Σεξουαλικά οφθαλμόλουτρα στην Καρνεάδου!

«Μαντάμ, θέλω να βλέπω...»

Είναι ευνόητο ότι σε τόσες και τόσες ανωμαλίες που «παιζόντουσαν» κάθε μέρα στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, η οφθαλμοπορνεία –ή μπανιστήρι όπως το ξέρουμε ευρύτερα– είχε δεσπόζουσα θέση. Από βίτσια οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες άλλο τίποτα... Ιδιωτικά βίτσια – δημόσιες αρετές!

Ανήσυχος ρεπόρτερ επισκέπτεται έναν παράξενο οίκο ανοχής, που είναι συνάμα και χαμαιτυπείο και μπανιστήριο. Απολαύστε τι είδαν τα μάτια του…

«Εάν σε ερωτούσε κανείς, φίλε αναγνώστη:

– Πώς ευχαριστιέσαι τη γυναίκα;

Φυσικά θα απαντούσες:

– Όπως την ευχαριστιέται όλος ο κόσμος.

– Δηλαδή;

– Δηλαδή να: Όταν την έχω ολόγυμνη στην αγκαλιά μου, πάνω σ’ένα μαλθακό στρώμα και τη φιλώ όπως και όπου θέλω...

Ε, λοιπόν, φίλε αναγνώστη, έχεις λάθος. Δεν ευχαριστιέται έτσι όλος ο κόσμος το θηλυκό.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με το σεξουαλικό των ένστικτο διαστρεβλωμένο, με βίτσιο στο σώμα και στην ψυχή, που δεν μπορούν να απολαύσουν τον έρωτα μόνοι τους. Ο βιτσιόζος δεν θέλει να αγκαλιάσει ο ίδιος μια γυναίκα. Αυτό δεν τον ικανοποιεί, δεν τον ευφραίνει, δεν τον γλυκαίνει. Ο βιτσιόζος θέλει να βλέπει το αγκάλιασμα των άλλων!»

Ας ανηφορήσουμε λοιπόν την Καρνεάδου  στο Κολωνάκι όπου, όπως μας πληροφορεί η «Χρεωκοπία» του 1932... «ένας τέτοιος παράξενος οίκος ανοχής ιδρύθη κατ’ αυτάς. Είνε συνάμα και χαμαιτυπείο και μπανιστήριο. Δηλαδή μέσα στις κάμαρες, ζευγάρια ανύποπτα παραδίδονται γυμνά στην απόλαυσι του έρωτός των, χωρίς να φαντάζωνται ότι έξω, από τρύπες μυστικά κρυμμένες, παρακολουθούν τις φιλήδονες κινήσεις των άγρυπνα μάτια βιτσιόζων οφθαλμοπόρνων!».

Εκφυλισμός να σου πετύχει! Ας δούμε τώρα κάποιες λεπτομέρειες σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ της «Χρεωκοπίας»:

«… Ο βιτσιόζος μπαίνει στο σπίτι, ρωτά τη μαντάμα:

– Έχεις μέσα κανένα ζευγάρι;

– Πολλά. Τι ζευγάρι θέλετε να μπανίσετε;

– Ο άντρας να είνε νέος, όσο το δυνατόν πιο παιδί. Μου αρέσει, ξέρετε, υπερβολικά το θέαμα του εφήβου, όταν τον σφίγγει στην αγκαλιά της μια ώριμη γυναίκα.

– Πολύ καλά. Και η γυναίκα πώς να είνε;

– Παχειά.

– Πολύ παχειά;

– Ε, όχι και φώκια. Αλλά νάχη σάρκες που να τις διακρίνω καλά από μακρυά.

– Άσπρη; Σταράτη; Μελαχροινή;

– Άσπρη, σαν το γάλα.

– Αμέσως. Έχω ακριβώς το ζευγάρι που σας χρειάζεται...

Ο έκφυλος αμέσως γρυλλίζει από χαρά ακόρεστη:

– Αλήθεια;

– Περάστε. Και δεν είνε ένα τέταρτο που κλείστηκαν στο δωμάτιο. Ακόμα θα βρίσκωνται στα πρώτα τους γλυκοζαχαρώματα. Θα προλάβετε να δήτε τα μεγάλα χάδια...

Και ο έκφυλος, τρέμοντας από την ανυπομονησία να απολαύση επί τέλους το θέαμα της ξένης... απολαύσεως, πληρώνει στην πατρόνα του λαμπρού καταστήματος το αντίτιμο και τρέχει να μπανίση...

Τοποθετείται πίσω από την τρύπα και βυθίζει ακόρεστα το μάτι του στο εσωτερικό του δωματίου.

Πολλοί τέτοιοι συστηματικοί οφθαλμοπόρνοι, για να διακρίνουν καλύτερα και για να μη τους διαφύγη η παραμικρή λεπτομέρεια, ο πιο αδιόρατος κυματισμός των ενωμένων σαρκών, τι κάνουν;

Φέρνουν μαζί των και ένα κιάλι, από κείνα τα μικρά κιάλια που τα χρησιμοποιούν στο θέατρο. Και μ’ αυτό πεια το κιάλι, δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Τα βλέπουν όλα! Και, επειδή ο μπανιστής είνε συνήθως και ωτακουστής, στυλώνει το κιάλι, ανοίγει τα αυτιά του διάπλατα και ακούει ξεκάθαρα όλους τους συσπασμούς και τους τριγμούς της κλίνης, που υποφέρει το βάρος της αγκάλης, όλους τους κοφτούς βόγγους της διπλής ηδονής, όλους τους συρτούς και παθιασμένους ρόγχους των αμαρτωλών ευχαριστήσεων:

– Αααχ!...

– Μη!

– Έλα! Έλα, φως μου!

– Μανίτσα μου!

– Μ’ αγαπάς;

– Αχ! Τώρα! Τώρα! Τώ... ρα!

Και τα ύστατα ξεψυχίσματα του κόρου...

Όταν τελειώση η σκηνή και το ζευγάρι, ικανοποιημένο από τον έρωτα, φύγη στη δουλειά του, τότε βγαίνει από την κρύπτη του και ο μπανιστής.

Είνε κατακόκκινος, αναμμένος και... θα το πιστέψετε; Ευχαριστημένος!

Σαν να αγκάλιαζε αυτός και ακόμα καλύτερα. Διαστροφή...».