Παράξενες «φιγιέρες» των Αθηνών

Έχουμε κάμποσο καιρό να κάνουμε «κόκκινη» ανάρτηση στον Χάρτη της Αθήνας και κάποιοι άτακτοι αναγνώστες μας διαμαρτυρήθηκαν… Ας μη τους αφήσουμε λοιπόν παραπονεμένους αυτό το μήνα.

Όπως γνωρίζετε «garçon» στα γαλλικά σημαίνει «αγόρι». Εξού και γκαρσονιέρα. Αντίστοιχα, “fille” στα γαλλικά σημαίνει «κορίτσι» εξού και... «φιγιέρα». Το πιάσατε το υπονοούμενο! Αυτό που δεν πιάσατε ακόμη είναι το τι όργια γινόντουσαν στις «φιγιέρες» ή «κοριτσιέρες» της,  κατά τα άλλα, «φρόνιμης» Αθήνας!

Το σχετικό ρεπορτάζ είναι του Μ.Β. από τη «Χρεωκοπία» του 1933.

«Υπάρχουν εδώ, μες στην Αθήνα, αρκετές. Θα νομίζετε ότι τις φιγιέρες αυτές τις έχουν τίποτα κοκοτάρες ή τίποτα πλούσιες παντρεμμένες, που δεν αρκούνται μόνο απ’ τον άντρα τους και που θέλουν να βρίσκουν κάπου-κάπου κανένα παλληκάρι, απ’ αυτά που αντέχουν να ικανοποιήσουν και δέκα ακόμα γυναικάρες μέσα σε μια νύχτα. Ε, λοιπόν, όχι.

Τις φιγιέρες αυτές τις έχουν γνωστές “δεσποινίδες” της αριστοκρατίας με τα πιο παράξενα γούστα!

Μια τέτοια φιγιέρα υπάρχει σε μια πάροδο στα Πατήσια. Την έχει μια έκφυλη “δεσποινίς”, που η κοσμική κύκλοι την ξέρουν για “αξιότιμη”. Αυτή έχει την μανία να την παιδεύουν. Κάθε βράδυ στην φιγιέρα της, έρχονται δυο-τρεις νέοι φτωχοί, που πληρώνονται αρκετά γι’ αυτή τη δουλειά.

Η φιγιέρα είνε στολισμένη με τον πιο περίεργο τρόπο. Δίνει την εντύπωσι μουχλιασμένου υπογείου. Δοκάρια, αράχνες και δυο-τρεις σκελετοί. Είνε σκοτεινή και το μόνο φως που έχει είνε ένας προβολέας που πέφτει ακριβώς στη μέση.

Το βράδυ, σαν έρθουν οι νέοι, η “δεσποινίς” είνε τσιτσίδι, καθώς επίσης και οι συνοδοί της. Τότε αρχίζει ένα φοβερό ξυλοκόπημα. Τους δίνει από ένα καμτσίκι και την χτυπάνε, την χτυπάνε... μέχρι που το κάτασπρο κορμάκι της να ματώση και να πέση μισολιπόθυμη στο πάτωμα.

Τότε ένας-ένας απ’ αυτούς με την σειρά, πέφτει δίπλα της.

– Έλα, του ψιθυρίζει με σβυσμένη φωνή.

Αρχίζουν τα χάδια μέχρι που αυτός, ιδρωμένος, αποκάνει.

Τότε έρχεται ο δεύτερος, ύστερα ο τρίτος. Και πάλι από την αρχή!

                                             ***

Άλλη μια φιγιέρα βρίσκεται σε μια πάροδο, στο τέρμα Αχαρνών. Κατόρθωσα να μπω στην αυλή της απ’ το γειτονικό σπίτι, που κάθονται γνωστοί μου.

Από ένα παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, είδα ένα σωρό περίεργα και ανήκουστα πράμματα. Ακούστε να φρίξετε!

Η κάμαρα της φιγιέρας, όπως φαινότανε από μια χαραμάδα που άφιναν δυο κουρτίνες, είχε μια κατάμαυρη ταπετσαρία. Ένα πολύ χαμηλό ντιβάνι βρισκότανε στη γωνιά κι’ απάνω σ’ αυτό ολόγυμνη, η ιδιοκτήτρια της φιγιέρας, η κ. Κ.Κ.

Το ολόασπρο χυτό κορμάκι της ήταν μια σπάνια και ωραία αντίθεσις στην τόση μαυρίλα. Ένα φως κόκκινο φώτιζε αυτή την κάμαρα. Ένας ολόγυμνος αράπης με αθλητικό παράστημα της έφερε τσιγάρα. Άναψε ένα.

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην κάμαρα ένας ωραίος νέος. Το γυμνό του σώμα το σκέπαζε μια μαύρη ρόμπα. Την έβγαλε, κι’ έτσι ολόγυμνος καθώς έμεινε πήγε κι’ έπεσε δίπλα της.

– Αγαπούλα μου...

– Έλα, αγόρι μου...

Και τα σώματά τους μπλέχτηκαν σ’ ένα θαυμάσιο σύμπλεγμα. Τα αθλητικά πόδια αυτουνού σφίξαν σαν τανάλιες στα λεπτοκαμωμένα και ολόασπρα πόδια εκείνης.

Άρχισε να χαϊδεύη το λεπτό σωματάκι της. Αυτή σπάραζε στα χάδια του. Την έπιασε και τη σήκωσε ψηλά με τα δυνατά του χέρια.

– Σφίξε με, του ψιθύριζε αυτή λιγωμένη, σφίξε με. Θέλω να λυώσω στα χέρια σου. Σφίξε με όσο πιο δυνατά μπορείς.

Ξαναρρίχτηκαν λαχανιασμένοι στο ντιβάνι. Τα χάδια του γινήκαν πιο αργά. Τα σώματά τους άρχισαν να κουνιούνται ρυθμικά και το μυστηριώδες φως, όσο πήγαινε και χαμήλωνε.

Δεν μπορούσα πια να δω τίποτε άλλο, εκτός απ’ τα δυο εκείνα σώματα, που φωτιζόντουσαν αμυδρά και που εξακολουθούσαν να κουνιούνται αργά-αργά με κανονικές κινήσεις, όπως τα στάχυα, σαν τα χαϊδεύει ο άνεμος. Για μια στιγμή ο ρυθμός γίνηκε πιο γρήγορος.

– Αχ, γλυκέ μου...

– Μικρούλα μου...

Μείναν αποχαυνωμένοι. Αυτή συνέχισε να του χαϊδεύη με αργές κινήσεις τα μαλλιά του.

Ο αράπης ήρθε και τους σκέπασε, έτσι όπως ήταν. Το φως έσβυσε πια σχεδόν ολότελα».