάρχει σήμερον παλαιόν περιβόλι εις την Κηφισσιάν το οποίον να μη είναι συνδεδεμένον με το όνομα ενός εκ των δύο.

Ας δούμε και τα τοπεία της Κηφισσιάς. Πρώτον έρχεται το Κεφαλάρι. Πηγή μαγευτική, αφ’ ής αναβλύζει άφθονον ρευστόν κρύσταλλον, το οποίον κατρακυλά και κελλαρύζει απειλούν να πνίξη την Κηφισσιάν.

Μιάς ώρας παραμονή εκεί αναψύχει και ξεκουράζει. Γύρω πεύκα και πικροδάφναι, κατάφυτον παντού. Απέναντι η Πεντέλη. Μια εκκλησίτσα κοντά εις την πηγήν. Μέσα εις το νερό πάπιες κολυμβούν και λούζονται και δροσίζονται. Κάπου κάπου παρουσιάζεται ένας χωρικός καβάλλα με φρούτα διά να ποτίση το υποζύγιόν του.

Έρχεται κατόπιν η Πύρνα, η ιστορική Πύρνα. Η πηγή των Νυμφών. Χείμαρος πλημμυρίζων  τον χειμώνα και κατακλύζων τα πέριξ. Έχει και θαυμάσιον καταρράκτην  ο οποίος εν ώρα βροχής είναι θέαμα απολαυστικώτατον.

Ιδού το Στροφύλι παρέκει. Τεράστιος πευκών, ζωογόνος, αναδίδων την οσμήν του κέδρου με άφθονα νερά. Άλλη γοητεία. Και έπειτα εις μιάς ώρας απόστασιν με άμαξαν δια μέσου άλλων πευκόνων, το Τατόι, η βασιλική έπαυλις.

Τι να γράψη κανείς διά το Τατόι. Σελίδες άπειροι δεν φθάνουν διά να περιγράψη τις τα θέλγητρά του, τα φυσικά, τους πευκώνας του, τας σκιεράς χαράδρας του, τα νερά του, τους καταρράκτας του, τα άγρια τοπεία του και τα άλλα μέρη του τα περιβόλια του, τας γεφύρας του, τα βουστάσιά του, τα φυτώριά του, τα ορνιθοτροφεία του, τα γαλακτοκομεία του.

Και έξαφνα ιδού προβάλλει και ο επιχειρηματίας, ο οποίος εσκέφθη: Όπως έγινε η Κηφισσιά είναι μόνον διά τους βαθύπλουτους. Σήμερον κοστίζει πέντε και δέκα δραχμάς ο πήχυς. Δια να αγοράση και να κτίση κανείς πρέπει να έχη παρά. Τάχα δεν υπάρχει άλλος κόσμος, όχι πτωχός, αλλά είτε διά τον ένα ή άλλον λόγον μη δυνάμενος να διαθέση τόσον χρήμα, όσον χρειάζεται μία έπαυλις, ο οποίος όμως να θέλη να καθίση εις την Κηφισσιά δεκαπέντε ημέρας ή ένα μήνα;

Έλειπε το ξενοδοχείον. Ένα μεγάλο ξενοδοχείον, ευρωπαϊκόν, με αναγνωστήριον, με σαλονάκια και με πιάνα, με μπιλλιάρδα, με κήπον, με πίδακα, με μπάνια, με όλας τας ανέσεις, με όλας τας τέρψεις.

Εντός ενός έτους εκούρδισε –προ οκτώ ετών- το ξενοδοχείον του «Η Μεγάλη Βρεττανία της Κηφισσιάς» Αληθινή «Μπρετάνια». Μεγαλοπρεπέστατον το οικοδόμημα με επιβάλλουσαν πρόσοψιν ορθούται εις την πλατείαν του Πλατάνου.

Και έχει γίνει το ξενοδοχείον Τζαννίδη το κέντρον όλων των καλών οικογενειών και όλως των επιφανών ομογενών της Αιγύπτου.

Κάτω από το ξενοδοχείον ορθούται ο μέγας και πολύς Πλάτανος. Ο ιστορικός Πλάτανος. Γερμανοί φυσιοδίφαι τον εξετόμησαν ως 825 ετών ηλικίας. Γιγάντιον δένδρον απλώνον πολυσχιδείς βραχίονας και περιπτυσσόμενον το ωραίον οικοδόμημα του Τζαννίδη.

Προ του ξενοδοχείου ανοίγεται η μικρά πλατεία κατάφυτος και σύσκιος, δημιούργημα του Τζαννίδη. Απ’ έξω τα αμάξια. Αγώγια όχι ακριβά. Δραχμάς τρείς η ώρα. Δώδεκα, δεκαπέντε δραχμάς μέχρι Τατοϊου  μετ’ επανόδου.

Η αληθινή όμως γοητεία είναι ένα γεύμα εις την πλατείαν. Μέσα εις τα δένδρα, μέσα εις το φύλλωμα το δροσοστάλλακτον, το ελαφρώς σείζον και με τον ωχρογάλανον ουρανόν πέραν επάνω από το θαυμάσιον πάρκο καταντά αληθινή φαντασμαγορία.

Το Άλσος

Περιγραφήν ιδιαιτέραν δεν χρειάζεται το πάρκο. Είνε άλσος θαυμάσιον, επίμηκες το οποίον αρχίζει από τον σταθμόν του σιδηροδρόμου και τελειώνει εμπρός εις του Τζαννίδη απλούμενον προ του ξενοδοχείου σαν τάπης πολύχρωμος. Η φυτεία του οφείλεται εις τον Μουχλίδην και τον Κοκκινάκην η δε συντήρησίς του εις τον Κατσίμπαν. Αλλ’ η κατασκευή του οφείλεται εις τον Τζαννίδην.

Πρίν ηπλούντο οικόπεδα ακαλλιέργητα προ του ξενοδοχείου και δυό τρία παραπήγματα ασχημίζοντα την πλατεία του πλατάνου.

Ο Τζαννίδης έρριψε την ιδέαν. Έτρεξε, εκόπιασε, παρεκάλεσε, ανέβηκε σκάλες Υπουργείων, κατέφυγεν εις τας εφημερίδας, έπεισε και ενώ εθεωρείτο όνειρον η αλσοποίησις ήλθε και η κυβερνητική πρωτοβουλία, τελευταία όπως πάντοτε και διά κυβερνητικού δανείου κατώρθωσε να κατασκευάση η Εταιρία του σιδηροδρόμου το Άλσος.

Το μόνον στίγμα διά την Κηφισσιάν είναι η Εταιρία των Σιδηροδρόμων Αττικής. Στίγμα αληθινόν. Μία μουντζούρα. Άπειρα βόλτ δείχνουν τα γράδα του ηλεκτρικού εργοστασίου της και όμως το πάρκο την νύκτα είναι σκοτεινό. Πολλές φορές ανεβήκαμε και τα βαγόνια ήσαν κατασκότεινα χάριν οικονομίας. Τι να πή δε κανείς για τα βαγόνια της; Αποθήκες. Σχισμένες ψάθες, χαλασμένα τα πατώματα, ελεεινά και τρισάθλια. Έμαθα ότι ακόμη δεν άλλαξε τα πρώτα βαγόνια που είχε φέρει όταν έγινε η γραμμή. Πφούϊ ! Άφησε που κάνει το τραίνο μια ώρα ολόκληρη. Τουλάχιστον δεν εκχωρεί τα δικαιώματά της εις άλλην Εταιρίαν; Πφούϊ και πάλιν πφούϊ!

Έχει τέλος και τον ιατρόν της η Κηφισσιά. Τον κ. Περ. Μητσόπουλον. Δαιμόνιον, ερευνητικώτατον, εμβριθέστατον επιστήμονα. Ιδίως εις τα παιδάκια των εν Κηφισσία παραθεριζουσών οικογενειών έκαμε θαύματα».

(Το ρεπορτάζ είναι της εφημερίδας «Η Εικονογραφημένη», του 1905. Υπογράφει «Ο Δέλτα».)