Στο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα…
Το Ζάππειο μέγαρο ή πιο απλά το Ζάππειο, ήταν ένα από τα πιο επιβλητικά κτίρια της Παλιάς Αθήνας. Χτισμένο το 1888 σε σχέδια του Δανού Θεόφιλου Χάνσεν και σε μια καταπράσινη έκταση 80 στρεμμάτων ανάμεσα στον κήπο του παλατιού και του αρχαίου Ναού του Ολυμπίου Διός, ήταν η αγαπημένη περιοχή αναψυχής (αρχικά άκουγε στην ονομασία «Αγελάδες») για τους κατοίκους μιας πόλης, όπου η έλλειψη πρασίνου ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.
Το όνομά του το οφείλει στον μεγάλο εθνικό ευεργέτη Ευάγγελο Ζάππα, ο οποίος, με την προτροπή του Παναγιώτη Σούτσου, θεμελιωτή της Ελληνικής Ολυμπιακής ιδεολογίας που «ζυμώθηκε» εκείνες τις εποχές, θέλησε έτσι να χρηματοδοτήσει την ανέγερση ενός Ολυμπιακού κτιρίου, όπου θα πραγματοποιούνταν παράλληλα πολιτιστικά δρώμενα και εκθέσεις. Πράγματι, στους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας (1896), έγιναν στις εγκαταστάσεις του οι αγώνες ξιφασκίας, ενώ στην Μεσολυμπιάδα του 1906, το κτίριο χρησίμεψε σαν Ολυμπιακό χωριό. Εδώ λειτούργησαν από το 1938 και για 38 χρόνια οι «ραδιοφωνικοί θάλαμοι» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Τόσο στην Belle Époque (1890-1910), όσο και την περίοδο του Μεσοπολέμου (1910-1940), το Ζάππειο ήταν πάντα «γεμάτο». Το πρωί τον τόνο έδιναν οι νταντάδες, «τροφοί» κατά την τότε έκφραση, με τα χαρακτηριστικά μεγάλα τους στήθη που θεωρείτο και απαραίτητο επαγγελματικό προσόν αφού αυτές θήλαζαν τα μικρά. Δίπλα τους, οι υπερήλικες συνταξιούχοι με το κομπολόι στο χέρι και με συγκεκριμένη, πάντα, ρεζερβέ θέση στα παγκάκια. Οι συζητήσεις ατελείωτες…
«Όασις», «Αίγλη», «Περιστύλιον», «Στάδιον», «Πεύκα», ήταν τα κέντρα που μάζευαν αριστοκράτες και αστούς ιδιαίτερα τις Κυριακές. Η «Όαση» λειτουργούσε προς την μεριά της Λεωφόρου Αμαλίας, ενώ η γνωστή «Αίγλη» στην ακριβώς αντίθετη μεριά. Τα δύο αυτά μαγαζιά έδιναν καθημερινή μάχη, με ποια ατραξιόν να μαζέψουν περισσότερο κόσμο… Στη μάχη αυτή ρίχτηκαν από το 1904 και οι κινηματογραφικές παραστάσεις, με έργα όπως «Δέκα γυναίκες για έναν άνδρα» και αντιλαμβάνεστε βεβαίως το αδιαχώρητο που δημιουργείτο!
Στο Ζάππειο επιδεικνύονταν με ιδιαίτερη χάρη οι νέες «κολεξιόν» και γενικά ό,τι πιο καινούργιο κυκλοφορούσε στην πόλη. Γι’ αυτό δεν ήταν λίγες οι απανταχού της πόλης μοδίστρες, καπελούδες και άλλοι επαγγελματίες, που περνούσαν συστηματικά από το Ζάππειο για επαγγελματική ενημέρωση…
Στο Ζάππειο γινόταν καθημερινά το κόρτε ανάμεσα στα δύο φύλα. Εδώ κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί με τις καλοσχεδιασμένες φανταχτερές στολές τους. Ανάλογα με το βαθμό τους, διάλεγαν: οι αξιωματικοί τις Ατθίδες από τα καλά σπίτια, τα φανταράκια τα «δουλικά», όπως δυστυχώς αποκαλούντο τότε οι υπηρέτριες, τις μοδιστρούλες και τις καπελούδες.
Όταν σουρούπωνε, στα απόμερα δρομάκια του πάρκου άρχιζαν στα παγκάκια οι «αψιμαχίες» των πιο θαρραλέων και άτακτων ζευγαριών. Με το που άδειαζαν τα κέντρα, αργά μετά τα μεσάνυχτα, τα παγκάκια καταλαμβάνονταν από άστεγους και περιθωριακούς τύπους, ενώ οι νυχτοφύλακες δεν προλάβαιναν να πηγαινοέρχονται.
Μια διαφορετική ξενάγηση
Ας αφήσουμε όμως τον ρεπόρτερ της εφημερίδας Έθνος, «ΕΥ», να μας ξεναγήσει στο χώρο. Βρισκόμαστε στο 1938:
«Ζάππειο, εδώ είνε η πρωτεύουσα των Αθηνών! Γιατί εδώ θα βρήτε κίνησι κοσμοπολίτικη, συρροή απ’ όλες τις άλλες... πόλεις, που κλείνει σήμερα στην αγκαλιά του το πάλαι ποτέ άστυ της Παλλάδος!
»Στο πάρκο του Ζαππείου, όπου η φύσις έχει εγκαταστήση ένα περίφημο εργοστάσιο δροσιάς, παράλληλα με την πλούσια βιομηχανία του οξυγόνου, θα δήτε κάθε βράδυ τον “κινητό πληθυσμό”, που συντηρεί το Ζάππειο, όπως συντηρεί και το Παρίσι!...
»Στο Παρίσι θα συναντήσετε την τρελλή ποικιλία του Διεθνισμού: Εγγλέζοι, Σπανιόλοι, Μαροκινοί, Κινέζοι, Ρώσσοι, Ινδοί, Αμερικάνοι. Στο Ζάππειο θ’ αντικρύσετε το πλούσιο ανακάτεμα του... Παναθηναϊσμού: Μεταξουργιώτες, Πατησιώτες, Λεβιδιώτες, Αχαρνιώτες, Παγκρατιώτες!
»Το Ζάππειο είνε το Παρίσι της Αθήνας! Αυτό συγκεντρώνει πολλά βράδυα την αριστοκρατία των άλλων πόλεων κι’ αυτό επί τέλους λανσάρει τη Μόδα! Μια κομψή Μεταξουργιώτισσα στο Ζάππειο θα δη ένα ιδιόρρυθμο καπέλλο ή ένα καλοραμμένο εμπριμέ. Και η Νίτσα, η καλή μοδίστρα του τέρματος Σεπολίων, πρέπει να πηγαίνη απαραιτήτως συχνά... στο Ζάππειο, όπως οι μεγάλες μοδίστρες οφείλουν να πηγαίνουν στο Παρίσι!
»Οκτώ το βράδυ. Ο μεγάλος δρόμος του πάρκου σκεπάζεται απ’ τα πλήθη που αποβιβάζουν τα ταξί και τα λεωφορεία. Ο βόμβος του συνωστισμού γεμίζει παράσιτα την ατμόσφαιρα. Τι παράξενο ηχητικό κοκτέιλ. Μικρές γλωσσίτσες, κουρδισμένες απ’ τη χαριτωμένη κοριτσίστικη ελαφρομυαλιά, παράγουν οξύτατα τιτιβίσματα, καθώς παρλάρουν ακούραστες για τα πιο απίθανα θέματα...
»Ένας ηλεκτρισμένος ερωτισμός πλανάται στην ατμόσφαιρα, μεταξύ ερτζιανών και αρωμάτων. Ο συνοικιακός δανδής που βρίσκεται έξαφνα στο κοσμοπολιτικό περιβάλλον, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, διψά μο-ντέρνα περιπέτεια!... Ένα καμουφλαρισμένο εμπριμέ βαδίζει μπροστά του, λικνιστικό, χοροπηδηχτό, γεμάτο αυθάδη θηλυκότητα και συγκεκριμένες καλλονές, εύχυμες, ωραίες, γευστικές στο μάτι. Ο συνοικιακός δανδής εισπνέει βαθειά τον αέρα που φιλτράρει ο μεταξωτός ποδόγυρος και τον στέλνει κορεσμένο από άρωμα, στα φτωχά του ρουθούνια. Αχ!... Θάχη άραγε συνέχεια το ρομάντζο;
»“Όασις”, “Αίγλη”, “Περιστύλιον”, “Στάδιον”, “Πεύκα”. Κέντρα που εναρμονίζονται με τον κοσμοπολιτισμό του περιβάλλοντος. Η “Όασις” είνε το χαρακηριστικώτερο. Στη σκηνή της υπάρχει γνήσιος διεθνισμός. Μπαλέττα, σανσονιέ, νουμερίστες, ακροβάτες, χορευταί απ’ όλα τα σημεία της Γης, συναντώνται κάθε καλοκαίρι στο μικρό, κομψό παλκοσένικο της γωνιάς του Ζαππείου. Φαντάζομαι πως ευκολώτερα βρίσκεις θέσι στην πρεμιέρα του Μπέρναρντ Σω, παρά τραπεζάκι στην “Όασι”!
»Κ’ είνε αληθινά ιδιόρρυθμο κέντρο. Ρεστωράν, βαριετέ, ρεβύ, μπουάτ, καμπαρέ, ό,τι θέλετε. Ή μάλλον όλ’ αυτά μαζί. Παραγγέλνετε ένα καλό σνίτσελ με γαρνιτούρα θεαματική! Σοφός συνδυασμός. Ικανοποιεί συγχρόνως τη γεύσι, την όρασι, την ακοή και την όσφρησι ακόμα, όταν έχετε παρφουμαρισμένους γείτονες. Και μόνον η αφή μένει παραπονεμένη. Φοβερά μάλιστα! Γιατί την πεισματώνουν οι άλλες. Κι’ ιδίως η όρασις, που καταβροχθίζει ένα λουκούλλειο θεαματικό μενού.
»Στην “Αίγλη”, το σνίτσελ συνοδεύεται από ελαφρά και βαρειά μουσική. Το επιπόλαιον κελάιδισμα της ντιζέζ διακόπτεται από τα επιστημονικά ηχητικά προϊόντα του σοφού λάρυγγος, που έχει ιδιόκτητον ο κ. Πρεδάρης. Ένας εύθυμος, ασημόηχος λαρυγγισμός της μικρούλας, που στονάρει ελαφρά, και κατόπιν μια διπλωματούχος μελοδραματική κορώνα του Πρεδάρη. Χωνεύεται περίφημα.
»Τα τραπεζάκια της “Αίγλης” φιλοξενούν την διανυκτερεύουσαν οικογενειακήν σοβαρότητα, που παραθερίζει μονίμως από ετών στο Ζάππειο κι’ έχει κάνη, φυσικά, τις γνωριμίες της εδώ. Κάθε βράδυ, η ίδια αναπαυτική μονοτονία. Παγωτό, συζήτησις, χασμουρητό και καληνύχτισμα. Στερεότυπα θέματα. Κονσερβαρισμένα καλαμπούρια. Αυστηρά πλήξις. Αδιάλλακτος ανία. Κούρα ακινησίας του μυαλού και νάρκης των νεύρων.
»Παρακάτω λίγα βήματα, η άστεγη αλητεία ψαρεύει γόπες της ξηράς στο σκοτάδι κ’ ετοιμάζεται να κοιμηθή μακάρια στο υπαίθριο ξενοδοχείο του Πάρκου. Το φεγγάρι έχει ανάψη δίπλα στο παγκάκι τη λάμπα πορτατίφ. Βάρδα μην επιδράμη ο πόλισμαν και μεταφέρη την πελατεία στο Λαϊκό Υπνωτήριο. Μανία που την έχει κι’ αυτός!
»Ως το πρωί έχει κίνησι το Ζάππειο. Το καφενεδάκι της εισόδου, γεμίζει ξενύχτιδες που αράζουν για έναν διανυκτερεύοντα “μέτριο βραστό”».
Ανάμεσα στις παρέες που διασκεδάζουν
Μια που είμαστε μέσα στο «κλίμα» του Ζαππείου, ας πλησιάσουμε αθόρυβα μια παρέα και, κρυφακούοντας, ας νιώσουμε καλύτερα την όλη ατμόσφαιρα:
«Μια άλλη μεγάλη παρέα μόλις ήρθε.
– Τι παγωτά έχετε, παρακαλώ;
Το γκαρσόνι με μια μαρτυρική έκφραση στο πρόσωπό του, ετοιμάζεται να απαγγείλει για πολλοστή φορά.
– Κρέμα, βερίκοκο, πεπόνι, καρπούζι, βύσσινο, μους ντε νταμ, καφέ, αχλάδι, κασάτα... Η κυρία Ελπινίκη δεν κρατιέται.
– Εμένα να μου δώσεις κρέμα... όχι, δώσ’ μου καλύτερα πεπόνι... ρίξε και λίγο κονιάκ παρακαλώ.
Είναι η σειρά της κυρίας Ευανθίας, το γκαρσόνι την κοιτάζει. Η κυρία Ευανθία πέφτει σε σκέψεις.
– Τι παγωτά είπατε ότι έχετε;
Εκφωνούνται εκ νέου αι θεριναί ηδύτητες με πλήρη απόγνωση στο χρωματισμό της φωνής. Η κυρία Ευανθία αποφαίνεται:
– Πολύ καλά. Ας εκλέξουν πρώτα οι άλλοι και σου λέω.
Οι άλλοι διαμαρτύρονται.
– Α όχι, κυρία Ευανθία, προτιμάσθε!
– Παρακαλώ.
– Τίποτε, τίποτε. Περιμένουμε το γούστο σας να συμμορφωθούμε με αυτό.
Ευτυχώς ο μικρός Γιαννάκης διακόπτει.
– Εμένανε μια κασάτα.
– Μπράβο, Γιαννάκη μου. Ο μικρός έχει προδιαγεγραμμένη την απόφασή του!
Το γκαρσόνι με τα τελευταία ίχνη υπομονής που διαθέτει:
– Λοιπόν, παρακαλώ;
Η σειρά του κυρίου Ευριπίδη.
– Εμένα δώσε μου ένα ανάμεικτον.
– Ωραία ιδέα.
– Ε, εγώ το έλεγα πάντοτε ότι ο κύριος Ευριπίδης έχει τις καλλίτερες ιδέες.
Το γκαρσόνι έχει ιδρώσει.
– Λοιπόν, κυρίαι και κύριοι;
– Δώστε μου κρέμα.
– Εμένα αχλάδι.
– Μήπως έχετε παρακαλώ ροδάκινον;
– Όχι, κυρία μου.
– Δεν έχετε ροδάκινον; Αμ’ τότε τι παγωτά έχετε;
– Είχαμε, κυρία, αλλά εξηντλήθη.
– Είχατε και εξηντλήθη; Τα βλέπεις, Χαρίλαε! Συ φταίς, που ήρθες αργά και βγήκαμε τα μεσάνυχτα από το σπίτι!
– Αγαπητή Αντωνία, δεν έχεις δίκηο. Τρεις ώρες εφορούσες το καπέλο σου στον καθρέφτη, αν και εις τον δρόμον το έβγαλες και με υποχρέωσες να το κρατώ.
– Ωραία! Πολύ κομπλιμεντόζος μού είσαι απόψε.
Έχει όμως μείνει η γιαγιά!
– Γιαγιά, τι παγωτό θα πάρεις;
– Εσείς... τι πήρατε; ακούγεται μια φωνή τσιβδίζουσα!»
(Κείμενο βασισμένο σε ρεπορτάζ του «Πολυντώρ»)
Ένα «ταλαιπωρημένο» άγαλμα
Και μια αλλόκοτη λεπτομέρεια: Τον περιπατητή του Ζαππείου θα ξενίσει η παρουσία του αγάλματος του Βαρβάκη, άλλου εθνικού ευεργέτη, στον περίβολο του κτιρίου. Κανονικά το άγαλμα θα έπρεπε να βρίσκεται στον φυσικό του χώρο, δίπλα στη Βαρβάκειο αγορά της οδού Αθηνάς. Έλα ντε! Εδώ σας θέλω. Ιδού η λίγο… δύσοσμη εξήγηση:
Μια ταβέρνα παλιά όσο και η Αθήνα ήταν η ταβέρνα του Τάσαινα κοντά στη Βαρβάκειο. Εδώ σερβιριζόταν και πατσάς μετά... δικαιώματος, που σήμαινε μία «κουτάλα επί πλέον ζωμού δωρεάν». Ένα, έτσι κι αλλιώς, φθηνό πιάτο, αφού στοίχιζε μόνο 25 λεπτά.
Η ταβέρνα αυτή υπήρξε αφορμή να μεταφερθεί ο ανδριάντας του Βαρβάκη στο Ζάππειο, αφού η «αξιότιμη» πελατεία της ταβέρνας (άνθρωποι της αγοράς), επέμεινε να μετατρέπει καθημερινά τον ανδριάντα του μεγάλου ευεργέτη σε... δημόσιο ουρητήριο! Μόλις βράδιαζε, οι πελάτες του Τάσαινα, ο ένας μετά τον άλλο, πήγαιναν να δουν αν το άγαλμα ήταν στη θέση του. Περιττό να πούμε ότι το κάτασπρο πεντελικό μάρμαρο είχε γίνει από τη νέα του χρήση... κίτρινο.
Αφιέρωμα στα ερωτευμένα ζευγαράκια
Θα τελειώσουμε την επίσκεψή μας στο Ζάππειο, με ένα πολύ μικρό αφιέρωμα στα ερωτευμένα ζευγαράκια του:
Τραγουδήστε λοιπόν μαζί μας το νοσταλγικό…
Στο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα
Συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσα
Είχε περίσσια χάρη το βάδισμά της
Σαν κυπαρίσσι ήταν το ανάστημά της
Κρατούσε ομπρελίνο, σατέν τσαντάκι
Και είχε ένα άσπρο μικρό σκυλάκι
Της λέω καλημέρα και μου γελάει
Και δίπλα η λατέρνα μας τραγουδάει
Της κόβω ένα λουλούδι και το μυρίζει
Αρχίζει η καρδιά μου να φτερουγίζει!
Όπως συνέβαινε με όλα αυτά τα αθώα και ρομαντικά τραγουδάκια, δεν προλάβαιναν να κυκλοφορήσουν, και οι «παιχνιδιάρηδες» Αθηναίοι τα άρχιζαν στις παραλλαγές. Ιδού λοιπόν και μια λιγότερο ρομαντική, σίγουρα πιο «προσγειωμένη», παραλλαγή. Πάμε γερά λοιπόν, στον ίδιο ρυθμό, άλλη μια φορά:
Στο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα
Συνάντησα μια νέα μακρομαλλούσσα
Την κοίταζα ευθέως μέσα στα μάτια
Και η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια
Στο Ζάππειο μια μέρα καθώς γυρνούσα
Μου κόπηκαν τα πόδια απ’ την πατούσα
Συνάντησα ένα νέο μυστακοφόρον
Δύο μέτρα άνδρα και αεροπόρον
Και δώσαμε αμέσως γνωριμίαν
Που μας ωδήγησε εις την εκκλησίαν
Πω πω καημός και συμφορά
Δεν το σκεφθήκαμε καλά!
Στο Ζάππειον λοιπόν σαν περπατάτε
Μονάχα ίσια-μπρος θε να κοιτάτε
Κι’ έτσι αποφεύγετε κάθε παγίδα
Ούτε σε γνώρισα- ούτε σε είδα…
Και αν δεν θέλετε να εκτεθείτε
Στο Ζάππειο καθόλου τότε μην μπείτε
Και έτσι διαφεύγετε κακοτοπιές
Γάμους- κουμπάρους και συμπεθεριές
Αν δεν θυμάστε το σκοπό θα σας βοηθήσουν «τα μικρά ζουζούνια»: