Άλλοι γδύνονται και άλλοι... ντύνονται στην πλαζ της Γλυφάδας
Στην πλαζ Γλυφάδας 11.30-13.30, καλοκαίρι 1936
11.30 Κυριακάτικο πρωί:
«Η ελληνική «κοτ ντ’ αζύρ» ύστερ’ από τόσο καιρό διακοπής των κοσμικών της σχέσεων, δέχεται πάλι σήμερα τους κεκλημένους της και φορεί την μπλε ατλαζένια τουαλέττα της, που σκεπάζεται από μια λεπτή αφρόπλεχτη δαντέλλα…
Τι κομψή ακτή αλήθεια! Είνε μια θάλασσα… πολιτισμένη, ραφιναρισμένη, μοντέρνα! Κ’ έχει εντελώς διακόψει τις σχέσεις με τις άλλες, κοινές και βάρβαρες θάλασσες. Δεν φαντάζομαι νάχη ακόμα καμμιά επικοινωνία με τα βρώμικα εμπορικά λιμάνια και τις τριγύρω «μπας κλας» ακτές που δέχονται τον πρώτο τυχόντα επισκέπτη για μπάνιο… καθαριότητος!
Η Γλυφάδα είνε μια ακτή φαινομενικώς και πραγματικώς… γαλαζοαίματη, που ανήκει στην ανώτερη αριστοκρατία του υγρού βασιλείου. Και είνε αληθινά ευγενέστατη και πολύ καλοανατεθραμμένη…
Το παχύ κρουστό ταπέτο της αμμουδιάς γεμίζει από «θέματα» για έναν λίγο αδιάκριτο φακό, που θάθελε να κλέψη μια σειρά τολμηρών «ενσταντανέ» για την ιδιαίτερη συλλογή του…
Κυττάξτε αυτές εκεί τις δύο χάλκινες Αφροδίτες, που μακιγιάρονται ξαπλωμένες στην άμμο, ενώ στο λείο, τεντωμένο μετάξι του κορμιού τους στέκουν ακίνητες οι χοντρές στάλες του νερού, σα διαμάντια μπηγμένα στη σάρκα. Είνε μια σωστή αποθέωσι αρμονίας γραμμών.
Λίγα βήματα παρακάτω, η μαμά διαβάζει το ρομάντζο της και ρίχνει πότε-πότε κανένα βλέμμα παρατηρητού. Άξαφνα αντιλαμβάνεται μια έκφρασι αυθαδείας πούχουν πάρη τα δυο σώματα, καθώς τεντώνονται με νωχέλεια, επηρεασμένα απ’ τις χλιαρές θωπείες του Ήλιου. Ζυγώνει και συμβουλεύει σιγανά:
-Λόλα, κάτσε κάπως καλλίτερα!...
Η καϋμένη η μαμά! Δεν μπορεί, βλέπετε, να ξεχάση εντελώς ότι στην εποχή της δεν γδυνότανε έτσι η γυναίκα, παρά μόνο μπροστά στον άντρα της! Αν η «Λόλα» της ζούσε σ’ εκείνα τα χρόνια, θάκανε θαλάσσιο μπάνιο με… το μεσοφόρι. Ευτυχώς όμως που επενέβη ο πολιτισμός κι’ ας τον βρίζουμε. Γιατί επί τέλους στα μπάνια, ξέρουμε τι μας γίνεται! Η ορθοπεδική της σωματικής καλλονής δεν μπορεί να μας εξαπατήση! Ούτε κορσέδες, ούτε λάστιχα, ούτε ζώνες, ούτε τίποτα. Εμφανίζεται μπροστά μας η «Αλήθεια… γυμνή»…
***
Κάτω από τις χρωματιστές, πελώριες ομπρέλλες και τα κιόσκια που γεμίζουν την ανισοπέδωτη πλατφόρμα της ακτής, ούζο, κουβέντα, «κουν-καν», διάβασμα και φλερτ συνωμοτούν για να δαμάσουν την ανία. Το «φλερτ» προτιμάται από τ’ άλλα για τον αγώνα κατά της ώρας και γίνεται με διαλείμματα ψυχρολουσίας στη θάλασσα, όπου πολλοί επιχειρούν… βουτιές, ξανοίγονται και… πελαγώνουν ή απλώς «πνίγονται στα ρηχά».
Μια παρέα χορεύει ένα έξαλλο φοξ που το αντικαθιστά στο «πορτατίφ» γραμμόφωνο ένα σαχλό ταγκό, απ’ αυτά που τραγουδάνε στις επιθεωρήσεις, ενώ το ούζο πιπερίζει τα χείλη κι’ ανακατεύει επικίνδυνα τις σκέψεις. Έτσι, δεν αποφεύγονται μερικές εξημμένες διαχυτικές τολμηρότητες που τα «κουστούμια» τις κάνουν πιο εντυπωσιακές. Κι’ επακολουθούν τα ζωηρά σχόλια από τη διπλανή παρέα με ύφος αδικαιολόγητης σεμνοτυφίας και δικαιολογημένης ζήλειας!
Σε λίγο έρχεται απ’ την άλλη άκρη της ακτής μια τρίτη παρέα κι’ ανταλάσσονται κομπλιμέντα. Αλλά τι τα θέλετε, ο κόσμος δεν έχει μάθη ακόμη να φέρεται ανάλογα με τις περιστάσεις κ’ ενώ σ’ ένα σαλόνι βιαζόμαστε να εκφράσωμε τον ψεύτικο θαυμασμό μας για την τουαλέττα της κυρίας που συναντούμε, στην πλαζ δεν τολμούμε να εκδηλώσουμε τον γνήσιο ενθουσιασμό μας για την ωραία γυμνότητα που εμφανίζεται μπροστά μας… αναιδέστατη και προκλητική.
Τι το παράξενο θα βλέπατε π.χ., αν ο κύριος που θα του συνιστούσαν μια γυμνή κυρία στην πλαζ, ύστερα από μια προσεκτική κι’ ερευνητική ματιά, τις έλεγε λεπτότατα:
-Έχετε θαυμάσιο σώμα μαντάμ! Έχετε μια εξαιρετική πλαστικότητα στις καμπύλες και προ παντός… ορεκτικώτατες στρογγυλότητες!
-Σας ευχαριστώ πολύ! Είσθε πολύ ευγενής! θα απαντούσε η κυρία.
Αλλά –είπαμε- ο κόσμος δεν έχει μάθη ακόμα να εναρμονίζη τους τρόπους της συμπεριφοράς, σύμφωνα με την εξέλιξη της πραγματικότητος. Έτσι στην πλαζ ντρέπεσαι να κομπλιμεντάρης μια κυρία. Ενώ δεν ντρέπεσαι… που τη βλέπεις!
Μία η ώρα. Η πλαζ ωστόσο σφύζει ακόμα από ζωή. Ασθμαίνουσες αναπνοές, μελωδικές φωνούλες, καμπανιστά γελάκια, εύθυμες νότες της τζαζ, λαίμαργα βλέμματα ηλεκτρίζουν τον αέρα.
Η παρφουμαρισμένη υγρή αμμουδιά, καθώς τη σιγοψήνει ο ήλιος, γεμίζει την ατμόσφαιρα με αρωματικούς υδρατμούς. Τα γυμνά σώματα, καλοχυμένα κι’ ακανόνιστα, σφιχτοδεμένα κι’ ασουλούπωτα, σφριγηλά και πλαδαρά, όλα μαζί ανάκατα, ροφούν διψασμένα την αρμύρα της θάλασσας για τελευταία φορά, σήμερα.
Ύστερ’ από λίγα λεπτά, στην ακτή επαναλαμβάνεται η ξυπόλυτη παράταξις που εμφανίζει κομψά ποδαράκια, αβρά κρινένια, με μανικιουρισμένα νύχια σαν μικρές οβάλ καραμέλλες «φραμπουάζ» και δίπλα τους… άγριες ποδάρες, μαύρες, τριχωτές, σκελετωμένες, γεμάτες ρόζους και σημάδια!...
Μα γιατί γδύνεσθε κύριοι; Γιατί γδύνεσθε, αφού το ξέρετε καλά πως δε μας θυμίζετε τον Ερμή του Πραξιτέλους, αλλά τη θεωρία του Δαρβίνου; Ακούστε μια φιλική συμβουλή: Κάντε από αύριο τα μπάνια σας σε καμμιά… απόμερη αμμουδιά. Κι’ εσείς, κυρία μου, που τελευταία παχύνατε πολύ, πάρτε το απόφασι πως δεν είσαστε πια «χάρμα ματιών» και σφιχθήτε στους κορσέδες σας! Δεν είνε για σας το μαγιό.
Αφήστε λοιπόν τα ωραία νειάτα να γδύνωνται και να εμφανίζουν το αρμονικό τους θέαμα, χωρίς κρεμαστές σάρκες και αποστεωμένες γάμπες, με τις φλέβες ανάγλυφες!
Ελάτε! Περάστε στην καμπίνα σας, ντυθήτε και… μην ξαναγδυθήτε πια!».
(«Έθνος», Δ.Κ. Ευαγγελίδης, 1936)