Οδός Πινακωτών. Επίσκεψη σε κρυφό οίκο ανοχής.

Είμαστε κάπου στο 1882. Ο Νίκος Στανάς, γόνος πλούσιας οικογένειας από τη Σμύρνη, έρχεται για να σπουδάσει στην Αθήνα. Παρέα με μερικούς συμφοιτητές του, δεν θ’αργήσει να βιώσει την πρώτη του μπουρδελότσαρκα…

«Οι πέντε φίλοι πιασμένοι αλά μπρατσέτα ήρχισαν ανερχόμενοι την οδόν Σταδίου.

Η ώρα ήτο προχωρημένη και ολίγους συνήντων διαβάτας, εν τούτοις ο Στανάς μεθ’όλην την ζάλην του εφοβήθη, μήπως συναντήση τον προστάτην του και παρεκάλεσε τον Περδικόπουλον ν’αλλάξωσι δρόμον.

-Ίσα-ίσα αυτό εσκόπευα να προτείνω –απήντησεν ούτος. Ο δρόμος μας είναι να κάμωμε αριστερά.

Και εισήλθον δια της οδού Σάντα Ρόζα εις την του Πανεπιστημίου και εκείθεν εις την οδόν Πινακωτών (σ.σ. έτσι λεγόταν τότε η Χαριλάου Τρικούπη). Αφού επροχώρησαν αρκετά, έστριψαν προς τα αριστερά και επροχώρησαν μέχρι της Ζωοδόχου Πηγής, εις ης και τον δρόμον εισήλθον. Εις την γωνίαν της οδού ταύτης εστάθη ο Περδικόπουλος.

-Τώρα παιδιά, είπε να παύσουν τα άσματα. Χρειάζεται σοβαρότητα, γιατί αν μας καταλάβη η Καλομοίρα δεν μας μπάζει μέσα. Ακολουθήτε με.

Ούτω βαδίζοντες έφθασαν προ μιας μικράς, μονορόφου οικίας. Τα παράθυρα με σιδηρά εξώφυλλα ήσαν κλειστά, ίχνη δε πληγών επί των τοίχων και επί των εξωφύλλων επρόδιδον, ότι η οικία αύτη συχνά υφίστατο ισχυράς πολιορκίας.

-Εδώ είναι, είπεν ο Σφαιρίδης προς τον Στανάν.

-Φοβούμαι, απήντησεν ούτος.

-Τι φοβάσαι; Μα να σου πω την αλήθειαν και εγώ όταν πρωτοήλθα φοβήθηκα. Και αυτό είναι το πρώτο σπήτι τοιούτου είδους εις το οποίον εισέρχεσαι;

-Όχι στην Σμύρνην είχα πάει πολλαίς φοραίς.

Η παρέα παρετάχθη εις τον τοίχον εις ένα ζυγόν κατά συμβουλήν του Περδικόπουλου, δια να φαίνωνται ολίγοι. Αυτός δε προχωρήσας εκτύπησεν ελαφρά με το μπαστούνι του εις μικρόν τετραγωνίδιον, το οποίον εσχημάτιζε το προς την θύραν παράθυρον.

Καμμία απάντησις.

-Τικ, τικ!

Το τετραγωνίδιον ήνοιξε σιγά και φωνή γυναικός γραίας ηκούσθη έσωθεν.

-Ποιος είσαι;

-Εγώ;

-Ποιος εγώ;

Ο Περδικόπουλος επλησίασε πλειότερον προς το παράθυρον και απήντησε:

-Ελαφρύ μπαστούνι!

-Μόνος σου;

-Όχι έχω και δυο άλλους.

-Δεν κάνει απόψε. Τα κορίτσια έχουν ρανδέ-βου.

-Μα κυρά Καλομοίρα θα μ’αφίσης έτσι να πεθάνω λοιπόν; Είπε ο Περδικόπουλος με κωμικώς κλαυθμηρόν ύφος. Σούφερα και λίγο μαδιστήρι.

-Καλά, στάσου!

Μετ’ολίγα λεπτά ήνοιξεν ιεροκρυφίως η θύρα και επρόβαλεν η κεφαλή της κυράς Καλομοίρας.

-Μωρέ σεις είσθε σύνταγμα!

-Είναι η σκιαίς μας κυρά, απήντησεν ο Βασιλείου.

-Μπα κακό να σούρθη πάλαι εσύ. Μωρ’εσύ είσαι πετηνάρι;

-Ο  καιρός τώχει κυρά, απήντησεν ο Βασιλείου σπρώχνων την θύραν και εισερχόμενος βία.

Μόλις εισήλθον εις εν δωμάτιον εν είδει αιθούσης και οσμή βαρεία μήλου ψημμένου επρόσβαλε τους εισελθόντας.

-Καθήστε ‘δω μια στιγμή, είπεν η κυρά Καλομοίρα να γλυτώσουν τα κορίτσια. Και εκάθισε πλησίον του Περδικόπουλου.

Τα κορίτσια προσήλθον. Η Μαρίκα, η Μπεμπέ, η Βιολέττα.

-Μα είμεθα πέντε; ηρώτησε δειλώς ο Στανάς τον Σφαιρίδην.

-Οι δύο θα περιμένουν,  απήντησεν ούτος σοβαρώς.

Η Μπεμπέ επλησίασε τον Στανάν.

-Κύττα τον καλά σαν τα μάτια σου, τη είπεν ο Περδικόπουλος, σφυρίζων κάτι τι εις το αυτί της. Αυτή γέλασεν ηχηρώς.

-Μη σεκλετίζεσαι, πιπίνι μου, είπεν η Μπεμπέ ημίγυμνος εις τον Στανάν, ο οποίος είχε όψιν κόττας βρεμμένης, πέρασε εις την κάμαραν….»

(Από την τρίτομη ηθογραφία-μυθιστόρημα του λόγιου Νίκου Σπανδώνη «Η Αθήνα μας» που κυκλοφόρησε το 1893 από τις εκδόσεις «Φέξη»).