Ταβέρνα Κούβελου

Πολλές ταβέρνες θα ήθελαν να διεκδικήσουν τον τίτλο της πιο παλιάς. Αν πιστέψουμε όμως το ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε το 1935 στην εφημερίδα «Ακρόπολις», ο… νικητής είναι μάλλον ξεκάθαρη υπόθεση.

«Πόσες είνε οι ταβέρνες εις τας Αθήνας; Άπειρες. Ασφαλώς όμως από τους φίλους του καλού κρασιού και του καλού φαγητού, ελάχιστοι θα γνωρίζουν ποια είνε η παλαιότερη. Ελάχιστοι θα ξέρουν ότι η ταβέρνα του Κανάκη αντίκρυ εις την Αγία Σωτήρα είνε ένα αιωνόβιον πραγματικά μνημείον.

Σ’ αυτήν εγλέντισαν οι επιζήσαντες ήρωες του 21, σ’ αυτήν διεσκέδασαν γενεές Ελλήνων, σ’ αυτήν ελατρεύθη ο Βάκχος και εξέσπασαν τα μεράκια των παλληκαριών της Πλάκας.

Όσοι καταγίνονται με την ιστορίαν των Παλαιών Αθηνών, άκουσαν ή και εδιάβασαν αρκετά για το όνομα του γέρου Κούβελου. Τι ήταν αυτός;

Ένας Αθηναίος από τους πρώτους που ξαναγύρισαν εις την ερημωμένην πόλιν όταν κατέστη δυνατόν , μετά την κατάληψίν της από τους Τούρκους. Και έχτισε τότε το ωραίο σπιτάκι που σώζεται ακέραιο και σήμερον πλάϊ σχεδόν εις το αστυνομικόν τμήμα.

Μα ο Κούβελος που η παράδοσις τον θέλει με βράκες ήταν καλός νοικοκύρης μαζύ όμως και άνθρωπος εργατικός. Δεν ημπορούσε να μένη άεργος και στο κάτω πάτωμα του σπιτιού του άνοιξε μια ταβέρνα. Αυτή ήτο η πρώτη ταβέρνα της Αθήνας. Έτος ιδρύσεως της θα ημπορούσαμε να ορίσουμε το 1835. Έκτοτε, αν άλλαξε διευθυντάς η ταβέρνα δεν άλλαξε και προορισμό. Μένει ταβέρνα πάντοτε και σ’ αυτήν βρίσκουν οι φίλοι του κρασιού και οι πονεμένοι την πρόσκαιρον ανακούφισιν.

Χρόνια πολλά διατηρούσε ο γέρο Κούβελος την ταβέρνα, ως την εποχήν που την παρεχώρησε στον Τζούτζουρη. Σ’ αυτό το κατάστημα ελειτούργησεν η πρώτη γνήσια ταβέρνα του Τζούτζουρη. Ήτον τότε περίφημη και ξεκινούσαν από όλη την Αθήνα για να πιούν κρασί εκεί. Εκεί εμαζεύοντο και οι Αθηναίοι νοικοκυραίοι, εκεί άναβε το γλέντι κάθε βραδάκι. Ήτον η ίδια κι’ απαράλλακτη όπως σήμερα. Στην ίδια πάντοτε γωνιά ο πέτρινος νιπτήρ και εικόνες εις τους τοίχους σαν και τώρα.

Είκοσι ολόκληρα χρόνια την είχεν ο Τζούτζουρης πρίν την πάρη ο Κανάκης πού την έχει σήμερα σαράντα τόσα χρόνια. Όπως τα παλαιότερα χρόνια μαζεύονται και τώρα οι γέροι της γειτονιάς και ξαναθυμούνται τα νειάτα τους εις την καλή παληά εποχή. Μέσα σ’ αυτούς και ο γέρο-Ζόμπας, ένας καθαρόαιμος Αθηναίος, θαλερώτατος παρ’ όλα τα εβδομήντα του χρόνια. Στην παρέα του ξεχνά κανείς τα σημερινά και γυρνά στην εποχή εκείνη πού σε κάθε στιγμή άστραφτε κι’ εβροντολαλούσεν η κουμπούρα.

Τότε, μας έλεγε πριν λίγες ημέρες ο γέρο-Ζόμπας, το κρασί είχε μια πεντάρα. Όταν έφθανε την δεκάρα ήτον πανάκριβο. Μεζές άλλος δεν υπήρχε από εληά, ψωμί πού δεν τα πληρώναμε. Αυτά στην εποχή του Τζούτζουρη που την θυμάμαι πολύ καλά γιατί τότε ξεπετάριζα κι’ εγώ… Λέγοντας αυτά ο γέρο-Ζόμπας στρίβει το κάτασπρο μουστάκι και μένει βουβός λίγες στιγμές.

Ποιος ξεύρει τι εικόνες να εχαράσσοντο εμπρός εις τα μάτια του. Ποιος ξεύρει σε τι περασμένα να εβυθίσθη ή μνήμη του. Μά ύστερα από την ολιγόστιγμον αυτήν σιγήν συνέχισε και πάλιν την αναδίφησιν των περασμένων.

-Στην εποχή του Τζούτζουρη, εξηκολούθησε, έρχόντουσαν εδώ οι καλύτεροι τραγουδισταί. Θαρρείς πώς βλέπω μπροστά μου και ακούω τον Πασσαλήν, τον Καβαλλάρην, τον Στρουμπούλην, πού ήτον αγώνας κάθε βράδυ ποια παρέα να τους εξασφαλίση. Τι ήταν εκείνες οι φωνές. Σαν ξεσπούσαν στην καντάδα δεν έμενε ψυχή πού να μη λιγωθή και παράθυρο στη γειτονιά πού να μην ανοίξη.

Ο γέρο-Ζόμπας, λέγοντας αυτά στρίβει το μουστάκι του και χαμογελά. Τι να θυμάται άραγε; Να βλέπη και τον εαυτό του ανάμεσα στους τραγουδιστάς;

-Τότε, προσθέτει, εφορούσαν οι περισσότεροι φουστανέλλες. Όταν ετελείωνε εδώ το γλέντι ξεκινούσαμε για μια άλλη ταβερνούλα εδώ στη γειτονιά πού για να μπούμε έπρεπε να συρθούμε με την κοιλιά. Τόσο χαμηλή ήτον η είσοδος. Κι’ εκεί βρίσκαμε καλό κρασί.

Μά εδώ στην ταβέρνα του Τζούτζουρη και αργότερα στου Κανάκη, εμαζευόντουσαν πολλοί νοικοκυραίοι. Σαν να βλέπω τον Τσίπη, τον Ρουμπέση, τον Τρικαλιώτη και τόσους άλλους. Έπιναν το κρασάκι τους το βράδυ και ετραβούσαν κατόπιν για τα σπίτια τους. Έ, παιδιά μου, ποτέ δεν ημπορείτε να φαντασθήτε τι γλέντια έχουν γίνει εδώ μέσα. Χορός και τραγούδι δεν έλειπε κανένα βράδυ.

Κι’ ο γέρο-Ζόμπας εξηκολούθησε ν’ ανασταίνη τα περασμένα και να ξεσπά σ’ ενθουσιασμούς όσο θυμότανε τα νειάτα του.

Αυτή είνε η πιο παληά ταβέρνα της Αθήνας κι’ αυτή είνε η ιστορία της μέσα στα εκατό χρόνια πού επέρασαν. Μια ιστορία γλεντιού και χαράς. Μέσα στη στενόμακρη ταβέρνα με το χαμηλό και την παλαιική εμφάνισι, χιλιάδες άνθρωποι ελησμόνησαν τα φαρμάκια τους και τις συμφορές τους. Χιλιάδες εζήτησαν τη λησμονιά, μα και σήμερα, που η ζωή είνε πολύ σκληρότερη και τα φαρμάκια πολλά περισσότερα, χιλιάδες πάλι ζητούν τη λησμονιά. Κι’ ανάμεσα σ’ αυτούς και πολλοί γέροι, που πιάνουν την γωνιά στο βάθος και βυθίζονται στα περασμένα».