Το Γκάζι

Γάμπα!

Τζάμπα;

Α, μπα!

Καταρχάς να εξηγήσουμε τον όρο «παστρικιά», μπας κι έχει μείνει στην εποχή μας κανένας αδαής και δεν το ξέρει. Επειδή, λόγω επαγγελματικών αναγκών, οι «ιέρειες» της Πάνδημης Αφροδίτης πλενόντουσαν πιο συχνά από τον υπόλοιπο πληθυσμό –ο οποίος πλενόταν μια φορά κάθε δέκα-δεκαπέντε μέρες!-, τις φώναζαν περιπαικτικά «οι παστρικιές». Από την περίοδο της Belle Époque και μετά (1880), θα αποκαλούνται πιο συχνά οι «παξιμάδες».

Γιατί παξιμάδες; Οι εποχούμενες πόρνες που γύριζαν στους δρόμους, συνήθιζαν για να προκαλέσουν και ν’αστειευτούν με τον αντρικό πληθυσμό των καφενείων να περνούν ανάμεσα στα τραπεζάκια και να κλέβουν τα παξιμαδάκια που συνόδευαν τον καφέ. Οι Αθηναίοι, που διασκέδαζαν αφάνταστα με τα παρατσούκλια, δεν άργησαν να τις βαφτίσουν «παξιμαδοκλέφτρες» το οποίο αργότερα έγινε «παξιμάδες»!

Είναι ευνόητο ότι, ήταν αδύνατο μια «παστρικιά» να κατοικεί σε κεντρική συνοικία της Παλιάς Αθήνας. Ακόμη και να πέρναγε από κει, οι τίμιες γειτόνισσες σταυροκοπιόντουσαν για να φύγει μακριά ο διάβολος, άλλες τις φτύνανε (με ηχηρό πάντα το «φτου») κι οπωσδήποτε τις μουντζώνανε. Οι πιο ευγενικές περιοριζόντουσαν στο να κλείνουν πόρτες και παράθυρα μέχρι να φύγει το μίασμα και φυσικά, να μην πάρουν χαμπάρι τα παιδιά και κυρίως η κόρη, που ήταν κλεισμένη σχεδόν μονίμως μέσα.

Αυτές, λοιπόν, οι λιγοστές πόρνες κατοικούσαν στα πιο απόκεντρα σημεία, έξω από το αθηναϊκό κέντρο. Τα σημεία αυτά ήταν κοντά στην πλατεία Βάθης, απ’όπου περνούσε το λεγόμενο ρέμα του Κυκλόβορου, που ερχόταν από τα Τουρκοβούνια και κατέληγε στον Κηφισό και στα Παντρεμενάδικα (σημερινός Λόφος Αρδηττού). Πολύ αργότερα, μετά το 1885, άρχισαν να συχνάζουν στη Νεάπολη και κυρίως στο Γκαζοχώρι, τη φτωχική συνοικία κοντά στο «Γκάζι» της Πειραιώς.

Διασκέδαση συνοδεία ρομβίας!

Ας δούμε τώρα πώς περιγράφει ο Βασίλης Αττικός στην «Εύθυμη ηθογραφία της Παληάς Αθήνας», τόμος Ε’, το μέρος αυτό:

«Το Γκαζοχώρι υπήρξε επί πολλά χρόνια το κέντρον του υπόκοσμου. Στην τοποθεσία αυτή, είχαν εγκατασταθή τα «παληόσπιτα», μέσα σε σιχαμερές κατοικίες και τρώγλες. Οι τεκέδες (τα χασισοποτεία), τα «μπαρμπούτια» (το παιχνίδι των ζαριών), κι’όλο το υπόλοιπο κακό συναπάντημα της Παληάς Αθήνας. Από τότε που ξεκαθάρισε η Συνοικία του Ψυρρή απ’τους «Κουτσαβάκηδες», στο Γκαζοχώρι θάβρισκε η Αστυνομία τον κακοποιό, τον οποίον καταζητούσε να πιάση.

Κατά το βραδάκι, τα κοινωνικά εκείνα περιτρίμματα, βγαίναν στις εξώπορτες των «βρωμόσπιτων» του Γκαζοχωρίου και κάθονταν στα πεζούλια. Για να προκαλέσουν δε, τους διαβάτες τοποθετούντο με σηκωμένες τις φούστες, και τους λέγαν αισχρά πειράγματα και λόγια. Η βίζιτα πληρωνόταν, όπως και στα Βούρλα του Πειραιά, μια δραχμή, την οποίαν μοιράζανε στη μέση. Πενήντα λεπτά έπερνε η Ιερόδουλη κι’άλλα τόσα η κυρά-Πατρώνα, η Διευθύντρια του «σπιτιού».

Το δειλινό, κατάφθαναν στο Γκαζοχώρι κ’η πιο παραφορτωμένες με πλουμίδια λατέρνες, για να ψυχαγωγήσουν τα φιλόμουσα «κορίτσια». Ο Λατερνατζής ήταν ένας ξεχωριστός τύπος, «ιμιτασιόν» Κουτσαβάκη της Παληάς Αθήνας. Είχε το μουστάκι του κρεμαστό προς τα κάτω. Φορούσε παντελόνι «τζογέ», μυτερά παπούτσια και κόκκινο ζουνάρι. Το καβουράκι, το καπέλλο του, τόβαζε στην κορφή της κεφαλής, ώστε να φαίνεται η λαδωμένη του «αφέλεια».

Κάθε «σπίτι» είχε και το δικό του Λατερνατζή. Αυτός, μερακλωμένος θα γύριζε με τόνα χέρι τη λατέρνα, και με τ’άλλο θα χτύπαγε το ντέφι στο γόνατό του, όλο «μέγκλα». (σ.σ. Πρόκειται για παράφραση του «made in England» και σήμαινε κάτι σαν «κυριλέ», ξεχωριστό). Έτσι, η πελατεία των «παληόσπιτων» του Γκαζοχωρίου απολάμβανε τον αγοραίο έρωτα μετά μουσικής!»

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι κοντά στο Γκαζοχώρι στην «Κολοκυθού», ήταν εγκατεστημένο και το πρώτο νοσοκομείο για τις αφροδίσιες αρρώστιες. Πολύ αργότερα μεταφέρθηκε «στου Συγγρού». Το κληροδότημα του μεγάλου εθνικού ευεργέτη θεωρούνταν πρότυπο και ένα απ’τα τελειότερα της Ευρώπης στο είδος του. Άρχισε να λειτουργεί το 1910 και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ελληνική κοινωνία.

Από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, όταν η πόλη άρχισε να μεγαλώνει και να γίνεται όλο και πιο απρόσωπη, τα «κορίτσια» κατευθύνθηκαν από το Γκαζοχώρι προς την Ομόνοια και γύρω από τον Άγιο Κωνσταντίνο.

Οι «άσεμνες» στην απόχη της εφορίας

Και για να έχετε ολοκληρωμένη εικόνα για το τι τραβάγανε οι άμοιρες  «παστρικιές» εκείνες τις εποχές, να προσθέσουμε, τελειώνοντας, ότι με το νόμο 3032 του 1922 «Περί ασέμνων γυναικών», τέθηκε τέρμα στο κρυφτούλι με τους οίκους ανοχής, οι οποίοι πλέον αναγνωρίστηκαν κι επίσημα. Οι «μαμάδες» τους χαρακτηρίστηκαν επαγγελματίες και η εφορία έσπευσε να τις κατατάξει ανάλογα με το μέγεθος της πελατείας τους, σε φορολογικές κλάσεις (Α έως Ζ)!

Παρόλες τις επίπονες έρευνές μου στα Αρχεία, δεν κατόρθωσα να βρω πώς γινόταν αυτή η κατάταξη. Εικάζω ότι ειδικά εντεταλμένοι δημόσιοι υπάλληλοι στεκόντουσαν έξω από τους οίκους ανοχής και μετρούσαν τους επισκέπτες. Διακριτικά πάντα…